«Ποιητή του σοκ». Έτσι τον είχαμε χαρακτηρίσει σε παλαιότερο κείμενο γράφοντας για το μοναδικής ομορφιάς και βίας σινεμά του. Δυστυχώς όμως, πριν λίγο έγινε γνωστό πως ο Νοτιοκορεάτης σκηνοθέτης Κιμ Κι – Ντουκ δε βρίσκεται πλέον στη ζωή, εξαιτίας επιπλοκών που προκλήθηκαν από τον κορονοϊό. Ήταν 59 ετών.
Ο δημιουργός βρισκόταν στη Λετονία όπου είχε ταξιδέψει με σκοπό να αγοράσει ένα σπίτι και να αποκτήσει άδεια παραμονής. Την είδηση του θανάτου του επιβεβαίωσε ο Βιτάλι Μάνσκι, Ρώσος σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής του ArtDoc Fest στη Ρίγα. Ακολούθησε μια ακόμα επιβεβαίωση από το Νοτιοκορεατικό Υπουργείο Εξωτερικών.
Το όνομα του Κιμ Κι – Ντουκ έγινε διεθνώς γνωστό το 2000, όταν στην παγκόσμια πρεμιέρα του «Νησιού» στο φεστιβάλ Βενετίας το κοινό έφτασε σε οριακό σημείο εξαιτίας της γραφικής βίας που απεικόνιζε η ταινία. Αυτό έμελλε να γίνει διαχρονικό χαρακτηριστικό της φιλμογραφίας του, ενώ παρά την αρχική δυσάρεστη εμπειρία στην Μπιενάλε, αργότερα θα επέστρεφε θριαμβευτής. Το 2004 απέσπασε το Αργυρό Λιοντάρι για το «Ολομόναχοι Μαζί» και οκτώ χρόνια μετά το Χρυσό Λιοντάρι για την «Pieta».
Νικηφόρα βέβαια ήταν τα περάσματά του και από το Βερολίνο, όπου βραβεύτηκε με την Αργυρή Άρκτο για το «Κορίτσι με το Αγγελικό Πρόσωπο» (2004), αλλά και τις Κάνες, όπου απέσπασε το βραβείο καλύτερης ταινίας του τμήματος Ένα Κάποιο Βλέμμα με το αυτοβιογραφικό ντοκιμαντέρ «Arirang» (2011). Δεν ξεχνάμε βέβαια πως ο δημιουργός ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στην Ελλάδα, όπου το 2004 το ελεγειακό φιλμ «Άνοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας και… Άνοιξη» ξεπέρασε τα 60.000 εισιτήρια!
Πρώτα από όλα όμως ο Κιμ Κι – Ντουκ ήταν ένας ασυναγώνιστος εικονοπλάστης, ένας σπάνιος σμιλευτής λυρισμού, σεξουαλικότητας και άκρατης βίας, ο οποίος για πολλά χρόνια βρισκόταν στην κορυφή του νοτιοκορεάτικου σινεμά. Όπως γράφαμε στο παρελθόν για τις ταινίες του:
«Από το «Νησί» (2000) και το «Bad Guy» (2001) μέχρι τα πρόσφατα «Pieta» (2012) και «Moebius» (2013), οι ταινίες του Κιμ Κι-Ντουκ είναι συνυφασμένες με το σοκ που προκαλούν οι αριστοτεχνικά σκηνοθετημένες εικόνες βίας. […] Βασικό χαρακτηριστικό στο σινεμά του Κιμ Κι-Ντουκ είναι η απουσία έκφρασης των ηρώων του. Η σιωπή τους οφείλεται στην κοινωνική τους προέλευση. Εκπροσωπούν τους ανθρώπους εκείνους που βιώνουν καθημερινά τον αποκλεισμό από το κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο κι εντέλει από τη δυνατότητα στην ευτυχία. Βρίσκονται σε ένα διαρκές τέλμα συσσωρεύοντας μέσα τους μίσος και φθόνο προς όσους απολαμβάνουν τη ζωή, μα πάνω απ’ όλα τον έρωτα. Έτσι το σώμα τους μετατρέπεται σε ένα σκεύος αποθήκευσης δυσαρέσκειας, την οποία το σφιγμένο στόμα αδυνατεί να εκφράσει. Άλαλοι, επιδίδονται σε μια αέναη μάχη κόντρα στον εαυτό τους μέχρι την... υπερχείλιση, οπότε ξεσπούν με μια αδιανόητα βίαιη πράξη που έχει στόχο είτε τους ίδιους είτε το πρόσωπο που θεωρούν υπεύθυνο για την τύχη τους».
Σε παλαιότερη συνέντευξή του το «α», με αφορμή την κυκλοφορία του «Pieta», ο Νοτιοκορεάτης έλεγε στο Χρήστο Μήτση: «Τα χρήματα δημιουργούν προκαταλήψεις μεταξύ των ανθρώπων, ανισότητα και αδικία. Στην Κορέα είναι πολλοί αυτοί που υποφέρουν από την τοκογλυφία, ενώ ολόκληρος ο κόσμος είναι υπερχρεωμένος με στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια αλλά κι εθνικά, δημοσιονομικά χρέη. Ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα, στην Ισπανία και στις ΗΠΑ συμβαίνει και στη χώρα μου. Αυτός είναι ο νόμος του χρήματος. Για να επιλύσουμε το πρόβλημα, θα χρειαστούμε περισσότερο χρόνο αλλά και αλληλοκατανόηση. Να μάθουμε να μοιραζόμαστε και να εστιάζουμε στα βασικά, αυτά που έχουν πραγματική αξία στη ζωή».
Η απώλεια του Κιμ Κι – Ντουκ έρχεται τη στιγμή που το νοτιοκορεατικό σινεμά βρίσκεται στο απόγειο της δημοφιλίας του, σε μια χρονιά που είδε τα «Παράσιτα» του συμπατριώτη του Μπονγκ Τζουν-χο να γράφουν ιστορία κατακτώντας το Όσκαρ καλύτερης ταινίας. Με πάσα βεβαιότητα όμως, το σινεμά της χώρας του δε θα έφτανε σε αυτό το σημείο δίχως τις αμίμητες ταινίες του Κιμ Κι – Ντουκ.