Στη συνέχεια της αντίστροφης μέτρησης των καλύτερων κινηματογραφικών σκηνών στην ιστορία του σινεμά, μεταφερόμαστε από το «Μανχάταν» του Γούντι Άλεν στο δυστοπικό λυρισμό του «Blade Runner», κι από το ρομαντισμό του Τσάρλι Τσάπλιν στα «Φώτα της Πόλης» στα τερτίπια της Μέριλιν Μονρό στο «Εφτά Χρόνια Φαγούρα».
Οι 100 καλύτερες σκηνές στην ιστορία του σινεμά: 40 – 31
40. Βαρκάδα στο σεληνόφως – «Η Νύχτα του Κυνηγού» (Τσαρλς Λότον, 1955)
Σκοτεινό παραμύθι, ιστορία ενηλικίωσης, ευαγγελική παραβολή και ταινία τρόμου, η μοναδική σκηνοθετική απόπειρα του Βρετανού ηθοποιού Τσαρλς Λότον είναι ένα ολότελα αταξινόμητο φιλμ, πλήρως παραγνωρισμένο στην εποχή του. Η φιγούρα του Χάρι Πάουελ (Ρόμπερτ Μίτσαμ), παρανοϊκού ιεροκήρυκα και γοητευτικού serial killer, παραμένει μια από τις εντυπωσιακότερες ενσαρκώσεις του κακού στα κινηματογραφικά χρονικά και η νυχτερινή διαδρομή των δυο μικρών παιδιών στο ποτάμι, τα οποία ξεφεύγουν την τελευταία στιγμή από τα χέρια του με τη βάρκα τους, ένα λυρικό, υποβλητικό ταξίδι ως τα σύνορα της φαντασίας και στην καρδιά μιας αγροτικής Αμερικής γεμάτη ειδυλλιακές όσο και εφιαλτικές εικόνες. Διαβάστε την κριτική της ταινίας εδώ.
39. Πάρ’ το πάλι απ’ την αρχή – «Μανχάταν» (Γούντι Άλεν, 1979)
«Κεφάλαιο πρώτο: Λάτρευε την Νέα Υόρκη. Την είχε είδωλο πέρα από κάθε μέτρο. Εε, όχι, κάντο ήταν η ρομαντική εμμονή του πέρα από κάθε μέτρο. Καλύτερα. Για αυτόν, ανεξάρτητα από την εποχή του χρόνου, ήταν ακόμα μια πόλη που υπήρχε σε άσπρο και μαύρο και η καρδιά της χτυπούσε στο ρυθμό των υπέροχων μελωδιών τού Τζορτζ Γκέρσουιν. Ωχ, όχι, επιτρέψτε μου να ξεκινήσω ξανά». Κανείς κινηματογραφιστής δεν αποθέωσε την Νέα Υόρκη περισσότερο από τον Γούντι Άλεν, ο οποίος της έστειλε με το «Μανχάταν» το πιο συγκινητικό ερωτικό γράμμα. Μια ταινία για έναν νευρωτικό διανοούμενο και τη σχέση του με τις γυναίκες, αλλά και την πόλη που αγαπά, την αρχετυπική σύγχρονη μητρόπολη που ξεπροβάλλει γοητευτική μέσα από τα πρώτα ασπρόμαυρα πλάνα. Υπό τους ήχους της «Γαλάζιας ραψωδίας» του Γκέρσουιν, το μυθοπλαστικό αυτό ντοκιμαντέρ ξεκινά με τον ίδιο τον Άλεν να δοκιμάζει διαφόρους τρόπους για να της εκφράσει τα συναισθήματά του, καταλήγοντας: «Κεφάλαιο πρώτο: Ήταν τόσο σκληρός και ρομαντικός όσο η πόλη που αγαπούσε. Πίσω από τα μαύρα γυαλιά του παραμόνευε η κουλουριασμένη σεξουαλική δύναμη μιας αγριόγατας. Ω, μου αρέσει αυτό. Η Νέα Υόρκη ήταν και θα ήταν για πάντα η πόλη του».
38. Το μοντάζ του έρωτα – «Μετά τα Μεσάνυχτα» (Νίκολας Ρεγκ, 1973)
Οι αισθησιακές σκηνές στην ιστορία του σινεμά είναι αναρίθμητες. Από τον ριζοσπαστικό οργασμό της Χέντι Λαμάρ στο «Ecstasy» (Γκουστάβ Μασάτι, 1933) μέχρι την ερωτική σκηνή ανάμεσα στην Αντέλ Εξαρχόπουλος και τη Λεά Σεϊντού στη «Ζωή της Αντέλ» (Αμπντελατίφ Κεσίς, 2013), το σεξ στη μεγάλη οθόνη εξιτάρει διαχρονικά τη φαντασία του κοινού. Ο Νίκολας Ρεγκ ωστόσο, σε ένα έτσι κι αλλιώς αριστουργηματικό φιλμ, με τη βοήθεια του μοντέρ Γκρέιαμ Κλίφορντ και τις ερμηνείες των Τζούλι Κρίστι – Ντόναλντ Σάδερλαντ, στήνει την απόλυτη ερωτική σκηνή. Η σεξουαλική ένταση του παντρεμένου ζευγαριού ξεκινά υπόκωφα, σαν από ατύχημα, προτού απογειωθεί κατακόρυφα. Ενδιάμεσα, ο Κλίφορντ πλαισιώνει την ερωτική πράξη με συνειρμούς, καθώς οι σκέψεις των συντρόφων ακυρώνουν τη γραμμικότητα του χρόνου. Σκέψεις για το πριν και το μετά της συνεύρεσης, φευγαλέα μειδιάματα και μικρά αγγίγματα γίνονται ένα με τα σώματα των ηθοποιών. Οι οποίοι ερμηνεύουν με την οικειότητα δύο παλιών γνώριμων που παραδίδονται σε αιφνίδιο πάθος. Δεν είναι όμως η αυθεντικότητα μόνο της σκηνής που την κάνει σπουδαία, αλλά και ο τρόπος που τη χειρίζεται αφηγηματικά ο Ρεγκ. Διότι αυτή η είναι η κομβική στιγμή που το αποξενωμένο ερωτικά ζευγάρι επανενώνεται, για λιγοστά λεπτά το άλγος του πένθους τους ελαφραίνει, ενώ υπαινίσσεται μια ενδεχόμενη γονιμοποίηση. Έτσι, υποσυνείδητα ενισχύεται ο τρόμος του ανατρεπτικού τέλους, όταν οι φόβοι των ηρώων γίνονται και δικοί μας. Διαβάστε την κριτική της ταινίας εδώ.
37. Μην το πεις ούτε του Τσαζ Παλμιντέρι – «Συνήθεις Ύποπτοι» (Μπράιαν Σίνγκερ, 1995)
Μια φαινομενικά τυχαία αναγνώριση υπόπτων οδηγεί στο σχηματισμό μιας συμμορίας και ακολούθως σε ένα πλωτό αιματηρό πιστολίδι, που αναπόφευκτα προκαλεί το ενδιαφέρον της αστυνομίας. Κύριος ερευνητής της υπόθεσης είναι ο χαρακτήρας που υποδύεται ο Τσαζ Παλμιντέρι, ο οποίος ακούει συνεχώς για κάποιον Κάιζερ Σόζε, αλλά Κάιζερ Σόζε δε βλέπει. Το μυστήριο πρόσωπο που κρύβεται πίσω από όλα γνωρίζει κάποιος από τους υπόπτους, μόνο που κανείς δε «σπάει» και η υπόθεση συνεχώς περιπλέκεται. Το βραβευμένο με Όσκαρ δεξιοτεχνικό σενάριο του Κρίστοφερ ΜακΚουάρι, εμπνευσμένο από τις αφηγηματικές δομές των «Διπλή Ταυτότητα» (Μπίλι Γουάιλντερ, 1944) και «Πολίτη Κέιν» (Όρσον Γουελς, 1941), μπλέκει τις δράσεις και τους χρόνους, χρησιμοποιεί μπόλικους διαλόγους αλλά και τη φωνή off, ώστε να αποπροσανατολίσει το θεατή και να τον βάλει στη φάκα. Δηλαδή, να συμμετέχει στην άγνοια των αστυνομικών και να ακολουθήσει καλή τη πίστη όσα κάνουν οι κακοποιοί πρωταγωνιστές, προτού βρεθεί με ανοιχτό το στόμα απέναντι στην αλήθεια. Η ανατροπή που υφαίνεται αδιόρατα σε κοινή θέα καθ’ όλη τη διάρκεια, έγινε συνώνυμη με την ταινία. Η οποία, με τη σειρά της, κέρδισε μια θέση μεταξύ των διασημότερων κινηματογραφικών spoilers, χαρίζοντας ταυτόχρονα το πρώτο Όσκαρ (β’ αντρικού ρόλου) στον Κέβιν Σπέισι.
36. Κωμωδία ακριβείας – «Safety Last!» (Φρεντ Νιουμέγιερ, Σαμ Τέιλορ, 1923)
Αν και ξεκίνησε μιμούμενος τον Τσάρλι Τσάπλιν, ο Χάρολντ Λόιντ γνώρισε επιτυχία όταν μεταμορφώθηκε στο σεμνό, διοπτροφόρο νεαρό της διπλανής πόρτας και μεγαλούργησε με τη «thrill comedy», ένα μείγμα σλάπστικ και σασπένς, η επιτομή της οποίας είναι το αριστουργηματικό «Safety Last!». Μια ξέφρενη κωμωδία γεμάτη οπτικά γκαγκς, η οποία περιγράφει τις απέλπιδες προσπάθειες ενός φιλότιμου κι ονειροπόλου επαρχιώτη να τα καταφέρει στη μεγάλη πόλη, φτάνοντας μέχρι να σκαρφαλώσει στην κορυφή ενός 12ώροφου εμπορικού πολυκαταστήματος. Η εν λόγω σεκάνς, εκτελεσμένη από τον ίδιο τον Λόιντ χωρίς τρικ ή κασκαντέρ, κρύβει σε κάθε παράθυρο ορόφου και μια έκπληξη για τον απελπισμένο ήρωα, ενώ κορυφώνεται με την αιώρησή του από τους δείκτες ενός γιγαντιαίου ρολογιού και αποτελεί μια από τις πλέον μνημειώδεις - ξεκαρδιστικές, αγωνιώδεις και καλοστημένες σκηνές ολόκληρου του βωβού σινεμά.
35. Κολύμπα ή βυθίσου – «Τιτανικός» (Τζέιμς Κάμερον, 1997)
Ακόμα κι αν σήμερα είναι ευδιάκριτα τα σημάδια του χρόνου στα πάλαι ποτέ πρωτοποριακά ειδικά εφέ της ταινίας, η σκηνή της βύθισης του Τιτανικού ωστόσο εξακολουθεί να προκαλεί δέος. Η επιτυχία και ο απόλυτος βαθμός στον οποίο ο ρεαλισμός της πείθει, συνιστούν ένα κερδισμένο στοίχημα για τον Κάμερον. Ο σκηνοθέτης είχε στα χέρια του την έως τότε ακριβότερη παραγωγή στην ιστορία του σινεμά, έτσι το να ανταποκριθεί στις υψηλότατες προσδοκίες ήταν μονόδρομος. Τα κατάφερε, παραδίδοντας ένα καινοτόμο χολιγουντιανό έπος που αποθεώνει τις ικανότητες του σινεμά, έχοντας ως βάσεις ένα κλασικό μελόδραμα κι ένα ταλαντούχο πρωταγωνιστικό δίδυμο. Οι Κέιτ Γουίνσλετ και Λεονάρντο Ντι Κάπριο εκτός της αβίαστης χημείας τους, στη σκηνή όπου βυθίζεται ο Τιτανικός λειτουργούν και σα σημείο σύγκρισης της κλίμακας του θηριώδους πλοίου και των ίδιων. Φαίνονται μικροσκοπικοί πάνω στο κατάστρωμα, ενώ από τη στιγμή της διχοτόμησης και έπειτα μοιάζει σαν η μεγάλη οθόνη να διογκώνεται για να χωρέσει στο κάδρο όσα συμβαίνουν. Για αυτό και ο «Τιτανικός» αποτέλεσε μια πρωτοφανή και καθηλωτική θέαση, αυξάνοντας στο έπακρο τη μαγεία της κινηματογραφικής εμπειρίας και κάνοντας τη σκοτεινή αίθουσα το μοναδικό μέρος στον κόσμο όπου μπορεί να βιωθεί η ταινία.
34. Σα δάκρυα στη βροχή – «Blade Runner» (Ρίντλεϊ Σκοτ, 1982)
Θα περίμενε κανείς από ένα ανδροειδές να εκφέρει έναν από τους πιο λυρικούς μονόλογους για την ύπαρξη; Στο sci-fi σινε-ποίημα του Ρίντλεϊ Σκοτ είναι αναπόφευκτο, καθώς ο ρέπλικαντ Ρόι Μπάτι (εμβληματικός στο ρόλο ο Ρούτγκερ Χάουερ), αντανακλά το μάταιο που κατακλύζει τον cyberpunk κόσμο του «Blade Runner». Όταν στέκεται απέναντι στον ακινητοποιημένο Ρικ Ντέκαρντ (Χάρισον Φορντ), ο μονόλογος τού προσφέρει την ύστατη ευκαιρία να εξανθρωπιστεί. Μάλιστα, από τα λόγια και την αγνή συγκίνησή του, δίνεται η εντύπωση πως μάλλον οι άνθρωποι είναι εκείνοι που έχουν χάσει τη ψυχή τους, την ικανότητα να έρχονται σε επαφή με τα συναισθήματά τους. Αντίθετα ο Μπάτι κατακλύζεται από ρίγη την ώρα που συνειδητοποιεί ποιο είναι το μοναδικό κοινό ανάμεσα σε αυτόν και το σαστισμένο Ντέκαρντ: ο θάνατος. Εκείνο που προκαλεί πραγματικά τον πόνο είναι οι θύμησες, η γνώση των στιγμών που υπήρξαν και δε θα ξανασυμβούν. Γι’ αυτό όλα χάνουν το νόημά τους απέναντι στο αναπόφευκτο, την απώλεια των αναμνήσεων που ήρθαν και χάθηκαν σα δάκρυα στη βροχή.
33. Είστε σίγουρα ταινία της Disney; – «Μπάμπι» (Τζέιμς Άλγκαρ & Σάμιουελ Άρμστρονγκ, 1942)
Όσοι διαβάζετε αυτές τις γραμμές σίγουρα θυμάστε τη μέρα που είπατε «ας δω μια ταινία της Disney με ένα χαριτωμένο ελαφάκι», αλλά το μετανιώσατε τη στιγμή που το μικρούλι Μπάμπι – spoiler alert – «χάνει» τη μαμά του. Η ξαφνική ομίχλη που έπεσε στα μάτια μας δεν έκρυψε, παρόλα αυτά, τη μεγάλη σημασία της και το μαγικό τρόπο που υπαινίσσεται κινηματογραφικά αυτή η τραγική απώλεια. Καθώς ο κακός της υπόθεσης, ο άνθρωπος, είναι άφαντος στην ταινία, αλλά οι συνέπειες της δολοφονικής δράσης του είναι χειροπιαστές, το κομβικό αυτό γεγονός στη ζωή του Μπάμπι ήταν αναγκαίο να απεικονιστεί έτσι. Ταυτόχρονα με αυτόν τον τρόπο το στούντιο της Ντίσνεϊ κάνει ρήξη με το παραμυθικό στοιχείο και τη φαντασία, σήματα κατατεθέν του, σερβίροντας μια απροσδόκητη δόση ρεαλισμού, η οποία δε βρήκε ιδιαίτερα θερμή ανταπόκριση όταν κυκλοφόρησε η ταινία. Κάτι διόλου παράξενο, εάν αναλογιστούμε πως το «Μπάμπι» βγήκε στις αίθουσες εν μέσω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με τις φρίκες του μετώπου να βρίσκονται καθημερινά στα πρωτοσέλιδα και το κακό να έχει ένα πάρα πολύ αληθινό πρόσωπο. Μέχρι σήμερα όμως αυτή η σκηνή παραμένει αφοπλιστική και θυμίζει πως τα animation δεν υπάρχουν μόνο για τα όμορφα αυτής της ζωής.
32. Φύσα αγέρι – «Εφτά Χρόνια Φαγούρα» (Μπίλι Γουάιλντερ, 1955)
Ξεκινώντας από ένα θεατρικό του Τζορτζ Άξελροντ («Πρόγευμα στου Τίφανις», «The Manchurian Candidate»), ο Μπίλι Γουάιλντερ υπογράφει με το «Εφτά Χρόνια Φαγούρα» μια ακόμα καυστική σάτιρα της μικροαστικής ηθικής, αφηγούμενος τις ερωτικές περιπέτειες ενός οικογενειάρχη (ο βραβευμένος με Τόνι για το θεατρικό ρόλο Τομ Γιούελ) που μένει μόνος του ένα καλοκαίρι και γοητεύεται από την όμορφη γειτόνισσά του (Μέριλιν Μονρό). Ο Γουάιλντερ ήθελε την ταινία πιο τολμηρή, ασπρόμαυρη και για πρωταγωνιστή τον Γουόλτερ Ματάου, κατάφερε όμως ακόμα κι έτσι να σκηνοθετήσει μια απολαυστική κωμωδία που γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία. Highlight της η σκηνή όπου το ζευγάρι βγαίνει από ένα νεοϋρκέζικο κινηματογράφο σχολιάζοντας τον «Τρόμο της Μαύρης Λίμνης» που μόλις έχει δει, με την Μέριλιν να στέκεται πάνω από τον αεραγωγό του μετρό και «αυτή η υπέροχη αύρα» να σηκώνει ψηλά το άσπρο φόρεμά της. Ένα σέξι ενσταντανέ κομμάτι της ποπ κουλτούρας πλέον, το οποίο ο Μπίλι Γουάιλντερ ήξερε πως θα γράψει ιστορία πριν καν αυτό γυριστεί. Προετοιμάζοντας τη σκηνή, είχε διαρρεύσει πληροφορίες τον Τύπο κι έτσι λίγο μετά τα μεσάνυχτα βρέθηκαν στη γωνία Λέξινγκτον και 52ης οδού, εκτός από τους πρωταγωνιστές και το συνεργείο, 100 φωτογράφοι και τρεις χιλιάδες θεατές! Χρειάστηκαν τρεις ώρες και 14 λήψεις για να ολοκληρωθεί το γύρισμα, αλλά τα πλάνα που χρησιμοποιήθηκαν τελικά στην ταινία γυρίστηκαν αργότερα στο… στούντιο της Fox.
31. Ένα αποκαλυπτικό άγγιγμα – «Τα Φώτα της Πόλης» (Τσάρλι Τσάπλιν, 1931)
Ενώ ο ομιλών κινηματογράφος ήταν πλέον καθεστώς, ο Τσάρλι Τσάπλιν γυρίζει το 1931 τα «Φώτα της Πόλης» χωρίς διαλόγους, μόνο με «φυσικούς» ήχους και μουσική. Τι παραπάνω χρειάζεται, όμως, για να γυρίσεις το συγκινητικότερο φινάλε της μεγάλης οθόνης; Η ανθοπώλης (Βιρτζίνια Τσέριλ), που έχει βρει πλέον την όρασή της, ονειρεύεται τον πλούσιο άντρα που την έστειλε στο νοσοκομείο για την εγχείρηση, αγνοώντας ότι αυτός ήταν ο Σαρλό. Μια μέρα εκείνος περνά ρακένδυτος μπροστά από το μαγαζί της και από συμπόνια αυτή του χαρίζει ένα τριαντάφυλλο. Αγγίζοντας, όμως, την παλάμη του για να του δώσει και λεφτά, αναγνωρίζει τον ευεργέτη της. «Εσείς;» τον ρωτάει. «Ναι, εγώ», απαντά. «Βλέπετε τώρα;». «Ναι, βλέπω τώρα», του λέει εκείνη και το πλάνο σβήνει στο πρόσωπο του Αλητάκου («ένα γκρο πλαν που μπορεί να συγκριθεί με τα τελευταία πορτρέτα του Ρέμπραντ»). Το χάπι εντ μένει εκκρεμές, όπως και το μέλλον που γεννά αυτή η αξεπέραστη ρομαντική αποκάλυψη.