Το μουσικό μέγεθος του Βαγγέλη Παπαθανασίου, του ρηξικέλευθου συνθέτη ο οποίος πέθανε σε ηλικία 79 ετών, δεν μπορεί να καλυφθεί μονάχα σε μερικές γραμμές. Όχι μόνο γιατί προσέφερε σπουδαία δείγματα μουσικής είτε με τους Forminx και τους ανεπανάληπτους Aphrodite’s Child είτε στις σόλο δουλειές του, αλλά επιπλέον διότι άλλαξε ριζικά τον τρόπο προσέγγισης της μουσικής, εμπλουτίζοντας επιμέρους είδη της.
Μεταξύ των πιο εμβληματικών και διάσημων παρακαταθηκών του αποτελούν τα σάουντρακς που έγραψε για τον κινηματογράφο, τα οποία συχνά ξεπερνούσαν σε φήμη τις ταινίες που αφορούσαν. Ο Vangelis, όπως είναι διεθνώς γνωστός, είχε ξεκινήσει ήδη από τα ‘60s να συμμετέχει σε παραγωγές του σινεμά ("Ο Αδελφός μου… ο Τροχονόμος", "5.000 Ψέματα", "Vortex ή Το Πρόσωπο της Μέδουσας" - του Νίκου Κούνδουρου), ωστόσο άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα στο πεδίο της κινηματογραφικής μουσικής τη δεκαετία του ’80.
Εκείνη την εποχή ο Παπαθανασίου βρισκόταν ήδη μεταξύ των κορυφαίων Ευρωπαίων πειραματικών συνθετών, εκ των πρώτων που ασχοληθήκαν ουσιαστικά με την ηλεκτρονική μουσική, έχοντας παράλληλα ολοκληρώσει από το 1975 την κατασκευή του μυθικού στούντιό του στο Λονδίνο, Nemo. "Καρδιά" των εγκαταστάσεων αποτελούσαν τα συνθεσάιζερ πλάι στα πιάνα του Βαγγέλη, τα οποία τότε δε θεωρούνταν ακόμα ισάξια με τα μουσικά όργανα καθώς αποτελούσαν μια καινοτόμα κατασκευή. Ο μουσικός, όμως, έμελλε να ταυτιστεί μαζί τους και μάλιστα να τα καθιερώσει βοηθώντας καθοριστικά στην εξέλιξή τους.
Η αρχή της δόξας του Παπαθανασίου έγινε το 1980, όταν ανέλαβε τη μουσική επένδυση της δημοφιλούς σειράς ντοκιμαντέρ του Καρλ Σάγκαν γύρω από την αστρονομία με τίτλο "Cosmos". Το σάουντρακ του ξεχώρισε αμέσως, οδηγώντας γρήγορα σε επόμενη συνεργασία που αποδείχθηκε καθοριστική. Ο σκηνοθέτης Χιού Χάντσον τον επιλέγει για τη σύνθεση της πρωτότυπης μουσικής του αθλητικού δράματος "Οι Δρόμοι της Φωτιάς" (1981), το οποίο αφηγείται την ιστορία δύο Άγγλων αθλητών που έρχονται αντιμέτωποι με την προκατάληψη στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1924. Στην εναρκτήρια σεκάνς, ενώ οι πρωταγωνιστές τρέχουν σε αργή κίνηση σε μια παραλία, ακούγεται και το εμβληματικό μουσικό θέμα της ταινίας, το οποίο έκτοτε έχει γίνει συνώνυμο της ελπίδας, του θάρρους και της ανάτασης. Διόλου τυχαία, ο Βαγγέλης απέσπασε Όσκαρ για τη μουσική που άφησε εποχή.
Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας των "Δρόμων της Φωτιάς", ο γεννημένος στο Βόλο συνθέτης συνεργάζεται εξ αντανακλάσεως με τον οίκο Chanel για τις ανάγκες μιας διαφήμισης. Αιτία της σύνδεσής τους ο Ρίντλεϊ Σκοτ, ο οραματιστής δημιουργός που είχε αναλάβει τη σκηνοθεσία και θέλησε να χρησιμοποιήσει ένα από τα κομμάτια του Βαγγέλη (από το δίσκο "China") στο σποτ. Οι δύο άντρες ήρθαν σε επαφή και ο Σκοτ θέλησε να του δείξει αμοντάριστα πλάνα από την ταινία που είχε στα σκαριά. Αυτή, δεν ήταν άλλη από το μετέπειτα κλασικό sci-fi "Blade Runner".
Όπως συνέβη και με το φιλμ του Χάντσον, το σάουντρακ έμελλε να ευθύνεται σε σημαντικό βαθμό για την επιτυχία της ταινίας, παρόλο που ως γνωστόν το "Blade Runner" αρχικά θεωρήθηκε καλλιτεχνική και εμπορική αποτυχία. Ωστόσο, η μουσική του Βαγγέλη γνώρισε θερμή υποδοχή έχοντας προηγουμένως πραγματοποιήσει μια σειρά από καινοτομίες. Αρχικά, χρησιμοποίησε ως βάση δύο θρυλικά συνθεσάιζερ, το Yamaha CS-80 και το Lexicon 224-X, κάτι ασυνήθιστο ακόμα στο σινεμά. Έπειτα, ενσωμάτωσε στις συνθέσεις επεξεργασμένους διαλόγους από την ταινία, κάτι που σήμερα θεωρείται κοινή πρακτική. Εξίσου σημαντικό πως ο Παπαθανασίου δεν πλαισίωσε το έργο του ως συνοδευτικό της ταινίας, αλλά συνέλαβε κάθε κομμάτι ως μέρος ενός αυτόνομου άλμπουμ. Για αυτό και δούλεψε πάνω του επί ένα χρόνο και ενώ η παραγωγή βρισκόταν εν εξελίξει, έτσι ώστε να βεβαιωθεί πως καθετί εξυπηρετεί την εικόνα αλλά ταυτόχρονα "στέκεται" ανεξάρτητα.
Το τελικό αποτέλεσμα βρίσκεται μεταξύ των καλύτερων σάουντρακ στην ιστορία του σινεμά. Το ταίριασμα της φαντασίας του Βαγγέλη με το σύμπαν του "Blade Runner" μοιάζει καρμικό, καθώς το ένα συμπληρώνει το άλλο. Όπως τα ανδροειδή της ταινίας αποτελούνται από κομμάτια μηχανικά όσο και εντελώς ανθρώπινες, αληθινές παρορμήσεις, έτσι και η μουσική φέρεται σαν ένα υβρίδιο. Οι τεχνικά πλασμένες νότες των συνθεσάιζερ συνδυάζονται με χειροπιαστά όργανα όπως τα κύμβαλα, ενώ ο Παπαθανασίου πάει ένα βήμα παραπάερα και συνδράμει έμμεσα στην αφήγηση. Στο κομμάτι "Tales of the Future", όπου συμμετέχει ο Ντέμης Ρούσσος, οραματίζεται ένα πολυεθνικό και πολυγλωσσικό μέλλον όπου καταργούνται τα σύνορα. Από την άλλη, στο "Memories of Green", η μελωδία ενός Steinway πιάνου συνοδεύεται από ηχητικά εφέ του βιντεοπαιχνιδιού "UFO Master Blaster Station"(!), εντείνοντας τη συνολικά ρετροφουτουριστική διάσταση του "Blade Runner" όπου η νοσταλγία συναντά την τεχνολογική πρόοδο.
Το συγκεκριμένο σάουντρακ επηρέασε βαθιά πολλούς ηλεκτρονικούς μουσικούς, όπως οι Γκάρι Νιούμαν, Tricky, Boards of Canada αλλά και τους μοναδικούς post rocker Mogwai. Πέτυχε μια πραγματική τομή στο είδος, διατηρώντας μέχρι σήμερα διαπεραστική ισχύ. Ακολούθησαν πολλές ακόμα κινηματογραφικές δουλειές για τον Παπαθανασίου όπως ο "Αγνοούμενος" (1982) του Κώστα Γαβρά, το "Francesco" (1989) της Λιλιάνα Καβάνι, τα "Μαύρα Φεγγάρια του Έρωτα" (1992) του Ρομάν Πολάνσκι, αλλά και μία νέα συνεργασία με τον Ρίντλεϊ Σκοτ ("1492: Χριστόφορος Κολόμβος", 1992).
Λίγα στοιχεία αλλά χαρακτηριστικά του αντίκτυπου που πέτυχε ο Βαγγέλης στην κινηματογραφική μουσική, η οποία δίχως εκείνον δε θα ήταν ποτέ η ίδια.