Ήταν Πρωτομαγιά του 1961 όταν στις μαρκίζες των ελληνικών κινηματογράφων έκανε την εμφάνισή της η νέα, τότε, ταινία του μαέστρου του σασπένς Άλφρεντ Χίτσκοκ. Το «Ψυχώ» έπιασε απροετοίμαστο όχι μόνο το παγκόσμιο κοινό, το οποίο βίωνε ένα πρωτόγνωρο σοκ στη σκοτεινή αίθουσα, αλλά και τους ίδιους τους κινηματογραφιστές οι οποίοι έβλεπαν το σινεμά να αλλάζει μπροστά στα μάτια τους. Πώς όμως τα κατάφερε όλα αυτά μία μόλις ταινία και γιατί εξακολουθούμε σήμερα να μιλάμε για αυτήν;
Μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή, ο κινηματογράφος υπηρετούσε ως βασικό στόχο τη ψυχαγωγία των θεατών. Ήταν το μέρος όπου, όπως έχει τονίσει ο κριτικός του Variety Όουεν Γκλάιμπερμαν, ο κόσμος ερχόταν για να διασκεδάσει, να συγκινηθεί και να φοβηθεί, αλλά γνωρίζοντας ενδόμυχα πως στο τέλος όλα θα πάνε καλά, όπως επιβάλλει η χολιγουντιανή αφηγηματική επιταγή. Το «Ψυχώ» διασκέδασε αυτήν την άτυπη συμφωνία σινεμά-κοινού, ανατρέποντας όχι μόνο τις προσδοκίες αλλά και την αίσθηση της ασφάλειας που διακατείχε τους τελευταίους. Και τα πάντα ξεκίνησαν να καταρρέουν όταν ο χαρακτήρας της Τζάνετ Λι αποφασίζει, απλώς, να κάνει ένα ντους. Φυσικά, όσοι δεν έχουν δει την ταινία καλό θα ήταν να παραβλέψουν τις παρακάτω σκηνές, καθώς αναλύεται η σκηνή που «γέννησε» την ιδέα του spoiler. Συνεχίζετε με δική σας ευθύνη...
Όλα όσα ανάγουν το σινεμά στην πιο γοητευτική ψευδαίσθηση, το πιο εθιστικό τρικ, βρίσκονται στα κάτι παραπάνω από τρία λεπτά που διαρκεί η διάσημη σκηνή του ντους, την οποία συμπεριλάβαμε στο αφιέρωμα του «α» με τις 100 καλύτερες όλων των εποχών. Εδώ η διαλεκτική του μοντάζ που σύστησαν οι Σεργκέι Αϊζενστάιν και ο Λεβ Κουλέσωφ (στο περίφημο πείραμά του) τελειοποιείται, η ικανότητα της κινούμενης εικόνας να γεννά διαπεραστικά συναισθήματα οξύνεται, ενώ η δημιουργική δεξιοτεχνία των συντελεστών όχι απλώς συμβάλλει στην κατασκευή ενός σοκαριστικού ενσταντανέ, αλλά ταυτόχρονα ανατρέπει αφηγηματικές συμβάσεις και παρακάμπτει το ψαλίδι του λογοκριτή. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα αψεγάδιαστο δείγμα ατόφιου σινεμά στο οποίο η συγκίνηση συνοδεύεται από πρωτοτυπία και καλλιτεχνική τόλμη. Για να συμβεί όμως χρειάστηκε πρώτα ο Χίτσκοκ να χρηματοδοτήσει μέρος της παραγωγής, κάτι που η Paramount αρνήθηκε να κάνει, και στη συνέχεια να περάσει μία ολόκληρη εβδομάδα με τους συνεργάτες του ώστε να ολοκληρωθεί το γύρισμα της σκηνής. Στο χαρτί, βέβαια, δε φαίνεται ο λόγος που χρειάστηκε τόσος χρόνος στο πλατό. Το σενάριο λέει πως η Μάριον Κρέιν (Τζάνετ Λι) αποφασίζει να κάνει ένα μπάνιο, προτού πέσει για ύπνο στο ξενοδοχείο όπου κρύβεται, μαζί με τα χρήματα που έχει κλέψει. Λίγα λεπτά αφού ανοίξει ανυποψίαστη την ντουζιέρα, μια μυστηριώδης μορφή εισβάλει αθόρυβα και τη σκοτώνει μετά από ένα σερί δολοφονικών μαχαιριών. Πρόκειται για μια, στη θεωρία, συμβατική σκηνή δολοφονίας, η οποία ωστόσο αποδείχθηκε σημείο τομής στην ιστορία του σινεμά.
Το πρώτο βήμα για να αποκτήσει τέτοια διάσταση έκανε ο περίφημος σχεδιαστής Σολ Μπας, τα storyboards του οποίου διαίρεσαν τη δράση καρέ-καρέ ώστε να αποτυπωθεί ακριβώς ο τρόπος που ο Χίτκσοκ φανταζόταν τη σκηνοθεσία της σκηνής (κάποιοι προσδίδουν την «πατρότητα» της σύλληψης στον Μπας). Σύμφωνα με αυτήν η κάμερα ακολουθεί την ηρωίδα την ώρα που μπαίνει στο μπάνιο και κλείνει την πόρτα, μάλιστα η ηθοποιός την τσεκάρει κιόλας, γδύνεται και μπαίνει στο ντους. Ήδη, από την πρώτη στιγμή, εξασφαλίζεται ένα αίσθημα ασφάλειας ενώ το γεγονός πως στη δράση συμμετέχει η πρωταγωνίστρια αποδιώχνει όποια προσδοκία πως κάτι εξαιρετικά δραματικό πρόκειται να της συμβεί. Ταυτόχρονα, ο θεατής ασυνείδητα ταυτίζεται με την ηρωίδα καθώς αντικρύζει μια οικεία εμπειρία, μα πρωτίστως, ένα κοινό άγχος• όλοι έχουμε αισθανθεί ορισμένες φορές αγωνία όντας στο μπάνιο, γυμνοί κι εν δυνάμει εκτεθειμένοι σε απρόβλεπτο κίνδυνο. Πόσω δε μάλλον εάν βρισκόμαστε, όπως η ηρωίδα, σε ένα ξένο περιβάλλον (άραγε αυτός ο φόβος να προϋπήρχε του «Ψυχώ»;). Στη συνέχεια η κάμερα «μπαίνει» μαζί με την ηθοποιό στην ντουζιέρα, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους θεατές να αντιληφθούν τη στενόχωρη γεωγραφία και μαζί τη θολή κουρτίνα πίσω από τη γυναίκα. Την πρώτη φορά που απεικονίζεται δεν υπάρχει τίποτα, την επόμενη όμως η σκοτεινή απειλή κάνει την εμφάνισή της. Έτσι οι παθητικοί θεατές τρομάζουν πρώτοι κι είναι ανήμποροι να βοηθήσουν το εντός ολίγου θύμα.
Ο καταιγισμός των μαχαιριών που ακολουθεί συμβαδίζει με τα 52 κοψίματα του μοντέρ Τζορτζ Τομασίνι, ο οποίος πετυχαίνει να απογειώσει ακόμα περισσότερο το σοκ των θεατών, που αντικρίζουν τη μέχρι πρότινος πρωταγωνίστρια να πεθαίνει. Διότι στην πραγματικότητα κανείς μας δε «βλέπει» τη δολοφονία, όσο τη νιώθει. Μέσω των κοντινών πλάνων στο πρόσωπο και το σώμα της Λι, το μαχαίρι και τον εγκληματία, ο θάνατός της υπαινίσσεται. Κατασκευάζεται δηλαδή εξ ολοκλήρου στο μυαλό, νιώθουμε, όχι απλώς παρατηρούμε όσα συμβαίνουν. Την ίδια στιγμή, καθοριστικό είναι το score του Μπέρναρντ Χέρμαν. Ο συνθέτης χρησιμοποιεί τα έγχορδα που έως τότε στο σινεμά ήταν συνυφασμένα με την ευφορία, για να τα μετατρέψει σε όπλα, αφού οι δοξαριές πέφτουν σα μαχαιριές, πνίγοντας τα ουρλιαχτά της τραγικής Λι. Έτσι επιτυγχάνεται ένα μοναδικό μέγεθος επίδρασης που καθίσταται ακόμα πιο εντυπωσιακός, εάν αναλογιστούμε πως η σκηνή είναι γυρισμένη σε ασπρόμαυρο φιλμ. Θεμελιώδης ως προς αυτό ήταν η συνδρομή του διευθυντή φωτογραφίας Τζον Ράσελ, ο οποίος εκτός του ότι κατασκεύασε ειδικές εξαρτήσεις για τα γυρίσματα της ντουζιέρας, άλλαξε το στήσιμο του σετ 78 φορές, έτσι ώστε τα κάδρα και ο φωτισμός τους να είναι αλάνθαστα. Είναι δε τόσες πολλές οι φορές που αλλάζει η γωνία λήψης στο πέρας της σκηνής, ώστε ο Ράσελ πετυχαίνει ένα μικρό άθλο. Εν τέλει, η δράση ολοκληρώνεται με δύο κοντινά, πρώτα στο σιφόνι όπου κυλάει το αίμα της Μάριον κι αμέσως μετά, στην ίριδα της άψυχης γυναίκας. Η ζωή της έχει χαθεί μάταια, όπως το νερό που συνεχίζει να τρέχει.
Στην εποχή της αυτή η σκηνή και κατ’ επέκταση η ταινία, άλλαξαν εξ ολοκλήρου το κινηματογραφικό παιχνίδι. Έκαναν μια ριζοσπαστική πράξη, αλλάζοντας κατά τη διάρκεια της αφήγησης τον πρωταγωνιστή με μια ανατροπή τόσο συνταρακτική που εισήγαγε την πρώιμη έννοια του spoiler, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Με το μοντάζ ξεγέλασαν τους λογοκριτές που εφάρμοζαν τον κώδικα Χέιζ, ώστε να πειστούν πως αυτό που βλέπουν δεν είναι στ’ αλήθεια αυτό που νομίζουν, δηλαδή γύμνια και αίμα. Παράλληλα, για να επικαλεστούμε ξανά τον Γκλάιμπερμαν, η ταινία εισήγαγε μια νέα εκδοχή του κακού. Ο κίνδυνος πλέον δεν μπορεί να προέρχεται μόνο από μυθικά τέρατα όπως ο Γκοτζίλα ή ο Κινγκ Κονγκ, αλλά παίρνει επίσης τη μορφή διεστραμμένων δολοφόνων, αντρών της διπλανής πόρτας.
Εξήντα χρόνια μετά, ο κόσμος είναι πολύ πιο τρομακτικός από εκείνον όπου κυκλοφόρησε το «Ψυχώ». Η δύναμη της ταινίας όμως παραμένει απαράλλακτη, διότι χειρίζεται ισόποσα τα βαθύτερα ένστικτα και τις υποσυνείδητες αγωνίες, την ίδια στιγμή που προσφέρει απλόχερη ψυχαγωγία. Και πάντα στο σινεμά, δεν υπάρχει τίποτα πιο δελεαστικό από το να κοιτάμε κατάματα το φόβο, γνωρίζοντας πως αυτός θα πάψει μαζί με τους τίτλους τέλους.