Την τελευταία δεκαετία έχουμε δει το σινεμά του τρόμου να βιώνει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα καρποφορία τόσο εμπορικά όσο και καλλιτεχνικά. Από τη μία μεριά υπάρχουν οι ταινίες του λεγόμενου "εκλεπτυσμένου horror" (πόσο οδυνηρά αυτάρεσκος όρος;), φιλμ δηλαδή που παραδίδουν γερές ανατριχίλες, πρωτότυπες θεματικές, arthouse αισθητική και κοινωνικοπολιτικό σχολιασμό ("Witch", "Μεσοκαλόκαιρο", "Τρέξε!"). Έπειτα, υπάρχουν οι πιο εμπορικοί τίτλοι που διατηρούν την καλλιτεχνική αξία τους ("Ένα Ήσυχο Μέρος", "Μην Ανασαίνεις") και από την άλλη, βρίσκεται το τρομο-στούντιο της Blumhouse. Της εταιρίας του Τζέισον Μπλουμ η οποία σαν άλλη Marvel, έχει βρει μια δική της κινηματογραφική συνταγή την οποία -με ελάχιστες εξαιρέσεις- επαναλαμβάνει ξανά και ξανά, βρίσκοντας σχεδόν πάντα δικαίωση στο box office.
Ποια είναι τα συστατικά της; Ο σχετικά χαμηλός προϋπολογισμός, σχετικά έμπειροι σκηνοθέτες πίσω από την κάμερα και… σχετικά τρομακτικές ταινίες βασισμένες σε δοκιμασμένα αφηγηματικά τερτίπια (jump scares, βλοσυρή ατμόσφαιρα, συγκρατημένο gore, σποραδικές ανατροπές). Στοιχεία, δηλαδή, τα οποία κάνουν ηχηρή εμφάνιση και στην "Πύρινη Οργή". Η ταινία που σκηνοθετεί ο Κιθ Τόμας ("The Vigil") βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του καθολικά γνωστού Στίβεν Κινγκ, το οποίο μάλιστα έχει μεταφερθεί ξανά στο σινεμά το 1984 από τον Μαρκ Λέστερ ("Κομάντο"). Κοντά σαράντα χρόνια μετά, ωστόσο, ο Τόμας βάζει την υπογραφή του σε μια διασκευή η οποία απογυμνώνει την πρωτότυπη ιστορία από τις πιο ενδιαφέρουσες πτυχές της.
Η υπόθεση αφορά την Τσάρλι (Ράιαν Κιέρα Άρμστρονγκ), ένα κορίτσι που διαθέτει απειλητικές πνευματιστικές και πυροκινητικές ικανότητες, τις οποίες όμως δε γνωρίζει πώς απέκτησε. Οι προσπάθειές της να μάθει να ελέγχει τις δυνάμεις της θα ενταθούν, όταν ένας πράκτορας μιας μυστικής οργάνωσης επιχειρήσει να συλλάβει εκείνη και τους γονείς της (Ζακ Έφρον, Σίντι Λέμον) οι οποίοι κρύβουν το δικό τους ένοχο παρελθόν.
Όπως συνήθως συμβαίνει με τους μύθους του Κινγκ, πίσω από τον χειροπιαστό τρόμο υπάρχει ένα δράμα ανατριχιαστικού ρεαλισμού με τη διάθεση, παράλληλα, να ψυχογραφηθούν βαθιά οι χαρακτήρες. Εν προκειμένω, η Τσάρλι περνά από ένα προσωπικό "φλογερό" μονοπάτι αυτογνωσίας καθώς πλησιάζει στην εφηβεία. Ταυτόχρονα, καλείται να διαχειριστεί διαδοχικά τραύματα όπως η απώλεια και η αποξένωση από τους γονείς της. Στο φόντο, επιπλέον, το κομμάτι της εξουσιαστικής επιτήρησης και του ελέγχου των "παραβατικών" στοιχείων μέσω των κρατικών μηχανισμών. Οι καυτές δυνάμεις της ηρωίδας μπαίνουν στο στόχαστρο των κυβερνητικών υπηρεσιών παρακολούθησης με τρόπο αντίστοιχο του τηλεοπτικού "Stranger Things", μετατρέποντας έτσι την Τσάρλι σε ένα είδος ατίθασου και δυνητικά επικίνδυνου "εσωτερικού εχθρού".
Όλα τα παραπάνω, βέβαια, τα οποία διογκώνουν τις υπαρξιακές αγωνίες που βρίσκονται στην καρδιά της "Πύρινης Οργής" ο Τόμας τα βάζει στην άκρη. Η ταινία του δε διαθέτει στιβαρή υφολογική πρόταση, μοιάζει περισσότερο με οικογενειακό μελόδραμα εγκλωβισμένο στο πλαίσιο ενός ανέμπνευστου horror, ενώ εξαντλείται αισθητικά σε υποφωτισμένα πλάνα τυλιγμένα σε καπνό, ακόμα και εκεί που δε χρειάζεται(!). Η ξέπνοη σκηνοθεσία υπογραμμίζει σε κάθε ευκαιρία πόσο επίπεδο αλλά και υπερβολικά επεξηγηματικό είναι το σενάριο, με την όποια αρχική αγωνία να δίνει τη θέση της στην ανυπομονησία για τους τίτλους τέλους.
Κάπως έτσι πάει στράφι και η συνδρομή του σπουδαίου Τζον Κάρπεντερ στην πρωτότυπη μουσική, μαζί με τους Κόντι Κάρπεντερ και Ντάνιελ Ντέιβις, με την horror υπεραξία του να μην αρκεί για να "αρπάξει" η άψυχη "Πύρινη Οργή".
ΗΠΑ. 2022. Διάρκεια: 94΄. Διανομή: TULIP ENT.
Περισσότερες πληροφορίες
Πύρινη Οργή
Ένα κορίτσι διαθέτει απειλητικές πνευματιστικές και πυροκινητικές ικανότητες, τις οποίες όμως δε γνωρίζει πώς απέκτησε. Οι προσπάθειές της να μάθει να ελέγχει τις δυνάμεις της θα ενταθούν, όταν ένας πράκτορας μιας μυστικής οργάνωσης επιχειρήσει να συλλάβει εκείνη και τους γονείς της, οι οποίοι κρύβουν το δικό τους ένοχο παρελθόν.