Σχεδόν δέκα χρόνια γυρισμάτων, εκατοντάδες ώρες υλικού, μια φάρμα και μια αξιαγάπητη αγελάδα. Αυτά είναι τα υλικά της νέας ταινίας με την υπογραφή της εξαιρετικής Άντρεα Άρνολντ ("Fish Tank", "Ανεμοδαρμένα Ύψη"), ενός λιτού ντοκιμαντέρ, στην ουσία, με πρωταγωνιστή το ασπρόμαυρο θηλαστικό με το όνομα Λούμα. Μακριά από τα δράματα στα οποία μας έχει συνηθίσει, και αφορούν χαρακτήρες εγκλωβισμένους στις μεγάλες πόλεις, η Αγγλίδα στήνει την κάμερά της μέσα στη φάρμα όπου μεγαλώνει η τετράποδη ηρωίδα και καταγράφει τη ζωή της από την αρχή έως το τέλος. Εάν υπάρχει ένα κοινό της "Αγελάδας" με την υπόλοιπη φιλμογραφία της Άρνολντ, αυτό είναι ο τρόπος που πλαισιώνεται η μοναξιά της απρόσμενης πρωταγωνίστριας. Ίσως ακόμα, το ότι πρόκειται για ένα πλάσμα που διαφορετικά θα περνούσε απαρατήρητο, αλλά μπροστά από την κάμερα της δημιουργού η ύπαρξή του αποκτά ιδιαίτερη σημασία.
Με γενναία αφηγηματική οικονομία και αποφεύγοντας πλήρως οποιοδήποτε κινηματογραφικό εργαλείο θα πρόσθετε περιττές πληροφορίες, όπως ένα voice over, η Άρνολντ μεγεθύνει τα όσα μπορεί να νιώθει η Λούμα σε μια απόπειρα να αντιληφθούμε διαφορετικά ένα ζώο που έχουμε μάθει να βρίσκουμε στο τραπέζι μας. Μάλιστα, αποφεύγει εύκολους χαρακτηρισμούς ή βαρύγδουπα πολιτικά σχόλια, γύρω από την κατανάλωση κρέατος, για παράδειγμα, αλλά επενδύει στο συναίσθημα. Το αποτέλεσμα είναι απροσδόκητα υποβλητικό και για αυτό συναντήσαμε διαδικτυακά μια Κυριακή απόγευμα την Άρνολντ, ώστε να λύσει τις απορίες μας γύρω από την "Αγελάδα", που φτάνει και στις ελληνικές αίθουσες.
Πώς πήρατε την απόφαση να γυρίσετε ένα τέτοιο ντοκιμαντέρ; Το ρωτώ επειδή, εκτός από πρακτικές δυσκολίες, δεν θα ήταν εύκολο να βρει και το όποιο κοινό του.
Για να είμαι ειλικρινής, δεν σκέφτομαι έτσι όταν αποφασίζω να κάνω μια ταινία. Δεν είναι προτεραιότητά μου να κρατώ κάποιον ευχαριστημένο. Εάν, όμως, αυτό που θες να γυρίσεις έρχεται από την καρδιά σου, σίγουρα θα βρει κάποιον εκεί έξω να συνδεθεί μαζί του. Ή έστω, αυτό ελπίζω εγώ… Το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ ήταν απόρροια της επιθυμίας που είχα εδώ και πάρα πολλά χρόνια να κάνω μια ταινία γύρω από τα ζώα που ζουν σε φάρμες. Αλλά δυσκολευόμουν να βρω το σωστό τρόπο να το κάνω, το μόνο που ήξερα ήταν ότι ήθελα να είναι κάτι όμορφο και όχι μίζερο. Μια μέρα, λοιπόν, αναρωτήθηκα εάν παρακολουθώντας στενά ένα ζώο θα καταφέρναμε να κατανοήσουμε καλύτερα τη θέση και τα συναισθήματά του. Έτσι κι αλλιώς, στις ταινίες μου πάντα ακολουθώ έναν κεντρικό χαρακτήρα, είμαι προσηλωμένη σε αυτόν και με διάθεση ενσυναίσθησης επιχειρώ να νιώσω όσα περνάει. Εν προκειμένω, ήθελα να διακρίνω εάν όντας τόσο κοντά σε μια αγελάδα θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τη συνείδησή της, εκείνο το καθρέφτισμα στο βλέμμα που επιβεβαιώνει ότι υπάρχει αντίληψη του εαυτού της.
Πάντως είναι ορατή αυτή η προσέγγιση στην ταινία μέσω των πολλών απροσδόκητα συγκινητικών στιγμών της, οι οποίες επιτρέπουν να πλησιάσουμε συναισθηματικά την αγελάδα. Όπως η σκηνή της γνωριμίας της με τον ταύρο. Φαντάζομαι ότι το μοντάζ ήταν αρκετά απαιτητικό ως προς την επιλογή του κατάλληλου υλικού.
Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα την παραμικρή ιδέα πώς θα βγει στο τέλος και αν τα πράγματα που είχα στο μυαλό μου θα αποδεικνύονταν επιτυχημένα. Επίσης, με προβλημάτιζε το γεγονός πως είχα τόσα πλάνα αγελάδων, ώστε ενδεχομένως να μη γινόταν να χρησιμοποιηθούν εντέλει. Αλλά η Λούμα, όπως είναι το όνομα της πρωταγωνίστριας, μας έδειξε το δρόμο, παρόλο που στην αρχή ήθελα να πω την ιστορία δύο αγελάδων. Επιπλέον, μας βοήθησε πολύ το γεγονός ότι δε βιαζόμασταν με το μοντάζ. Είχαμε βάθος χρόνου, οπότε και εγώ μπορούσα να μελετήσω χωρίς άγχος όλα τα πλάνα. Η αγωνία ήρθε μετά, αφού είχε ολοκληρωθεί η ταινία. Θυμάμαι χαρακτηριστικά στην πρεμιέρα της στις Κάννες ότι ανησυχούσα αν θα συμμεριζόταν κανείς τους προβληματισμούς που απεικονίζω στο ντοκιμαντέρ. Στην τελική, ακούμε τόσα "μου" αλλά κανείς δεν μιλάει αυτήν τη γλώσσα, επομένως δεν θα ήταν παράξενο να μην καταλάβει κάποιος τι γίνεται. (γέλια)
Η σκηνοθετική σας προσέγγιση είναι κάτι που εκτίμησα ιδιαίτερα, αφού όπως λέτε δεν παρεμβαίνετε καθόλου σε όσα συμβαίνουν, τα γεγονότα εξελίσσονται αβίαστα, αλλά ταυτόχρονα υπάρχει μια τρυφερότητα απέναντι στη Λούμα.
Είχα ως προτεραιότητα να μη δώσω καθόλου κατευθύνσεις στην ταινία, να αναπτυχθούν τα γεγονότα χωρίς απαραίτητα να επιλέγουμε πλευρά. Γιατί, για παράδειγμα, οι κτηνοτρόφοι που βλέπουμε κάνουν τη συγκεκριμένη δουλειά από μικρά αγόρια. Δεν έχουν γνωρίσει τίποτα άλλο. Γι’ αυτό είναι κρίσιμο να μπούμε στη θέση τους, να αντιληφθούμε τη ρουτίνα τους ως μια αδιέξοδη επανάληψη πέρα από το πώς φέρονται στα ζώα. Γενικότερα με έχει κουράσει τρομερά το ότι νιώθουμε την ανάγκη να πρέπει να διαλέγουμε πλευρές για κάθε ζήτημα. Με το ντοκιμαντέρ μου επιχείρησα να κάνω κάτι πιο περίπλοκο από αυτό, να δείχνω απλώς τη δράση δίχως να δίνω κατευθύνσεις, ώστε καθένας να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.
Παρόλο που είναι εξαρχής προφανές πώς θα ολοκληρωθεί η ταινία, το φινάλε δεν παύει να είναι αποστομωτικό. Γνωρίζατε από την αρχή ότι αυτό θα ήταν το τέλος; Πρέπει να ήταν δύσκολο και για εσάς λόγω της σχέσης σας με τη Λούμα.
Έχει ενδιαφέρον αυτό, γιατί από όταν αποφάσισα να κάνω αυτή την ταινία όλοι μου υπενθύμιζαν πόσο δύσκολα συναισθηματικά θα γίνονταν τα πράγματα αργά ή γρήγορα. Κάτι τέτοιο είναι αναπόφευκτο όταν συμβιώνεις με ένα ζώο, δένεσαι μαζί του, κάτι που συνέβη και με εμένα και τη Λούμα. Όσο σκληρό κι αν ήταν, λοιπόν, να δω το τέλος της, θεωρώ πως ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει. Διότι αυτή είναι η αλήθεια και όφειλα να την αποτυπώσω. Γι’ αυτό απέφυγα τις πολλές διαφορετικές λήψεις στην ταινία· δεν ήθελα να δώσω την αίσθηση ότι κατασκευάζω την αλήθεια. Το ειρωνικό είναι πως για τη Λούμα αυτό ήταν το πιο ανώδυνο τέλος που θα μπορούσε να έχει, γιατί συνήθως οι αγελάδες στέλνονται στο σφαγείο. Ευτυχώς αποφύγαμε τα χειρότερα…
Περισσότερες πληροφορίες
Αγελάδα
Η καθημερινότητα της Λούμα, μιας γαλακτοπαραγωγού αγελάδας, η οποία είναι έτοιμη να γεννήσει ένα ακόμα μοσχαράκι σε μια βιομηχανική μονάδα της νοτιοανατολικής Αγγλίας.