Ένα από τα πολύ αναμενόμενα εγχώρια ντεμπούτα θα βρίσκεται από τις 24/2 στις μαρκίζες των κινηματογράφων. Η Ζακλίν Λέντζου, ύστερα από μια σειρά εξαιρετικών μικρού μήκους ταινιών ("Αλεπού", "Έκτορας Μαλό: Η Τελευταία Μέρα της Χρονιάς"), υπογράφει το τρυφερό δράμα "Σελήνη, 66 Ερωτήσεις" με πρωταγωνίστρια τη διαχρονική συνεργάτιδά της Σοφία Κόκκαλη. Η σπουδαία ερμηνεύτρια υποδύεται μια γυναίκα η οποία καλείται να επανενωθεί με τον αποξενωμένο πατέρα της (Λάζαρος Γεωργακόπουλους), όταν εκείνος κλονίζεται από σοβαρό πρόβλημα υγείας. Δύο ουσιαστικά άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι θα υποχρεωθούν να σμιλέψουν τη σχέση τους από την αρχή, με ένα αποκαλυπτικό μυστικό να καιροφυλακτεί.
Με αφορμή, λοιπόν, την πρεμιέρα της "Σελήνης…", η Ζακλίν Λέντζου απαντά στις λιγότερες από 66 ερωτήσεις του "α" γύρω από την ταινία.
Η σχέση παιδιών και γονέων επανέρχεται στη φιλμογραφία σου. Πόσο βαθιά μπορούμε να γνωρίσουμε τους ανθρώπους που μας μεγάλωσαν; Κι έπειτα, απογαλακτιζόμαστε ποτέ πραγματικά από αυτούς;
Όσο βαθιά θέλουμε – αρκεί να έχουμε εδραιώσει το πως ορίζουμε το "γνωρίζω".
Οι πιο πολλοί πιστεύουμε ότι μοναδικό εμπόδιο σε τέτοιες αποφάσεις είναι ο φόβος, ενώ το βασικότερο εμπόδιο είναι το ίδιο το κατασκεύασμα του εαυτού μας. Δεν μπορείς να γνωρίσεις τον σκύλο σου, πόσο μάλλον τον γονέα σου, εάν δεν αναγνωρίσεις ότι πληθώρα των παρατηρήσεων σου σχετίζεται με εσένα, κι όχι με τον άλλον. Ό,τι πιστεύουμε πώς γνωρίζουμε για τον άλλον, δεν είναι παρά δικές μας προβολές. Τη στιγμή που καταφέρνουμε να ξεφύγουμε από την προσωπική μας αφήγηση (στην οποία οι γονείς πάντοτε πρωταγωνιστούν), τότε ξεκινά και ένα ταξίδι "νέας" γνώσης κατά μια έννοια.
Ο απογαλακτισμός είναι ο πρώτος χωρισμός, και όπως κάθε χωρισμός είναι μια ακόμη απόφαση, μια ακόμα επιλογή. Και βέβαια απογαλακτιζόμαστε πραγματικά από αυτούς- είναι τα πρώτα χτυποκάρδια ευτυχίας, μιας που η ψυχή οφείλει να είναι ελεύθερη.
Πάντα πίστευα πως η σχέση ενός σκηνοθέτη με ένα σταθερό πρωταγωνιστή του είναι από τις ομορφότερες που μπορούν να υπάρξουν στο σινεμά. Κάτι που συμβαίνει ανάμεσα σε εσένα και τη Σοφία Κόκκαλη, η οποία δίνει κι εδώ μια σαρωτική ερμηνεία. Πλέον, φαντάζομαι, η επικοινωνία σας γίνεται ενστικτωδώς…
Με την Σοφίτα είμαστε φίλες, ναι. Γίναμε φίλες το καλοκαίρι του ‘18. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει πώς δουλεύουμε ή και επικοινωνούμε καθαρά ενστικτωδώς. Η γλώσσα του ενστίκτου δεν έχει λόγια, είναι η διαίσθηση. Κι εμείς μιλάμε, γράφουμε και αναλύουμε πολύ, όχι αστεία. Αγαπιόμαστε διαισθητικά, συνεργαζόμαστε διανοητικά.
Στο πλαίσιο της φιλίας μας βέβαια και πορευόμαστε μαζί. Ακόμα κι αν στο μέλλον οι "ιστορίες" μου δεν αφορούν αποκλειστικά μια νέα γυναίκα, θα υπάρχει πάντοτε ένας χαρακτήρας ειδικά φτιαγμένος για τη Σοφία. (Εκτός βέβαια αν η Σοφία μάθει να μεταμορφώνεται. Τότε, δηλώνω πως θα δουλεύω αποκλειστικά με Σόφιτελ.)
Αντίστοιχα, ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος αποδίδει πειστικά τον εξαιρετικά δύσκολο ρόλο του πατέρα. Μοιάζει σαν οι ηθοποιοί να σε εμπιστεύονται ώστε να βγάλουν τον καλύτερο εαυτό τους.
Η εμπιστοσύνη για μένα είναι σαν την αναπνοή. Δεν υπάρχω χωρίς εκείνη κι αυτό καθρεφτίζεται στη σχέση μου με τα πάντα. Κατά συνέπεια, επειδή είναι αναγκαία για τη ζωή μου, καθώς και η ίδια η δουλειά μου, πιστεύω πώς οι ηθοποιοί δεν με εμπιστεύονται ως ηθοποιοί, αλλά ως άνθρωποι, κι εκεί μιλάμε για πραγματικό πλούτο.
Ο Λάζαρος για μένα είναι -το λιγότερο- φανταστικός. Έχει πολύ ενδιαφέρον η περίπτωσή του, διότι διάφοροι που δεν έχουν εμπειρία της συγκεκριμένης πάθησης σαστίζουν. Δεν έχουν τα κατάλληλα μέτρα και σταθμά να κρίνουν την ερμηνεία του και είτε το πάνε με την καρδιά και συγκινούνται είτε τον "παραβλέπουν", πράγμα φοβερά αποκαλυπτικό: είναι η τυπική αντίδραση του μέσου Έλληνα απέναντι σε άτομα με αναπηρία ή εμφανή ασθένεια ή όποια διαφορετικότητα.
Ειδικά όσον αφορά το παρελθόν, οι τρόποι με τους οποίους η ηρωίδα είναι ακόμα δεμένη μαζί του έρχονται στην επιφάνεια πολύπλευρα. Από το ημερολόγιό της μέχρι το "Freestyler" των Bomfunk MC. Ένα κομμάτι φορτισμένο συναισθηματικά για πολλούς από εμάς, πέρα από τη σύνδεσή του με τα early ‘00s, το οποίο ταιριάζει παράδοξα αλλά ιδανικά με το ύφος της ταινίας. Πώς και το επέλεξες;
Μαθαίνω πως συγγενικό μου πρόσωπο διεγνώσθη με σκλήρυνση, ένα πρωί, καλοκαίρι του 2005. Δεν ήξερα τι είναι, κι άρχισα να ψάχνω. Λίγο ίντερνετ του τότε, λίγο ρώτησα στο σχολείο, έμαθα. Θυμάμαι να έχω κάνει μια λίστα με πράγματα που δε θα μπορούσε να κάνει ποτέ ξανά. Ένα από αυτά ήταν "Δε θα μπορέσει να χορέψει τίποτε. Ειδικά "Freestyler”". Το είχα κυκλώσει.
Το επέλεξα ή με επέλεξε; Ιδού η απορία.
Η "Σελήνη…" έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στην περσινή Μπερλινάλε, αλλά κάθε ταινία σου ως τώρα έχει αξιοσημείωτη φεστιβαλική πορεία. Πόσο σημαντικό είναι για σένα αυτό;
Είναι τεράστιας σημασίας και βαρύτητας για εμένα ως κινηματογραφίστρια να έχω την ευκαιρία να βλέπω πώς βλέπουν το σινεμά μου.Να βλέπω πώς με βλέπουν, αν θες, άτομα από άλλες χώρες με άλλες προσλαμβάνουσες. Εκεί είναι όλη η ουσία: να εκτίθεσαι στο άγνωστο και μετά από μια προβολή της δουλειάς σου το άγνωστο να έχει γίνει γνωστό, γνώριμο, ζεστό. Είναι μαγικό.
Κι εγώ είμαι φοβερά τυχερή να βιώνω αυτή τη μαγεία, με αγκαλιές από το πουθενά, συζητήσεις-συναντήσεις, μηνύματα με κακά αγγλικά, μάτια γυαλιστερά από δάκρυα. Κάθε φορά σαν νέα. Η έκπληξή μου το ίδιο έντονη. Και η ανακούφιση επίσης, κάτι σαν ψίθυρος ότι πιθανώς να έχει νόημα αυτό πού κάνω.
Η ταινία κυκλοφορεί στους κινηματογράφους σε μια συγκυρία όπου από τη μία το κοινό δείχνει ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον στο ελληνικό σινεμά, αλλά ταυτόχρονα λόγω των συνθηκών άλλες δεν ευτύχησαν να βρουν κανονική διανομή. Υπάρχει κάτι που προσδοκάς τώρα που βγαίνει η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία σου;
Μπα. Δεν προσδοκώ τίποτε, είμαι ελεύθερη.