Ένα από τα πράγματα που μου έκαναν αμέσως εντύπωση όταν βρέθηκα πρώτη φορά στο Βερολίνο, ήταν ο τρόπος που οι Γερμανοί είχαν διατηρήσει ζωντανή τη μνήμη του Τείχους εντός της μητρόπολης, συναισθηματικά αλλά και υλικά. Για παράδειγμα, διάσπαρτα σε κεντρικούς και μη δρόμους της πρωτεύουσας συναντάς συμπαγή κομμάτια τσιμέντου, ενθυμήσεις του γκρίζου συνόρου που βρισκόταν εκεί. Αλλού, πάλι, επιβλητικές φωτογραφικές τοιχογραφίες είναι τυπωμένες στα πλαϊνά πολυκατοικιών, απεικονίζοντας ανθρώπους να πηδούν πάνω από φράχτες. Συνήθως, οι λεζάντες γράφουν: "Εδώ κάποτε πολίτες της Ανατολικής Γερμανίας επιχειρούσαν να περάσουν στη δυτική πλευρά ρισκάροντας τη ζωή τους, εξαιτίας των τάφρων που εκτείνονταν αποκάτω τους". Έτσι, κάπως, μπαίνουν τα πράγματα σε μια προοπτική…
Δεν ξέρω εάν θα μου ερχόταν στο μυαλό το παραπάνω εάν δεν είχα δει στο Βερολίνο το "Η Πόλη και η Πόλη" των Χρήστου Πασσαλή και Σύλλα Τζουμέρκα, το οποίο διαγωνίζεται στο τμήμα Encounters της Μπερλινάλε. Το ότι συνέβη έτσι, όμως, έχει κάτι σημαντικό να πει για την ίδια την ταινία, η οποία όσα δείχνει φορτίζονται ακόμα περισσότερο σε συνδυασμό με την παγκόσμια πρεμιέρα επί γερμανικού εδάφους. Με απλά λόγια, το φιλμ διαπραγματεύεται την ιστορία της πόλης της Θεσσαλονίκης υπό το πρίσμα όμως των όσων τραυματικών έζησε ο εβραϊκός πληθυσμός της. Σχηματικά, το "Η Πόλη και η Πόλη" συνιστά ένα πειραματικό ντοκιμαντέρ, στην ουσία ωστόσο οι Πασσαλής και Τζουμέρκας ξεπερνούν την πρόκληση των εύκολων κατηγοριοποιήσεων, παραδίδοντας ένα τολμηρά θαρραλέο φιλμ.
Το sui generis αποτέλεσμα διασκεδάζει την έννοια του κινηματογραφικού και ιστορικού χρόνου, δίνοντας στην αφήγηση μια απαιτητική μα ικανοποιητική ρευστότητα. Από το Μεσοπόλεμο μεταφερόμαστε στην Κατοχή και από εκεί στο σήμερα μέσα από διαδοχικές σκηνές, διατηρώντας αβίαστα την υφολογική συνοχή. Πράγμα διόλου αυτονόητο, καθώς κάθε σεκάνς αφορά μια λιτά ορισμένη και υπαινικτικά ειπωμένη αναπαράσταση ενός αληθινού και συχνά οδυνηρού γεγονότος. Η διάθεση αφαίρεσης, βασικό χαρακτηριστικό στην αισθητική της ταινίας, υπάρχουν στιγμές που επιδρά εις βάρος του ρυθμού, αλλά ποτέ δε στερεί το φιλμ από τη δύναμη και τη δημιουργική πρωτοτυπία που το χαρακτηρίζουν.
Διότι το "Η Πόλη και η Πόλη" λειτουργεί σα μια ατμοσφαιρική, αποδομημένη αστική συμφωνία, η οποία δίχως να κατονομάζει πάντα τις τοποθεσίες που αφορά, λειτουργεί άριστα. Στην ίσως πιο ανατριχιαστική σκηνή της ταινίας, όταν παρακολουθούμε ηθοποιούς ως Εβραίοι καθώς υπό απειλή όπλου υποβάλλονται σε καψώνια των ναζί και όχι μόνο, με φόντο την κίνηση της τωρινής Λεωφόρου Νίκης. Χώρος και χρόνος συμπυκνώνονται, το παρελθόν γίνεται αόρατα αισθητό, σαν άσχημο όνειρο. Ακριβώς εδώ είναι που επιτελεί απόλυτα το σκοπό του το φιλμ. Γιατί αφού αρνούμαστε τη σκοτεινιά τις ιστορικής μνήμης, αδυνατούμε να εντοπίσουμε τους σύγχρονους κινδύνους.
Οι Πασσαλής – Τζουμέρκας αρθρώνουν μια σειρά από δύσκολες αλήθειες, όπως τη σχέση του Ελευθέριου Βενιζέλου με τους πρωτο-φασιστικούς θύλακες της Θεσσαλονίκης, καθώς αναζητούν τις ρίζες ενός ιστού μισαλλοδοξίας που σήμερα βιώνει μια δυσάρεστη ανανέωση στην πόλη. Κάθε πολιτικό επιχείρημα τεκμηριώνεται με πειστήρια, έτσι ώστε στο τέλος, όσα ακούγονται να καταφέρουν ακόμα και να σφίξουν το στομάχι. Όπως η αναφορά στα φέρετρα των Εβραίων τα οποία καλύφθηκαν από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, αφού προηγουμένως το νεκροταφείο είχε καταστραφεί ολοσχερώς. Ή το πώς κονιορτοποιήθηκαν τα κόκκαλα των νεκρών για να γίνουν οικοδομικό υλικό.
Το εξαιρετικό φινάλε του "Η Πόλη και η Πόλη", το οποίο φυσικά και δε θα προδώσουμε, έρχεται να συμπληρώσει με αμφίσημα συναισθήματα (νοσταλγία, πικρία, χαρά και ρομαντισμός) όσα πολύ σοβαρά έχουν ειπωθεί. Αλλά ταυτόχρονα, μαρτυρά ποσά πολλά ακόμα έχουμε να μάθουμε και να αποδεχθούμε για την εθνική ταυτότητά μας, η οποία ορίζεται από τις αντιφάσεις της.
Από την άλλη, με πολύ ενδιαφέρον παρακολουθήσαμε την τρίτη μικρού μήκους της Σοφίας Γεωργοβασίλη με τίτλο "Αναμνήσεις μιας Εφηβικής Καταιγίδας", η οποία έκανε πρεμιέρα στο τμήμα Generation 14plus. Η ταινία, γυρισμένη γοητευτικά με φιλμ 16mm, αφηγείται τη μέρα στη ζωή ενός 15χρονου κοριτσιού που πρόκειται να βιώσει μια επώδυνη εμπειρία, εν αγνοία της απορροφημένης στη ρουτίνα μητέρας της. Γύρω από την ερμηνεία – έκπληξη της μικρής Δάφνης Πιλ, η Γεωργοβασίλη στήνει ένα χαμηλότονο, σκληρό αλλά ταυτόχρονα τρυφερό δράμα, ικανό να συγκινήσει. Η δημιουργός ίσως αφήνει περισσότερα στη φαντασία από όσο χρειάζεται, αλλά η "μαμά" Μαρία Καλλιμάνη διαθέτει την υποκριτική σιγουριά για να συμπληρώσει τα κενά και να προσθέσει βάρος στο ρόλο με όσα υλικά της δίνονται. Είναι εμφανές πως η Γεωργοβασίλη έχει τη σκηνοθετική άνεση για ένα επόμενο μεγάλου μήκους βήμα (άνετα βλέπαμε σε αυτό το φορμά τις "Αναμνήσεις"), κάτι που αποδείχθηκε και στην προβολή που παρακολουθήσαμε. Η ταινία της Ελληνίδας ήταν μακράν η καλύτερη του slot, κάτι που δηλώνουμε δίχως ίχνος μεροληψίας. Πιστέψτε μας, γιατί σε ορισμένες υποφέραμε…
Κλείνοντας, δεν ξεχνάμε την Άρτεμις Αναστασιάδου και το "Βανκούβερ", το οποίο διαγωνίζεται στο τμήμα Generation Kplus. Η μικρού μήκους είχε κάνει πρεμιέρα στο 44ο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, όπου και απέσπασε τρία βραβεία (ειδικό βραβείο της Επιτροπής, τιμητική διάκριση ανδρικής ερμηνείας για το Βασίλη Κουτσογιάννη, βραβείο της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου). Σε ανταπόκρισή μας, γράφαμε τότε: "Σαν ένα περπατητό road movie αποχωρισμού, αλλά και πρώιμης ενηλικίωσης, το 'Βανκούβερ' συμπυκνώνει με χειροπιαστή τρυφερότητα έναν πολύπλευρο ιστό συναισθημάτων και αγωνιών· όπως το βλέμμα μιας μικρής αδερφής απέναντι στο μεγαλύτερο αδερφό της, την ερήμωση των επαρχιακών κοινωνιών, την επίμονη ανεργία και τη μετανάστευση που απομένει έσχατη επιλογή για τους ανθρώπους κάτω των 20. Το προτέρημα της ταινίας είναι πως αποφεύγει συνειδητά τις μεγαλοστομίες και επικεντρώνεται στη σχέση των δύο ηρώων, καταφέρνοντας έτσι και να αγγίξει αλλά και να σχολιάσει όλα όσα χρειάζεται".
Διαβάστε προηγούμενες ανταποκρίσεις και σχετικά νέα για το 72ο Φεστιβάλ Βερολίνου εδώ.
Ευχαριστούμε την Aegean Airlines για τη συνδρομή της στην πραγματοποίηση του ταξιδιού.