Ήταν η ταινία που έκανε αίσθηση στο φεστιβάλ Βενετίας, αφού έγραψε ιστορία ως η πρώτη ελληνική που «ανοίγει» το διεθνές διαγωνιστικό τμήμα Ορίζοντες. Ακολούθησαν οι διθύραμβοι της διάσημης ηθοποιού Κέιτ Μπλάνσετ, η οποία ανέλαβε προσωπικά την προώθηση της ταινίας στις ΗΠΑ ως executive producer. Και έπειτα, τα «Μήλα» επιλέχθηκαν ως η επίσημη ελληνική πρόταση στα 93α βραβεία Όσκαρ, για να φτάσουν λίγο πριν τις οριστικές υποψηφιότητες στην κατηγορίας καλύτερης διεθνούς παραγωγής. Το περασμένο φθινόπωρο, λίγο πριν το δεύτερο lockdown και όταν ακόμα ήταν στον «αέρα» η πρεμιέρα της ταινίας, συναντηθήκαμε με το Χρήστο Νίκου στο κέντρο της Αθήνας, για να μάθουμε λεπτομέρειες γύρω από το φιλμ, το οποίο θέλει τους Άρη Σερβετάλη και Σοφία Γεωργοβασίλη να προσβάλλονται ξαφνικά από αμνησία και να προσπαθούν να αποκαταστήσουν τις ζωές τους.
Οι περισσότεροι σε γνωρίζαμε ως «ο βοηθός του Γιώργου Λάνθιμου». Πως ξεκίνησε όμως η ενασχόλησή σου με το σινεμά;
Τα πάντα καθορίστηκαν από τη στιγμή που είδα για πρώτη φορά το «Truman Show». Έκτοτε ήξερα μέσα μου τι ήθελα να κάνω. Να δημιουργώ κινηματογραφικούς κόσμους από την αρχή, πειράζοντας γνώριμα συστατικά των κοινωνιών όπως τις ξέρουμε. Όταν έγινα 18, λοιπόν, προσπάθησα να σπουδάσω κινηματογράφο, αλλά για οικονομικούς λόγους δεν μπόρεσα. Έτσι, έδωσα πανελλήνιες και πέρασα στο Οικονομικό της Νομικής. Ήθελα όμως να βρω τρόπο να ασχοληθώ με το σινεμά, παρότι δεν ήξερα πώς. Μέχρι που κάποια στιγμή συνειδητοποίησα πως αγαπημένοι μου σκηνοθέτες, τότε, όπως ο Γουόνγκ Καρ-Βάι και ο Τομ Τίκβερ είναι αυτοδίδακτοί. Οπότε σκέφτηκα, ΟΚ, αφού μπορούν να το κάνουν αυτοί, θα το κάνω κι εγώ. Ξεκίνησα βλέποντας όλη μέρα ταινίες, τα πάντα…. Κάποια στιγμή εκείνη την περίοδο διάβασα στο ίντερνετ τη σύνοψη του «Κυνόδοντα», η οποία αμέσως μου φάνηκε εξαιρετική. Ένιωσα πως αυτή είναι μια ταινία στην οποία πρέπει να δουλέψω. Για αυτό, χωρίς να ξέρω κανέναν απολύτως στο χώρο, πήρα τηλέφωνο στην εταιρία παραγωγής και ζήτησα να δουλέψω στην ταινία ως βοηθός σκηνοθέτη. Κλείσαμε ραντεβού και χάρη στο συνδυασμό τύχης και όσων κινηματογραφικών γνώσεων είχα τότε, έπιασα δουλειά.
Είναι φοβερό πώς τα κατάφερες, αλλά δεν ένιωσες άγχος γνωρίζοντας ότι πας σε μια επαγγελματική παραγωγή χωρίς να έχεις βρεθεί ποτέ ξανά σε γύρισμα;
Εννοείται, στο σετ ρωτούσα τους πάντες για το παραμικρό, ώστε να εξοικειωθώ όσο πιο γρήγορα γίνεται. Δεν ήταν καθόλου εύκολο. Από την άλλη, η διαδικασία ήταν τόσο δημιουργική που πήρα απίστευτα πράγματα από αυτήν. Μου έδωσε τα εφόδια για να συνεχίσω να δουλεύω ως βοηθός σε αρκετές ταινίες, μέχρις ότου μπορέσω να κάνω τα δικά μου πράγματα. Γιατί, παρότι σενάρια έγραφα από πολύ νωρίτερα, δεν γνώριζα ποια είναι ακριβώς η διαδικασία ώστε να πάρουν μπρος.
Μια από τις δουλειές που αναφέρεις ήταν και στο «Πριν τα Μεσάνυχτα» με τον Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ.
Πράγματι, ήταν μια πολύ ωραία εμπειρία, αν και όχι κάτι το υπερμέγεθες όπως θα περίμενε κάποιος από μια χολιγουντιανή παραγωγή. Χάρη στον τρόπο που γυρίστηκε η ταινία υπήρχε μια οικειότητα μεταξύ μας. Προσωπικά συμπάθησα πάρα πολύ τον Ίθαν Χοκ, ο οποίος είναι και τρομερά σινεφίλ. Μιλήσαμε κιόλας για τις ταινίες που έχει σκηνοθετήσει και ξαφνιάστηκε που κάποιος στην Ελλάδα τις είχε δει. Όσο για τον Λινκλέιτερ, είναι σπουδαίος δημιουργός. Συγκεκριμένα την τριλογία των «Πριν...» τη λατρεύω.
Ήταν το «Μήλα» ένα από τα πρώτα σου σενάρια;
Η αλήθεια είναι πως όχι, αν και όλα τους μοιράζονται πολλά στοιχεία μεταξύ τους. Όπως το ότι σε όλα προσπαθώ να δημιουργήσω έναν καινούριο κόσμο με κάποια ξεχωριστά στοιχεία. Θυμάμαι στην πρώτη μικρού μήκους που έγραψα, είχα φανταστεί ένα σύμπαν όπου οι άνθρωποι κάπνιζαν αόρατα τσιγάρα και φορούσαν αόρατα ρολόγια. Πλάκα είχαν αυτές οι ιδέες, αλλά δε νομίζω πως θα χρησιμοποιήσω ποτέ μελλοντικά κάτι από αυτά.
Επομένως πώς εμπνεύστηκες τα «Μήλα»;
Μέσα από την προσπάθειά μου να διαχειριστώ την απώλεια του πατέρα μου. Άρχισα να αντιλαμβάνομαι τη συμπεριφορά της μνήμης, πώς λειτουργεί επιλεκτικά και πώς διαγράφει κάτι που μας πληγώνει. Κατέληξα στο συμπέρασμα πως, μάλλον, είμαστε όλα όσα δε ξεχνάμε. Ταυτόχρονα, σκεφτόμουν τον πατέρα μου και θυμόμουν ότι έτρωγε πάρα πολλά μήλα, επτά με οκτώ την ημέρα. Στη συνέχεια, κάνοντας έρευνα διαπίστωσα πως τα μήλα συνδέονται με την ανάπτυξη δυνατής μνήμης, ένα ακόμα χαρακτηριστικό του πατέρα μου. Έτσι, αναζήτησα τον τρόπο που η προσωπική εμπειρία μου θα μπορούσε να αποκτήσει έναν οικουμενικό χαρακτήρα μέσα από μια ιστορία.
Ομολογουμένως πρόκειται για ευκολία, ωστόσο πώς εκλαμβάνεις τις συγκρίσεις που γίνονται με τον Γιώργο Λάνθιμο;
Εντάξει, το έχω συνηθίσει πια, μιας και στο εξωτερικό όλες οι κριτικές ξεκινούν από το συγκεκριμένο θέμα προτού σχολιάσουν οτιδήποτε άλλο. Πάντως, εκεί που καταλήγουν συνήθως είναι στο ότι τα «Μήλα» έχουν κάρδια, σε αντίθεση με τις περισσότερες ταινίες του Γιώργου, για τον οποίο αρκετοί κριτικοί μου έχουν πει πως εκείνος δεν αγαπάει τους χαρακτήρες του. Εν πάση περιπτώσει, πιστεύω πως ο καθένας έχει εκείνα τα στοιχεία που τον κάνουν ξεχωριστό, παρά τα όποια στοιχεία ενδεχομένως μοιράζονται.
Προφανώς και υπάρχουν διαφορές, αλλά κάποια κοινά χαρακτηριστικά του ύφους σας, όπως το παράδοξο και η αμηχανία, μοιάζει να είναι συμπτώματα της εποχής μας. Το πιστεύεις;
Ναι, νιώθω πως ζούμε σε μια ιδιότυπη δυστοπία. Όχι μόνο λόγω των συνθηκών που δημιούργησε η πανδημία, αλλά και από πριν. Μιλάω λαμβάνοντας υπόψη ειδικά το κομμάτι της επικοινωνίας, στο οποίο υπολογίζοντας την επίδραση των social media, έχουμε αλλοτριωθεί σημαντικά.
Πάντως στα «Μήλα» κατάφερες να σμιλέψεις ένα αυθύπαρκτο σύμπαν, χρησιμοποιώντας μεταξύ άλλων και αναχρονισμούς που δίνουν μια παραξενιά σε κάτι οικείο, όπως τα λεωφορεία.
Θέλαμε ως βάση τα πάντα να είναι αναλογικά. Γιατί θεωρώ πως σε γενικές γραμμές, ένας από τους λόγους που σήμερα εξασθενεί η μνήμη οφείλεται στην τεχνολογία. Έχει παρεισφρήσει τόσο στις ζωές μας που πλέον παίζει ρυθμιστικό παράγοντα σε αυτές. Δεν αποθηκεύονται πράγματα όπως παλιά στο μυαλό μας, παρά σε προϊόντα της Apple. Λέω συχνά πως για αυτό ονομάσαμε «Μήλα» την ταινία. (γέλια) Έτσι, δε θέλαμε σίγουρα να υπάρχουν κινητά στην ταινία. Έπειτα, οι αποστολές που κάνει ο χαρακτήρας του Άρη Σερβετάλη προσιδιάζουν στις καμπάνιες που συνήθως γίνονται μέσω των social media. Σα δηλαδή, τις περιπτώσεις που για να κερδίσεις κάτι πρέπει να πας σε ένα συγκεκριμένο μέρος, να βγάλεις μια selfie και έπειτα να την αναρτήσεις με προεπιλεγμένα hashtags. Με αυτόν τον τρόπο, αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον να τραβηχτεί η εν λόγω φωτογραφία, παρά να ζήσουμε τη στιγμή. Κάτι τέτοιο βιώνουν και οι ήρωες της ταινίας.
Το «app» βέβαια το χειρίζεται ο Αργύρης Μπακιρτζής... (γέλια)
Ακριβώς, τον οποίο τον επιλέξαμε μαζί με την Άννα Καλαϊτζίδου γιατί παρότι πείθουν ως γιατροί, προκαλούν και μία απορία για το ποιοι πραγματικά είναι. Είναι λίγο «πειραγμένοι», σαν το κόσμο που επιχειρήσαμε να φτιάξουμε. Βέβαια, στην περίπτωση του Αργύρη ο ρόλος γράφτηκε πάνω του, γιατί θέλαμε οπωσδήποτε να έχουμε τη φωνή του στις κασέτες. Όταν τον προσέγγισα για να παίξει, μου εκμυστηρεύτηκε πως είναι ηθοποιός μόνο ενός σκηνοθέτη, του Σταύρου Τσιώλη. Αλλά, ευτυχώς, αφού διάβασε το σενάριο αποδέχθηκε αμέσως.
Τις αφύσικες πτυχές του ρεαλισμού της ταινίας έρχονται να συμπληρώσουν οι τοποθεσίες του κέντρου της Αθήνας στις οποίες γυρίστηκε.
Σύμφωνα με το αρχικό πλάνο τα γυρίσματα θα γίνονταν στο εξωτερικό. Αναζητούσαμε μια απρόσωπη πόλη η οποία μπορεί να ξεγελάει για το ποια πραγματικά είναι. Διότι, δυστυχώς, η Αθήνα δεν έχει σημεία που να βολεύουν για κάτι τέτοιο. Βρίσκεις μια ωραία γωνία, κινείς ελάχιστα την κάμερα και εξαφανίζεται αυτό που έβλεπες. Λόγω έλλειψης προϋπολογισμού, όμως, αναγκαστήκαμε να γυρίσουμε εδώ και να δουλέψουμε με όσα σημεία μας εξυπηρετούν.
Εν τέλει, όμως, το εξωτερικό προέκυψε με έναν άλλο τρόπο. Η απήχηση που είχαν τα «Μήλα» ήταν έντονη κι είναι ενδεικτική η εμπιστοσύνη που της έδειξε η Κέιτ Μπλάνσετ, αφού την είδε στο φεστιβάλ Βενετίας. Θα σκεφτόσουν μια καριέρα εκτός Ελλάδος;
Εκείνο που πρωτίστως με απασχολεί είναι να γυρίζω ταινίες χωρίς να χρειάζεται να περιμένω έξι χρόνια κάθε φορά. Η ευνοϊκή πορεία που είχαμε τώρα δημιούργησε κάποιες προϋποθέσεις για να συμβούν πράγματα εκτός Ελλάδος, αλλά ακόμη τίποτα δεν είναι οριστικό. Ελπίζω, πάντως, κάποιες προτάσεις να προχωρήσουν.
Περισσότερες πληροφορίες
Μήλα
Μέσα σε μια παγκόσμια πανδημία που προκαλεί ξαφνική αμνησία, ο Άρης ακολουθεί ένα πρόγραμμα ανάρρωσης που έχει σχεδιαστεί για να βοηθήσει τους μη «αναγνωρισμένους» ασθενείς να δημιουργήσουν νέες ταυτότητες.