Ένα κομμάτι της οσκαρικής ιστορίας άλλαξε για πάντα τα ξημερώματα της 28ης Μαρτίου κατά τη διάρκεια της 94ης απονομής των βραβείων Όσκαρ και δεν αναφερόμαστε, φυσικά, στην επίδραση της μάτσο αντίδρασης του Γουίλ Σμιθ στο απαράδεκτο αστείο του Κρις Ροκ. Εννοούμε την κινηματογραφική ουσία της απονομής, δηλαδή την ολική ανατροπή που κατάφερε το "CODA" της Σιάν Χέντερ, το οποίο κέρδισε τα Όσκαρ καλύτερης ταινίας, διασκευασμένου σεναρίου και β’ ανδρικού ρόλου (Τρόι Κότσουρ), επιβεβαιώνοντας προγνωστικά που άλλαξαν πλήρως περίπου δύο βδομάδες πριν από την τελετή.
Η δεύτερη ταινία της τηλεοπτικά έμπειρης Χέντερ ("Tallulah", "Orange Is The New Black"), αποτελεί αγγλόφωνο ριμέικ της γαλλικής "Οικογένειας Μπελιέ" (Ερίκ Λαρτιγκό, 2014), από την οποία η σκηνοθέτρια κρατά τη βασική ραχοκοκαλιά και αλλάζει όσο χρειάζεται το πλαίσιο ώστε να λειτουργήσει στην αμερικανική πραγματικότητα. "CODA" στα αγγλικά σημαίνει Child of Deaf Adults, δηλαδή παιδί κωφών ενηλίκων, το οποίο και βρίσκεται στο επίκεντρο της ταινίας της Χέντερ. Πρόκειται για τη 17χρονη Ρούμπι (Εμίλια Τζόουνς) που έχει την ακοή της και της οποίας η καθημερινότητά είναι αφιερωμένη αποκλειστικά στο να συνδράμει τους δικούς της στο ψάρεμα, τη βασική πηγή εσόδων της οικογένειας. Οι προτεραιότητές της, όμως, θα αρχίσουν να αλλάζουν, όταν ξαφνικά προκύπτει ένα χειροπιαστό ενδεχόμενο να κερδίσει υποτροφία για μουσικές σπουδές. Τότε μέσα της διχάζεται βαθιά: να ακολουθήσει το όνειρό της ή να μείνει και να βοηθήσει, ενδεχομένως για πάντα, τους γονείς της;
Η Χέντερ αποδεικνύεται συνειδητοποιημένη σκηνοθέτρια, καθώς γνωρίζει πολύ καλά τα δυνατά σημεία τόσο του σεναρίου της όσο και των ηθοποιών που έχει επιλέξει. Έτσι, επικεντρώνεται περισσότερο στο σμίλευμα μιας αύρας όπου αναμειγνύονται θαλπωρή, μελαγχολία και γλυκύτητα, παρά στην κατασκευή ενός απόλυτα πειστικού δράματος. Τα οφθαλμοφανή κενά καλύπτονται από την πετυχημένη κωμωδία, όπως η ξεκαρδιστική σκηνή του οικογενειακού δείπνου και την αναφορά στο Tinder, αλλά και το διάχυτο τρυφερό ρομαντισμό, στοιχεία που βοηθούν στο να περνά σε δεύτερη μοίρα η εκ προοιμίου προβλέψιμη εξέλιξη της πλοκής. Διότι, ας μη ξεχνάμε πως το "CODA" ακολουθεί την ασφαλή πεπατημένη ενός σχηματικού στόρι πρόωρης ενηλικίωσης.
Η ταινία καταφέρνει, ωστόσο, να κερδίσει το στοίχημα σε δύο επίπεδα. Από τη μία, στο πώς σκιαγραφούνται με ευδιάκριτη σαφήνεια οι μεγάλες (πολιτισμικές, επικοινωνιακές) αποστάσεις ανάμεσα στον κόσμο των κωφών και των μη. Η ακοή εδώ συνιστά ένα προνόμιο, στην απεικόνιση του οποίου οι Χέντερ υφαίνει διακριτικά και τα ταξικά χαρακτηριστικά που το συνοδεύουν. Από την άλλη, η σχέση της Ρούμπι με τους γονείς της χαρίζει μερικές σκηνές οι οποίες καταφέρνουν να συγκινούν παρά το γεγονός πως προκύπτουν αναμενόμενα στην αφήγηση.
Με μια λιγότερο συναισθηματική και περισσότερο κυνική ματιά, το "CODA" θα περάσει στην ιστορία ως ένα από εκείνα τα Όσκαρ καλύτερης ταινίας των οποίων η ειλικρινής καλοκαρδοσύνη ήταν αρκετή για οδηγήσει σε χρυσά αγαλματίδια, αλλά ίσως να μη μακροημερεύσει στη συλλογική κινηματογραφική μνήμη. Τέτοιου είδους αντίστοιχες περιπτώσεις εντοπίσαμε αρκετές φορές, όπως όταν πρόσφατα ανατρέξαμε στους νικητές της κατηγορία, χωρίς καν να κοιτάξουμε πιο πίσω στον 20ο αιώνα. Θυμάται κανείς, για παράδειγμα, το ακίνδυνα αντιρατσιστικό "Πράσινο Βιβλίο" ή την εξαιρετική "Μορφή του Νερού"; Μάλλον όχι… Εάν γίνουμε ακόμα πιο αυστηροί, μάλιστα, το "CODA" δε βρίσκεται καν μεταξύ των καλύτερων συνυποψηφίων. "Εξουσία του Σκύλου", "Πίτσα Γλυκόριζα" και "Dune", για παράδειγμα, καταφέρνουν να διαχειριστούν με βαθύ κινηματογραφικό λυρισμό και ποίηση πολύπλοκες θεματικές, δημιουργούν αυθύπαρκτους κόσμους και αναπτύσσουν χαρακτήρες με υπαρξιακά αντικρουόμενα διακυβεύματα. Από την άλλη, η ταινία της Χέντερ είναι μια καλογραμμένη, πλην συμβατική στον πυρήνα της young adult δραμεντί. Γιατί, όμως, άξιζε να κερδίσει τα Όσκαρ που πήρε;
Εκτός του ότι ο Κότσουρ ήταν υπέροχος και φτιαγμένος για το ρόλο του, το "CODA" αποτέλεσε μια εμπορική arthouse επιλογή από πλευράς Ακαδημίας, ικανή να αγγίξει το μαζικό όσο και το σινεφίλ κοινό. Κατ’ επέκταση, ένα βασικό πλεονέκτημα του φιλμ είναι η ορατότητα που προσφέρει στην κοινότητα των κωφών, όπως επίσης το πώς μας εξοικειώνει με την καθημερινή εμπειρία τους χωρίς να στέκεται εκβιαστικά στα όποια διαχρονικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν (αλλά ούτε και να τα αποφεύγει). Ωραιοποιεί καταστάσεις; Σίγουρα. Υπάρχουν στιγμές που το συναίσθημα εκφέρεται βεβιασμένα; Χωρίς αμφιβολία. Το "CODA", όμως, έχει μια αλήθεια να πει και στη σημερινή συγκυρία του κυνισμού και του ζόφου, η ταινία επαναφέρει στο διάλογο ένα καλοκάγαθο σινεμά σα ζεστό παραμύθι, το οποίο επιπλέον είναι άξιο σχολιασμού. Ευχής έργον, βέβαια, να μην είναι αυτή, βέβαια, η τελευταία φορά που θα απολαύσουμε κωφούς ηθοποιούς σε πρώτης τάξης κινηματογραφικές παραγωγές.
Έπειτα, η επικράτηση του "CODA" αλλάζει δεδομένα και δημιουργεί χαρμόσυνα προηγούμενα. Όπως το ότι σε μια εποχή που οι streaming πλατφόρμες επενδύουν πολλά εκατομμύρια για να κατακτήσουν το πολυπόθητο Όσκαρ καλύτερης ταινίας, όπως συστηματικά κάνει το Netflix ("Ο Ιρλανδός", "Mank"), για να επιτευχθεί αυτός ο άθλος χρειάστηκε τελικά μια ανεξάρτητη παραγωγή, η οποία αγοράστηκε έναντι 25 εκατομμυρίων δολαρίων από το Apple TV+. Επίσης, το φιλμ της Χέντερ είναι το πρώτο που καταφέρνει να βραβευθεί με το συγκεκριμένο Όσκαρ έχοντας κάνει πρεμιέρα στο φεστιβάλ του Σάντανς (όπου και σάρωσε). Τέλος, ένα γκρίζο trivia αφορά την Ελλάδα. Εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, το "CODA" θα είναι η πρώτη ταινία που αποσπά τη σημαντικότερη διάκριση της Αμερικανικής Ακαδημίας και δεν πρόκειται να κυκλοφορήσει στις ελληνικές αίθουσες…