Πλέον μετράω τις ετήσιες (φεστιβαλικές) εξορμήσεις μου στη Σύρο όπως και τα μπάνια το καλοκαίρι: με απόλαυση και συνέπεια, ώστε να μη χάσω στιγμή από τις σινεφίλ συγκινήσεις που προσφέρει απλόχερα το νησί στους πιστούς του επισκέπτες. Παρότι συνήθως ο Σεπτέμβρης είναι ο μήνας που με βρίσκει να επιβιβάζομαι στη γραμμή του Blue Star, το φετινό ραντεβού ήρθε «εκτός εποχής», ακολουθώντας τη θεματική του Syros International Film Festival (22-26/7) που θέλει από πέρσυ τη διοργάνωση να υιοθετεί ένα πιο συμπτυγμένο αλλά εξίσου πολυσυλλεκτικό φορμά.
Μέσα σε πέντε βραδιές προβολών, το σινεφίλ φεστιβάλ, που μετράει πλέον εννέα χρόνια παρουσίας, κατάφερε και πάλι να μετατρέψει τα πιο απρόσμενα σημεία της πρωτεύουσας των Κυκλάδων σε θερινές αίθουσες, αψηφώντας τα μελτέμια αλλά τηρώντας κατά γράμμα τους περιορισμούς που επιβάλλουν οι τρέχουσες συνθήκες. Από το drive in στη Ντελαγκράτσια – σήμα κατατεθέν της διοργάνωσης – μέχρι το ανοιχτό κολυμβητήριο της Ερμούπολης, στήθηκε μία μικρότερη οθόνη που διασφάλιζε την αντοχή στον επίμονο αέρα, για να φιλοξενήσει το πρόγραμμα που περιλάμβανε από κατά παραγγελία παραγωγές, μέχρι σημαντικές προβολές που συνομιλούσαν, η κάθε μία με το δικό της τρόπο, με την εποχή.
Μετά από την πρεμιέρα της διοργάνωσης με τις λυρικές «Daughters of the Dust» της Τζούλι Ντας στο θερινό σινεμά Παλλάς, η άφιξη μας στο νησί συνοδεύτηκε με την πρώτη παρουσίαση του νέου έργου της εικαστικού Μαρίνας Γιώτη «Launching Ceremony», το οποίο προβλήθηκε στο βιομηχανικό τοπίο του ναυπηγείου του Ταρσανά, υπό τους live ήχους του θέρεμιν της Μέι Ρούσβελτ. Το έργο παρέμεινε στο χώρο με τη μορφή εγκατάστασης, για να συνδιαλεγεί με τα πλεούμενα που ανακατασκευάζονται στο σημείο που πάντα αποτελεί από τα σταθερά hotspots του φεστιβάλ.
Μιλώντας για τα ετήσια ραντεβού, το SIFF έκανε και φέτος μια στάση στην Ποσειδωνία για το drive in, την αμερικανική συνήθεια που έγινε λατρεία στη Σύρο πριν φτάσει ακόμα στην Αθήνα. Το φετινό double bill ήταν πολύ δυνατό για να επιτρέψει στους θεατές να πτοηθούν από τον αέρα που διαπερνούσε όσους δεν είχαν την τύχη να φτάσουν με τα αυτοκίνητά τους, συγκεντρώνοντας αρκετό κόσμο, έτοιμο να παρακολουθήσει ταινίες που διατρέχουν την πορεία από τη ζωή στο θάνατο και πίσω: πρώτα το ουμανιστικό «A Matter of Life and Death» των Μάικλ Πάουελ και Έμερικ Πρεσμπέργκερ και έπειτα το αριστουργηματικό «Beau Travail» της Κλερ Ντενί που καταφέρνει, χάρη σε έναν ανατριχιαστικό Ντενί Λαβάντ και τη δυναμική χορογράφηση σωμάτων και κάμερας να αποδομήσει μέσα σε μιάμιση ώρα ματσίλα και αποικιοκρατία. Οι κόρνες των αυτοκινήτων, που πήραν τη θέση των χειροκροτημάτων ήταν αρκετές για να συμπυκνώσουν την επιτυχία της προβολής.
Το βράδυ της Κυριακής 25 του μήνα, μας βρήκε μπροστά στην άδεια πισίνα του ανοιχτού κολυμβητηρίου της Ερμούπολης, να βυθιζόμαστε στην παράνοια που δημιούργησε ένας άλλος ιός. Στα «Χρόνια της Μεγάλης Ζέστης», την τελευταία ταινία της Φρίντας Λιάπα, ένας μεταδοτικός ιός σε συνδυασμό με υψηλές θερμοκρασίες ξεκλειδώνουν τις τραυματικές μνήμες ενός αναπόφευκτου ζευγαριού, φτάνοντας τους στην κατάρρευση, με τους άθελους παραλληλισμούς της ταινίας με την πραγματικότητα να μας καθηλώνουν στις κερκίδες – τουλάχιστον μέχρι το φεγγάρι να ανατείλει ολόγιομο και κατακόκκινο πίσω από την οθόνη, και πάνω από την πανσέληνο που τους φωτίζει και να ξεκινήσει η μουσική περφόρμανς του Κωστή Δρυγιανάκη, πάνω στη βωβή ταινία του Μιχαήλ Καλατόζοβ «Salt for Svanetia».