Φεντερίκο Φελίνι, Μάρτιν Σκορσέζε, Φριτς Λανγκ και πολλοί ακόμα σπουδαίοι δημιουργοί κρατούν μια θέση στη συνέχεια της αντίστροφης μέτρησης με τις ανεπανάληπτες στιγμές που απολαύσαμε στη μεγάλη οθόνη.
Οι καλύτερες σκηνές στην ιστορία του σινεμά 70-61
70. Μνημειώδης ισοπέδωση – «Ο Πλανήτης των Πιθήκων» (Φράνκλιν Σάφνερ, 1968)
Ένα από τα πιο αξέχαστα κινηματογραφικά φινάλε, βασίζεται σε μία συντριπτική αποκάλυψη. (Την οποία σαφώς προσπερνάτε εάν δεν έχετε δει την ταινία). Προτού φτάσουμε στη συγκεκριμένη στιγμή του sci-fi, ο πρώην αστροναύτης κεντρικός χαρακτήρας (Τσάρλτον Ίστον) είχε γίνει μέλος της κοινότητας των εξελιγμένων πιθήκων, σε ένα πλανήτη όπου οι άνθρωποι ήταν ακόμα σε πρωτόγονο στάδιο. Είχε θέσει στόχο να μάθει γιατί το είδος του βρισκόταν σε αυτήν την κατάσταση, με την αλήθεια να εκδηλώνεται την ύστατη ώρα. Όταν δηλαδή ο Ίστον, εξερευνώντας την Απαγορευμένη Ζώνη, φτάνει σε μια παραλία όπου ξαφνικά ορθώνεται απέναντί του ένα τεράστιο μνημείο. Ήταν το Άγαλμα της Ελευθερίας, σκουριασμένο, διαλυμένο και βυθισμένο στην άμμο μέχρι τη μέση. Μόλις το αντικρύζει ο ήρωας γονατίζει. Τόσο καιρό δε βρισκόταν σε άλλο πλανήτη παρά στη Γη, χιλιάδες χρόνια στο μέλλον. Το σοκ τον τσακίζει, η γνώση του παρελθόντος γίνεται αβάσταχτη και ο Σάφνερ απογειώνει την επίδραση ενός ισοπεδωτικά αποκαρδιωτικού τέλους «σβήνοντας» το τελικό πλάνο σε μαύρο. Το μόνο που ακούγεται είναι ο παφλασμός των κυμάτων. Η σκηνή αυτή λειτουργεί στην εντέλεια όχι μόνο σεναριακά και σκηνοθετικά, αλλά και γιατί ο Σάφνερ έχει φροντίσει να εντάξει τους θεατές το κόλπο. Όταν αποκαλύπτεται το μνημείο είναι σα να τραβιέται μια κουρτίνα με το δέος να διαπερνά και το κοινό. Συμπονούμε τον ήρωα ενώ ταυτόχρονα αφοπλιζόμαστε από το τρικ στο οποίο πήραμε μέρος.
69. Ο ιπτάμενος σκηνοθέτης – «8½» (Φεντερίκο Φελίνι, 1963)
Στην όγδοη μεγάλου μήκους ταινία του ο Φελίνι αυτοψυχαναλύεται με τον πιο σπαρακτικό και πρωτοποριακό τρόπο, ενώνοντας αναμνήσεις, όνειρα και κινηματογραφικές εικόνες σ’ έναν ύμνο στη ζωή και το ίδιο το σινεμά. Ξεπερνώντας την ανάγκη να δέσει χαρακτήρες και γεγονότα σε μια ορθολογική μυθοπλασία, ο Ιταλός δημιουργός παρουσιάζει τον κόσμο σαν μια ατέλειωτη γιορτή, όπου κάθε έννοια τάξης και αυστηρού νοήματος καταλύεται. Στην πρώτη κιόλας σκηνή του φιλμ, ο σκηνοθέτης Γκουίντο Ανσέλμι (Μαρτσέλο Μαστρογιάνι) εγκλωβίζεται στην κίνηση ενός ρωμαϊκού αυτοκινητοδρόμου, νιώθοντας ένα βαθύ, σχεδόν υπαρξιακό πανικό. Καταφέρνει όμως να βγει… πετώντας από το αυτοκίνητό του και μέσα από τα σύννεφα να φτάσει πάνω από μια ηλιόλουστη παραλία, για να διαπιστώσει πως κάποιος τον κρατά, σαν χαρταετό, δεμένο από το πόδι και τον τραβά απότομα προς το έδαφος. Το ξύπνημα στην πραγματικότητα θα είναι λυτρωτικό, μα όχι για πολύ… Διαβάστε την κριτική της ταινίας εδώ.
68. Ποιον είπες αστείο; – «Καλά Παιδιά» (Μάρτιν Σκορσέζε, 1990)
Σε μια παρέα γίνεται εύκολα αντιληπτό ποιος κάνει πραγματικά κουμάντο, από τον τρόπο που ένας θα αλλάξει μονομιάς τη διάθεση χωρίς προφανή λόγο. Στη διάσημη σκηνή των «Καλών Παιδιών» συμβαίνει ακριβώς αυτό, όταν ο Τζο Πέσι εξαφανίζει την εύφημη ατμόσφαιρα του τραπεζιού, όταν αθώα ο Ρέι Λιότα του λέει πως είναι ένας αστείος τύπος. «Τι εννοείς;» απορεί ο Πέσι για να ακολουθήσουν μερικά από τα πιο αγχωτικά λεπτά στην ιστορία του σινεμά. Από το τίποτα οι ισορροπίες αλλάζουν, η ατμόσφαιρα γίνεται απειλητική κι η ένταση κόβει σα μαχαίρι την ατμόσφαιρα. Είναι γνωστό πως αυτή η σκηνή γεννήθηκε μέσα από αυτοσχεδιασμό, ωστόσο έρχεται σε ένα κομβικό σημείο στην ταινία, όταν ακόμα μαθαίνουμε τους χαρακτήρες. Εδώ γίνεται πλέον σαφές πόσο επικίνδυνοι αλλά και παράλογοι είναι, ικανοί να σκοτώσουν κυριολεκτικά για ψύλλου πήδημα. Ο Σκορσέζε τοποθετεί την κάμερα στο ύψος των παρευρισκόμενων, ώστε να νιώθουμε πως είμαστε μέρος της παρέας άρα και αποδέκτες της αγωνίας, ενώ ταυτόχρονα στα κάδρα εντάσσονται πάντα τα πρόσωπα των υπόλοιπων γκάνγκστερ και θαμώνων, οι οποίοι επίσης αλλάζουν το μορφασμό τους μόλις ο Πέσι νευριάσει. Με αυτόν τον τρόπο η σκηνή γίνεται αυθεντικά τρομακτική, υπογραμμίζοντας παράλληλα πως το να είσαι γκάνστερ σημαίνει πρώτα να μη… ψαρώνεις. Διαβάστε το αναλυτικό κείμενο για την ταινία εδώ.
67. Rewind που σκοτώνει – «Funny Games» (Μίκαελ Χάνεκε, 1997)
Εκ πρώτης όψεως η ταινία του Αυστριακού συνιστά ένα νιχιλιστικό ψυχολογικό θρίλερ, στο οποίο το απόλυτο κακό επικρατεί του καλού, μέσω της σαδιστικής επίθεσης δύο νεαρών στο εξοχικό μιας αγαπημένης αστικής οικογένειας. Ο Χάνεκε ωστόσο, με τη συγκεκριμένη ταινία πάει ένα βήμα παραπέρα, ανάγοντάς τη όλη στο επίπεδο ενός μεταμοντέρνου σχόλιου πάνω στο ίδιο το μέσο του σινεμά και της απεικόνισης της συμβατικής πραγματικότητας. Αυτό συμβαίνει ξεκάθαρα όταν ένας από τους δράστες αιφνιδιάζεται από το θύμα, το οποίο δολοφονεί το συνεργό του. Σε μια οποιαδήποτε άλλη ταινία η πλοκή θα συνέχιζε από εκεί, όχι εδώ όμως. Ένας πραγματικά σατανικός ήρωας δε θα μπορούσε να υπακούει στους κανόνες, ούτε το σινεμά το κάνει εξάλλου, έτσι ο επιζών δράστης παίρνει το τηλεκοντρόλ και κάνει απλώς… rewind τη σκηνή. Έτσι ο εφιάλτης ποτέ δεν τελειώνει και η συνηθισμένη κατακλείδα των παραμυθιών «ζήσαμε εμείς καλά και εκείνοι καλύτερα» γίνεται σκόνη με το πάτημα ενός κουμπιού.
66. Garçon σημαίνει αγόρι – «Pulp Fiction» (Κουέντιν Ταραντίνο, 1994)
Για μια ταινία που σε κάθε σκηνή της ανατρέπει τους κανόνες, αναπόφευκτα και η εναρκτήρια σεκάνς θα ακολουθούσε την ίδια λογική. Αφού εμφανιστεί στην οθόνη ένα λήμμα λεξικού για τον όρο «pulp», ο Ταραντίνο μας φιλοδωρεί άμεσα με ένα κινηματογραφικό παράδειγμα. Τιμ Ροθ και Αμάντα Πλάμερ βρίσκονται σε ένα τυπικό αμερικάνικο dinner συζητώντας βαριεστημένα για το νόημα της κλοπής ενός εστιατορίου. Φυσικά νόημα δεν υπάρχει στ’ αλήθεια, όπως και στην ίδια τη σκηνή η οποία δίνει τον τόνο όλης της υπόλοιπης ταινίας. Το στιλ υπερβαίνει της ουσίας, στο εξής η δράση θα εξελίσσεται κυρίως μέσω διαλόγων χαρακτήρων σε ζεύγη, ενώ η ενέργεια θα ξεχειλίζει. Και στο τέλος, πάντα, θα υπάρχει φρενήρης εθιστική μουσική. Εδώ είναι η διασκευή «Μisirlou» από τον Ντικ Ντέιλ που έκανε τον πλανήτη να λικνίζεται σε garage και ρεμπέτικους ρυθμούς.
65. Να σε δει λίγο ο ήλιος – «Νοσφεράτου: Μια Συμφωνία Τρόμου» (Φρίντριχ Βίλχελμ Μουρνάου, 1922)
Μπορεί να πιστεύετε πως ο μύθος που θέλει τους βρικόλακες να πεθαίνουν από το φως του ήλιου να πηγάζει στην παράδοση, η αλήθεια όμως είναι ολότελα διαφορετική. Στο εξπρεσιονιστικό ποίημα τρόπου που βασίζεται χαλαρά στο «Δράκουλα» του Μπραμ Στόουκερ, ο Γερμανός σκηνοθέτης έκανε εκτεταμένες και δραστικές αλλαγές, ώστε να αποφύγει τυχόν παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων. Μία από αυτές ήθελε το βρικόλακα Κόμη Όρλοκ να ανεβαίνει απειλητικά τις σκάλες προς το δωμάτιο του θύματός του, μόνο που εκείνο περιμένει επίτηδες μέχρι να ξημερώσει ώστε να τον σκοτώσει. Πρόκειται για μια τομή στη βαμπιρική μυθολογία, αφού για πρώτη φορά εισάγεται αυτή η λύση. Έτσι ο Μούρναου μπορεί να άλλαξε το ρου της κινηματογραφικής ιστορίας, όχι όμως και την τύχη του, μιας και τελικά δέχθηκε σωρεία μηνύσεων από τους κληρονόμους του Στόουκερ.
64. Γυμναστηριακοί του κόσμου ενωθείτε – «Ρόκι» (Τζον Άβιλτσεν, 1976)
Η σεκάνς που τερμάτισε κάθε άλλη κινηματογραφική ενότητα προετοιμασίας για μάχη, φανταστική ή πραγματική, κινείται στους ρυθμούς του «Gonna Fly Now» του Μπιλ Κόντι κι απαιτεί μια γκρι ολόσωμη φόρμα. Ο Σιλβέστερ Σταλόνε κάνει τζόκινγκ στους δρόμους της Φιλαδέλφεια, κερνάει γροθιές σε παγωμένα κρέατα, πιάνει τρέχοντας ένα… πορτοκάλι σε λαϊκή, προτού ανέβει τα σκαλιά του Μουσείου Τέχνης με τα χέρια στον ουρανό, προσφέροντας μια από τις πιο αντιγραμμένες εκτός μεγάλης οθόνης σκηνές στην ιστορία του σινεμά. Η εν λόγω σεκάνς όμως καταφέρνει να αποθεώσει τη δύναμη της εργατικής τάξης, από τη στιγμή που ο Ρόκι προπονείται για τη μάχη της ζωής του με πενιχρά μέσα. Δεν είναι τυχαίο πως εξασκείται σε κρεοπωλείο και φοράει την ίδια στολή σε όλες τις σκηνές, με τον Άβιλτσεν έτσι να εντείνει τη ψευδαίσθηση πως η προπόνηση του Μπαλμπόα είναι συνεχής. Τέλος, διασχίζει όλους τους δρόμους μιας πόλης που αισθάνεται δική του, μας ξεναγεί στα μέρη της όσο εκείνος κάνει έναν πρώτο γύρο της νίκης. Προπόνηση του μυαλού, όσο και του σώματος.
63. Τα Ορκ βγήκαν παγανιά - «Ο Άρχοντας των Δακτυλιδιών: Οι Δύο Πύργοι» (Πίτερ Τζάκσον, 2002)
Βραβευμένη με 11 Όσκαρ (σε 11 υποψηφιότητες!), η «Επιστροφή του Βασιλιά» ολοκληρώνει την αρχοντική τριλογία του Πίτερ Τζάκσον με θεαματικότατο τρόπο, έχοντας ως εντυπωσιακό highlight την μάχη για την Μίνας Τίριθ. Στο προηγούμενο κεφάλαιο, όμως, το πλέον «ύπουλο» και απαιτητικό δραματουργικά καθώς «Οι Δύο Πύργοι» έπρεπε να κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον που γέννησε η «Συντροφιά…», να προχωρήσουν την πλοκή και τους χαρακτήρες, αλλά να αφήσουν την τελική κορύφωση για την επόμενη ταινία, ο Τζάκσον στήνει την πρώτη μεγάλη πολεμική σύγκρουση του έπους του, η οποία σ’ αφήνει με το στόμα ανοιχτό. Η μάχη στο φαράγγι του Χελμ, εμπνευσμένη από τους «Νιμπελούγκεν» του Φριτς Λανγκ, είναι ένας σκοτεινός, βίαιος, αγωνιώδης και καταιγιστικής δράσης νυν υπέρ πάντων αγώνας ανάμεσα στα Ορκ από τη μια, ανθρώπους, νάνους, Χόμπιτ και ξωτικά από την άλλη, ο οποίος διατηρεί το σασπένς του μέχρι και το τελευταίο δευτερόλεπτο, όταν επιτέλους ο Γκάνταλφ εμφανίζεται στην κορφή του βουνού και επικεφαλής της στρατιάς των Ροχίριμ σπέρνει τον πανικό, σώζοντας το πολιορκημένο οχυρό και τους εναπομείναντες υπερασπιστές του.
62. Με τα κομμάτια μας δένει τ’ ατσάλι - «Μετρόπολις» (Φριτς Λανγκ, 1927)
Συνδυάζοντας την εξπρεσιονιστική οπτική με επιρροές από Μπάουχαουζ, κυβισμό και φουτουρισμό, το «Μετρόπολις» παραμένει ως σήμερα μια ανεπανάληπτη σε αρχιτεκτονική σύλληψη ταινία, πρόδρομος της κυβερνοπάνκ αισθητικής και λογοτεχνίας. Η εικόνα ενός μακρινού (όχι πια) μέλλοντος όπου μια κάστα προνομιούχων κυβερνά με τη βοήθεια των μηχανών είναι εφιαλτικά ρεαλιστική, με τη σκηνή της «θυσίας των εργατών στον Μολώχ», το τεράστιο μηχάνημα που «καταπίνει» ανθρώπους και δίνει ενέργεια στην πόλη, να σοκάρει με την προφητική εικονογραφία της. Απειλητική και τρομακτική, έχει αντιγραφεί αμέσως και εμμέσως αμέτρητες φορές από το σινεμά και την ποπ κουλτούρα, ξεκινώντας από τους «Μοντέρνους Καιρούς» του Τσάπλιν και φτάνοντας ως την πολυσυζητημένη διαφήμιση του Ρίντλεϊ Σκοτ «1984» για το Macintosh της Apple.
61. Oh! What a lovely war - «Η Γέφυρα του Ποταμού Κβάι» (Ντέιβιντ Λιν, 1957)
Αμέτρητες ταινίες έχουν επιχειρήσει να περιγράψουν την παράνοια του πολέμου και πολλές το έχουν καταφέρει αποτελεσματικά. Καμιά τους, όμως, με την πικρή ειρωνεία της θρυλικής «Γέφυρας του Ποταμού Κβάι», προϊόν της αυτοθυσίας των Άγγλων αιχμαλώτων που θέλοντας να αποδείξουν την ανωτερότητά τους απέναντι στους Γιαπωνέζους, οι οποίοι τους έχουν συλλάβει, αποφασίζουν να δουλέψουν εξαντλητικά για να την τελειώσουν εντός χρονοδιαγράμματος. Αυτή η παράλογη αντιστροφή ρόλων, δηλαδή για να κερδίσεις τις εντυπώσεις από τον εχθρό σου καταλήγεις να τον… βοηθάς, δίνει στην οσκαρική πολεμική περιπέτεια του Ντέιβιντ Λιν μια βαθιά τραγική διάσταση, την οποία ενσαρκώνει ιδανικά ο πεισματάρης, κοντόφθαλμος και εγκληματικά πατριώτης συνταγματάρχης Νίκολσον (Άλεκ Γκίνες). Ο οποίος μόνο στην τελευταία, δραματικά αγωνιώδη σκηνή συνειδητοποιεί το λάθος του κι αποφασίζει την ύστατη κυριολεκτικά στιγμή, βαριά τραυματισμένος, να καταστρέψει το περήφανο έργο του.