Πέρασαν τρεισήμισι γεμάτες μέρες από την άφιξή μας στο 72ο Φεστιβάλ Βερολίνου, το οποίο ξεκίνησε την περασμένη Πέμπτη (10/2), και όλα δείχνουν back to business… σχεδόν. Ήταν αναμενόμενο πως τα πράγματα αναπόφευκτα δε θα ήταν όπως παλιά, παρότι όλοι δείχνουν να απολαμβάνουν την επιστροφή στην Μπερλινάλε. Το πρώτο πράγμα που "χτυπά" αμέσως στο μάτι αφορά την προσέλευση του κοινού, επαγγελματιών και μη. Ελάχιστες, αν όχι καμία, δημοσιογραφική προβολή δεν είναι γεμάτη παρά το μέτρο της μειωμένης χωρητικότητας, ενώ φέρνει μελαγχολία η εικόνα μιας πρεμιέρας σε αχανείς αίθουσες όπως το Berlinale Palast ή το Friedrichstadt-Palast και αρκετά καθίσματα να είναι άδεια.
Όσον αφορά τους δημοσιογράφους, το φετινό φεστιβάλ έρχεται με συνοδευτικές "προκλήσεις". Εκτός της υποχρεωτικής (πολύ πρωινής) ηλεκτρονικής δέσμευσης μηδενικού εισιτηρίου για τις αντίστοιχες προβολές, όλοι οφείλουν να κάνουν καθημερινά rapid test το οποίο παρέχεται δωρεάν. Εδώ συμβαίνει κάτι που, νομίζω, μόνο στο Βερολίνο μπορεί να γίνει. Τα αυτοσχέδια εργαστήρια που είναι στημένα στην Ποτσντάμερ Στράσε βρίσκονται σε τροποποιημένα παλιά λεωφορεία, τα οποία έχουν διαμορφωθεί έτσι ώστε να μπορούν να γίνονται απρόσκοπτα τα τεστ. Και αν είστε τυχεροί, θα πετύχετε τους αγαπημένους μου ειδικούς (;) οι οποίοι πίσω από το πλαστικό τζάμι χορεύουν χαλαρή chillout house καθώς παίρνουν το δείγμα από την ελάχιστα εκτεθειμένη μύτη σας. 20’ μετά είστε έτοιμοι να μπείτε σε προβολή.
Το τι θα δείτε, βέβαια, είναι μια ολότελα διαφορετική κουβέντα. Η Μπερλινάλε τιμά την παράδοσή της και για ακόμα μια χρονιά έχει στήσει ένα διεθνές διαγωνιστικό τμήμα που όταν δεν προκαλεί ανία ("One Year, One Night", Ισάκι Λακουέστα) υποφέρει από αυτάρεσκο βερμπαλισμό ("Les Passagers de la Nuit", Μίκαελ Χερς & "Robe of Gems", Νατάλια Λόπεζ). Ο Λακουέστα επιχειρεί να μεταφέρει το μετα-τραυματικό στρες ενός ζευγαριού που επιβίωσε της τρομοκρατικής επίθεσης στο Μπατακλάν ως ένα, υποτίθεται, έντονο ρομαντικό δράμα, μόνο που φλυαρεί ανερμάτιστα και αδικεί τους πολύ ταλαντούχους πρωταγωνιστές Νοεμί Μερλάν και Ναουέλ Πέρεζ Μπισκαγιάρ. Από την άλλη, το "Passagers" όταν μεγαλώσει θέλει να γίνει ταυτόχρονα το "Νύχτες με Πανσέληνο" (Ερίκ Ρομέρ, 1984), το "Christiane F." (Ούλι Έντελ, 1980) και το "Η Δική μας Νύχτα" (Λεός Καράξ, 1986). Ε, θα περιμένει πολύ καιρό… Όσο για τη Λόπεζ, καθώς έβλεπα την ταινία της σκεφτόμουν πόσο πασχίζει να μιμηθεί το ύφος του Κάρλος Ρεϊγάδας ("Φως Μετά το Σκοτάδι"), μέχρι που διάβασα πως είναι η σύζυγός του. Άβολο.
Έως τώρα, την παρτίδα σώζει η Κλερ Ντενί χάρη στο "Both Sides of the Blade" ή "Fire" ή "Avec Amour et Acharnement", ομολογουμένως κανείς εδώ στο Βερολίνο δεν έχει καταλάβει σίγουρα πώς τιτλοφορείται η ταινία της σπουδαίας σκηνοθέτριας. Το ουσιαστικό είναι πως, καδράροντας δύο εκ των σταθερών πρωταγωνιστών της (Ζιλιέτ Μπινός και Βενσάν Λιντόν στην πρώτη τους κοινή κινηματογραφική δουλειά), νιώθεις σα να έρχεσαι αντιμέτωπος με πολιορκητικό κριό. Υφολογικά το φιλμ θυμίζει τις δουλειές της Ντενί στα μέσα των ‘90s κι ύστερα ("Nénette et Boni", "Vendredi Soir"), με τα ντεσιμπέλ να χτυπάνε κόκκινο και οι παρορμήσεις να είναι διαπεραστικές. Στα χέρια της δημιουργού τα συναισθήματα γίνονται αθροιστικά υπερόπλο που καταστρέφει τα πάντα στο διάβα του, πόσο δε μάλλον όταν χρησιμοποιείται από τρεις χαρακτήρες που βρίσκονται στο ίδιο ερωτικό τρίγωνο. Ελάχιστα είναι εκείνα που μαθαίνουμε για το παρελθόν τους, ωστόσο, είναι αρκετά για να γίνουν χειροπιαστές οι πιο δυσπρόσιτες υφές και οι αμφίσημες προθέσεις εραστών που αρνούνται τη λογική. Εξάλλου, αρκεί να έχεις ερωτευτεί μία φορά, για να καταλάβεις τι εννοεί ο χαρακτήρας της Μπινός όταν λέει: "Ξεκινά πάλι. Η αγωνία, το κινητό συνέχεια στο προσκεφάλι, η προσμονή κι η καύλα". Σαν ένα θεοσκότεινο μελόδραμα με σποραδικό πικρό χιούμορ, η ταινία φέρνει στην επιφάνεια αδιέξοδα που κατανοούνται μόνο έχοντας βιώσει τη σύγχυση του έρωτα. "Θέλαμε το πάθος να δημιουργεί ηχώ" μου είπε η Ντενί αργότερα, στη συνέντευξη που έδωσε στο "α". "Ήμουν αποπάνω από τους ηθοποιούς μου αδιάκοπα, δεν ήθελα να απομακρυνθώ μακριά τους. Η κάμερα έπρεπε να βρίσκεται εκει". Ως προς το τελευταίο δεν υπάρχει αμφιβολία.
Εκτός διαγωνιστικού, στο πρόγραμμα μας περίμενε μια ακόμα επιστροφή ενός σπουδαίου σκηνοθέτη. Μία μάλιστα, για την οποία χρειάστηκε να περιμένουμε 10 ολόκληρα χρόνια. Ο λόγος για τον μαέστρο του τρόμου Ντάριο Αρτζέντο και το "Dark Glasses". Φανερά συγκινημένος, ο Ιταλός παρουσίασε το slasher λέγοντας απλά, αλλά με έκδηλη ειλικρίνεια, πως το μόνο που ελπίζει είναι η ταινία να είναι σημαντική. Ομολογουμένως, το "Dark Glasses" είναι αρκετά άνισο για να μακροημερεύσει στη μνήμη των μη "αρτζεντικών", ιδιαίτερα από τη μέση και μετά που αρχίζουν να… ζώνουν τα φίδια. Αλλά, γαμώτο, πολύ δύσκολα δε συγκινείται κανείς βλέποντας ένα σκηνοθέτη στα 81 του να επιχειρεί όχι απλά να παραδώσει ένα horror άξιο λόγου, αλλά ακόμα περισσότερο να επιδιώκει να ανανεώσει το κινηματογραφικό βλέμμα του. Διότι, μόνο έτσι μπορεί να διαβάσει ο γράφων την πλοκή του φιλμ που θέλει μια σεξεργάτρια να χάνει την όρασή της και να πρέπει, πια, να βρει ένα νέο τρόπο να βλέπει τον κόσμο, την ώρα που ένας μανιακός δολοφόνος καραδοκεί. Πάντως, το "Dark Glasses" ακόμα και με τις cult πινελιές του, έχει τη σημασία του.
Έπειτα, όσοι αγαπούν τον Νικ Κέιβ είχαν έναν ακόμα λόγο να είναι στο Βερολίνο, καθώς έκανε πρεμιέρα το νέο ντοκιμαντέρ για εκείνον από τον Άντριου Ντόμινικ ("Η Δολοφονία του Τζέσε Τζέιμς Από τον Δειλό Ρόμπερτ Φορντ"), με τίτλο "This Much I Know To Be True". Η ταινία επικεντρώνεται στη δημιουργική σχέση του Κέιβ με το μέλος των Dirty Three και δεξί χέρι του Γουόρεν Έλις, αν και ουσιαστικά αποτελεί ένα ορμητικό live session των δίσκων "Ghosteen" και "Carnage". Ενδιάμεσα υπάρχουν απολαυστικά αποσπάσματα των δύο μουσικών, τα οποία είναι κρίμα να προδώσουμε. Πάντως, στη συνέντευξή μας με τον Ντόμινικ, ο σκηνοθέτης εκμυστηρεύτηκε πώς γνωρίστηκε με τον Κέιβ: "Η πρώτη συναναστροφή που είχα με τον Cave ήταν στις αρχές των '80s, όταν μοιραζόμασταν το ίδιο βαποράκι. Καθόταν σε έναν καναπέ, είχε ακόμα εκείνα τα πυκνά, χαοτικά μαλλιά και παρακολούθησε φτιαγμένος μια τηλεόραση. Όταν το ρώτησα τι βλέπει εκείνος μου γρύλισε. Σίγουρα δεν περίμενα 40 χρόνια μετά να έχω κάνει ταινίες μαζί του". Περισσότερα όταν και όποτε κυκλοφορήσει το ντοκιμαντέρ.
Για το τέλος άφησα τη μοναδική (έως τώρα ελπίζω) ταινία του φεστιβάλ που με βρήκε να τα έχω μπήξει στις 9 το πρωί (ναι, τέτοιες ώρες παίζονται οι δημοσιογραφικές προβολές). Αυτή είναι το "Love Song" του πρωτοεμφανιζόμενου Αμερικανού Μαξ Γουόκερ-Σίλβερμαν. Μια ταινία που φοβόμουν πως είναι απλώς ένα σινεφιλικό thirst trap για μια σειρά από λόγους (φιλμ 16mm, αγαπημένη αλλά "άγνωστοι" καρατερίστες πρωταγωνιστές, χαμηλότονη ιστορία πένθους και αγάπης), αλλά τελικά διαθέτει συντριπτική και καθόλου σοβαροφανή αλήθεια μέσα του. Οι δυστυχώς υποτιμημένοι υποκριτικά Ντέιλ Ντίκι και Γουές Στάντι, αμφότεροι σπουδαίοι εδώ, υποδύονται δύο παλιούς αλλά αποξενωμένους φίλους οι οποίοι σμίγουν ξανά όταν έκαστος έχει χάσει το σύντροφό του. Ο Σίλβερμαν θυμίζοντας έναν λιγομίλητο Γουές Άντερσον και ένα νηφαλιότερο Καουρισμάκι, πλαισιώνει κυρίως το χαρακτήρα της Ντίκι με τέτοια τρυφερότητα, ώστε μονάχα μισό βλέμμα της να σε καταρρακώνει. Σαν άλλο "Lucky" (Τζον Κάρολ Λιντς, 2018), το σπαραξικάρδιο "Love Song" δεν αναλώνεται σε μεγαλοστομίες, παρά εκτείνεται σα μια folk μπαλάντα που σκάει μέσα από τα ραδιοκύματα για να ψελλίσει κάτι μικρό, αλλά πραγματικό: "However long you get with each other, that’s long enough".
Ευχαριστούμε την Aegean Airlines για τη συνδρομή της στην πραγματοποίηση του ταξιδιού.