Ανεξάρτητες, οι σκηνές μιας ταινίας μοιάζουν με τα τραγούδια ενός δίσκου που καρφώνονται στο μυαλό κι αποκτούν δική τους ζωή. Συχνά ξεπερνούν τη φήμη της ίδιας της ταινίας, άλλοτε τη «βαφτίζουν», ενώ σχεδόν πάντα μια σκηνή είναι αρκετή για να αποκρυσταλλωθεί το πνεύμα μιας ιστορίας. Η επιλογή των καλύτερων σκηνών από τη δημιουργία του σινεμά, είναι μια απόπειρα συμπύκνωσης εκείνων των στιγμών που ένα φιλμ άφησε το στίγμα του στη μεγάλη οθόνη και πέρασε για πάντα στο συλλογικό ασυνείδητο. Οι εικόνες που έγιναν αναπόσπαστο κομμάτι της ποπ κουλτούρας, οι διάλογοι που πέρασαν στο καθημερινό λεξιλόγιο, οι ερμηνείες που κοπιάραμε, οι σκηνοθετικές επιλογές που διεύρυναν τα όρια του κινηματογράφου, αλλά και οι καταδιώξεις που φόρτισαν με αδρεναλίνη τις σκοτεινές αίθουσες. Αυτές, λοιπόν, είναι οι 100 σκηνές που σμίλεψαν το σινεμά όπως το ξέρουμε σήμερα.
Οι καλύτερες σκηνές στην ιστορία του σινεμά 100-91
100. Ένα όνομα, χίλια πρόσωπα – «Σπάρτακος» (Στάνλεϊ Κιούμπρικ, 1960)
Ένας αναπάντεχος ηγέτης μιας στρατιάς σκλάβων σε μια αμφίρροπη μάχη Δαβίδ εναντίον Γολιάθ, ο Σπάρτακος (Κερκ Ντάγκλας) υπήρξε καθοδηγητής μιας εξέγερσης η οποία κυριολεκτικά δεν είχε τίποτα να χάσει, παρά τα δεσμά της. Απέναντι στην οργή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας για την επανάστασή τους, συγκεκριμένα του εκπροσώπου της στρατηγού Κράσσου (Λόρενς Ολίβιε), οι αλυσοδεμένοι μονομάχοι έχουν ως μοναδικό όπλο την αλληλεγγύη. Την οποία επιδεικνύουν με τον πλέον αυθεντικό τρόπο όταν, ακινητοποιημένοι στο έδαφος από το ρωμαϊκό στρατό, υποχρεούνται να καταδείξουν τον αρχηγό τους, διαφορετικά θα σταυρωθούν όλοι. Τότε, σε μια ανατριχιαστική ενστικτώδη αντίδραση και πριν ο Σπάρτακος προλάβει να παραδοθεί, όλοι σαν ένα σώμα αναφωνούν «εγώ είμαι ο Σπάρτακος!». Αυτόματα η αντίσταση αποκτά ένα καθολικό πρόσωπο, σε μια κίνηση ατόφιου ηρωισμού κι αυτοθυσίας. Ο Ντάλτον Τράμπο, ο οποίος έγραψε το σενάριο όντας στη μακαρθική μαύρη λίστα και χάρη στον παραγωγό Ντάγκλας μπόρεσε να δουλέψει πάνω στην ταινία, εμπνεύστηκε μια σκηνή που αντικατοπτρίζει εν μέρει και τη δική του μοίρα. Εξοστρακισμένος από το Χόλιγουντ, δούλευε στα κρυφά και με ψευδώνυμα, εκτός από τις λιγοστές φορές που οι συνάδελφοί του τον στήριξαν ανοιχτά και με προσωπικό ρίσκο. Μια λύση υπάρχει, λοιπόν, για την τελική νίκη· η ισχύς εν τη ενώσει.
99. Βρέχει πεφταστέρια – «Gravity» (Αλφόνσο Κουαρόν, 2013)
Οι περισσότεροι από εμάς δε θα έχουν την τύχη να δουν τη Γη από το διάστημα, ο Κουαρόν ωστόσο κατάφερε να μας δώσει μια πολύ καλή γεύση του πώς μπορεί να είναι αυτή η θέα στ’ αλήθεια. Χάρη στη ριζοσπαστική τρισδιάστατη φωτογραφία, με τον Εμάνουελ Λουμπέζκι να κάνει θαύματα πίσω από την κάμερα, το «Gravity» είχε ήδη γράψει ιστορία. Η πρώτη σκηνή της ταινίας όμως είναι εκεί για να αποδείξει πως δεν έχει μόνο εντυπωσιακά εφέ, αλλά και μια αγωνιώδη ιστορία να πει. Μέσα σε λιγότερο από πέντε λεπτά μια αποστολή ρουτίνας δύο αστροναυτών (Σάντρα Μπούλοκ & Τζορτζ Κλούνεϊ) μετατρέπεται σε εξωγήινη κόλαση, όταν ριπές συντριμμιών από παλιό δορυφόρο έρχονται με ιλιγγιώδη ταχύτητα κατά πάνω τους. Ταυτόχρονα, η αληθοφάνεια της εικόνας είναι σοκαριστική, καθώς οι αστροναύτες περιστρέφονται εκτός ελέγχου με φόντο το απόλυτο τίποτα, αποδεικνύοντας έτι μία φορά πόσο ασυναγώνιστη είναι η ισχύς της κινούμενης εικόνας. Διαβάστε την κριτική της ταινίας εδώ.
98. Ντενί Λαβάν, ρίχτο! – «Οι Εραστές της Γέφυρας» (Λεός Καράξ, 1991)
Ο παράφορος έρωτας ενός ζευγαριού δίχως όρια (Ντενί Λαβάν & Ζιλιέτ Μπινός) απαιτεί μια παραγωγή που δεν υπακούει σε συμβατικούς κανόνες. Όχι πως ο Γάλλος auteur Λεός Καράξ υπήρξε ποτέ ένας συνηθισμένος σκηνοθέτης, εδώ όμως ξεπέρασε εαυτόν. Για τις ανάγκες της ταινίας χτίστηκε στο Μονπελιέ ένα ομοίωμα της παριζιάνικης γέφυρας Ποντ-Νεφ, στην οποία διαδραματίζεται το μεγαλύτερο μέρος της υπόθεσης. Η… υπερβολή παρόλα αυτά έβγαλε τα λεφτά της (900.000 εισιτήρια κόπηκαν), αφού στη γέφυρα γυρίστηκε μια σκηνή – υπερθέαμα, στην οποία οι Λαβάν-Μπινός παραδίδονται στην ερωτική αλλοφροσύνη χορεύοντας και ουρλιάζοντας, την ώρα που ο ουρανός φλέγεται από τα βεγγαλικά για χάρη τους. Διαβάστε την κριτική της ταινίας εδώ.
97. Πού είναι η μπάλα; – «Blow Up» (Μικελάντζελο Αντονιόνι, 1966)
Την ώρα που εμφανίζει μια σειρά από πόζες που τράβηξε στο πάρκο, ένας φωτογράφος (Ντέιβιντ Χέμινγκς) ανακαλύπτει ένα πτώμα. Είναι όμως πράγματι έτσι; Ο ρηξικέλευθος μοντερνιστής Αντονιόνι σμίγει φιλοσοφικούς προβληματισμούς και το παραβολικό σινεμά σε μία σκηνή που αποτελεί απαύγασμα της ταινίας. Διόλου τυχαία μάλιστα, βρίσκεται και στο φινάλε της. Ο πρωταγωνιστής, αφού στο ενδιάμεσο έχει αποκτήσει εμμονή να ανακαλύψει(;) τι απεικονίζεται στη φωτογραφία που ‘χει μεγεθύνει, φτάνει σε ένα γήπεδο τένις. Εκεί παρακολουθεί μια ομάδα μίμων η οποία παίζει χωρίς ρακέτες ή μπάλα. Είναι ένα αόρατο, πλήρως φαντασιακό ματς. Όταν η «μπάλα» βγαίνει από το γήπεδο, ο Χέμινγκς τρέχει να τη φέρει πίσω. Ο χαρακτήρας συμμετέχει εθελούσια στην αυταπάτη, σε μια ψευδαίσθηση που συντηρείται μεταξύ τους, αλλά και σε μία που ο ίδιος θέλει να πιστεύει. Μήπως, τότε, το πτώμα δεν υπήρξε ποτέ;
96. «Θα πάρω ό,τι κι εκείνη» – «Όταν ο Χάρι γνώρισε τη Σάλι» (Ρομπ Ράινερ, 1989)
Η σχέση των αντρών με το γυναικείο οργασμό είναι μια πονεμένη ιστορία, κυρίως λόγω της υπέρμετρης αυτοπεποίθησης των πρώτων πως μπορούν να τον… πετύχουν κάθε φορά. Χωρίς εξαιρέσεις. Η αλήθεια βέβαια είναι εντελώς διαφορετική κι η Μεγκ Ράιν φροντίζει να το ξεκαθαρίσει στον Μπίλι Κρίσταλ και σε μια instant classic κινηματογραφική στιγμή, όταν σε ένα εστιατόριο υποκρίνεται πως έρχεται σε οργασμό. Η ευστοχία των διαλόγων, η αδιανόητη πειστικότητα της Ράιαν, το αποσβολωμένο βλέμμα του Κρίσταλ αλλά και των υπόλοιπων πελατών, απογειώνουν το χιούμορ της σκηνής η οποία όμως έχει αφήσει το καλύτερο για το τέλος. Αφού η Ράιαν… τελειώσει, μια γυναίκα που κάθεται ακριβώς δίπλα (στην πραγματικότητα η μητέρα του σκηνοθέτη Εστέλ Ράινερ) «παραγγέλνει» μια από τις διασημότερες κινηματογραφικές ατάκες όλων των εποχών: «Θα πάρω ό,τι κι εκείνη».
95. Το πανοραμικό της Ιστορίας – «Ο Θίασος» (Θόδωρος Αγγελόπουλος, 1975)
Το πλάνο που έγινε σήμα κατατεθέν του σκηνοθέτη, καθώς εκτός από δραματουργικά άψογο ήταν και κινηματογραφικά πρωτόγνωρο· παρότι φαινομενικά απλό. Με ένα πανοραμικό της κάμερας, στην ίδια σκηνή αλλάζει ο χρόνος, αλλά όχι ο χώρος. Στο «Θίασο» δεν είναι λίγες οι φορές που συμβαίνει αυτό, αν και η πιο χαρακτηριστική βρίσκεται λίγο πριν τη συμπλήρωση δύο ωρών. Η Κατοχή έχει τελειώσει, η Ελλάδα πανηγυρίζει ανεμίζοντας σημαίες των νικητριών χωρών, όμως πυροβολισμοί διακόπτουν τη χαρά. Το πλήθος σκορπίζει, λιγοστά θύματα μένουν στο έδαφος. Η κάμερα στρέφεται προς τα αριστερά όπου μια διαδήλωση πλησιάζει. Οι σημαίες πια είναι μόνο κόκκινες. Με μια ανεπαίσθητη κίνηση μεταφερθήκαμε από την Απελευθέρωση στα αιματηρά Δεκεμβριανά.
94. Ο άγγελος του θανάτου – «Πλατούν» (Όλιβερ Στόουν, 1986)
Μακριά από οποιαδήποτε απόπειρα ρομαντικοποίησης, η ταινία απεικονίζει τον αμερικανικό πόλεμο στο Βιετνάμ ως ένα συνονθύλευμα προδοσιών: εθνικές, πολιτικές, στρατιωτικές. Όλες συναντιούνται σε μια εμβληματική σκηνή όπου ο χαρακτήρας του Γουίλιεμ Νταφόε, ο οποίος ήδη είχε αποξενωθεί από την υπόλοιπη διμοιρία, πέφτει θύμα όχι του εχθρού, αλλά των συμπατριωτών του οι οποίοι τον εγκαταλείπουν. Καθώς τρέχει να σωθεί, το σώμα του γίνεται διάτρητο από τις σφαίρες. Τη στιγμή που από πάνω του περνά το ελικόπτερο το οποίο διαφορετικά θα τον έσωζε, σηκώνει απελπιστικά τα χέρια του στον ουρανό ζητώντας μάταια συγχώρεση, με τον Στόουν να καδράρει μια ανεπανάληπτη εικόνα φρικώδους ποίησης και διαπεραστικής οργής.
93. Πιάσε με αν μπορείς – «Ζιλ και Τζιμ» (Φρανσουά Τριφό, 1962)
Ο έρωτας εξαρτάται από το τυχαίο, αλλά και τον ιδανικό συγχρονισμό. Τι γίνεται όμως όταν δύο ερωτεύονται έναν, ταυτόχρονα; Μα ένας αγώνας δρόμου, με τον τελευταίο που περνά το νήμα να χρίζεται νικητής. Έτσι απαντά στο ερώτημα και ο πιο αυθεντικός των ρομαντικών Φρανσουά Τριφό, ο οποίος στο δικό του ερωτικό τρίγωνο αντικατοπτρίζει τόσο τα νέα ήθη των ‘60s -η τρυφερή Ζαν Μορό κάνει κουμάντο τους Όσκαρ Βέρνερ και Ανρί Σερ- όσο και τις αντιξοότητες της αγάπης. Όπως ασθμαίνοντας τρέχουμε να προλάβουμε το σύντροφό μας, έτσι γρήγορα μπορεί να χαθεί η μαγεία όταν τη σχέση σκεπάζουν ανυπέρβλητες αντιξοότητες, που ίσως δε φαίνονται αλλά γεννιούνται στο ξεκίνημα της κούρσας. Εδώ για το ποιος θα φτάσει γρηγορότερα στην άλλη άκρη μιας γέφυρας. Διαβάστε την κριτική της ταινίας εδώ.
92. Με το μπάντζο μου στον ώμο – «Σούπα Πάπιας» (Λίο ΜακΚάρεϊ, 1933)
Εκτός από μία από τις καλύτερες κωμωδίες όλων των εποχών, η «Σούπα Πάπιας» περιέχει και μερικές από τις πιο ξεκαρδιστικές σκηνές. Στη συγκεκριμένη περίπτωση μιλάμε για ένα αντιπολεμικό σκετς - αυτό που βλέπει ο Γούντι Άλεν στο «Η Χάνα και οι Αδελφές της» και αποφασίζει να μην αυτοκτονήσει – το οποίο διακωμωδεί κραυγαλέα τον παραλογισμό του εθνικισμού (το 1933 είναι η χρονιά που ναζί αποκτούν τον έλεγχο της εξουσίας). Σε ένα ξέσπασμα μουσικής, χορού και τραγουδιού, οι αδερφοί Μαρξ ενσαρκώνοντας τους νέους ημίτρελους ηγέτες της φανταστικής πολιτείας Φριντόνια, πανηγυρίζουν για την επερχόμενη επίθεση σε γειτονικό κράτος. Πίσω από αυτήν την απολαυστική φανφάρα κρύβονται καυστικά σχόλια αναφορικά με τον κυνισμό του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Όταν τότε, τα έθνη έστηναν πανηγυρικό κλίμα ενόψει των συρράξεων, με πρωτεργάτες ανθρώπους οι οποίοι δε θα έπιαναν ποτέ τους όπλο και δε θα ρίσκαραν τη ζωή τους.
91. Μια υπέροχη ζωή – «Ψηλά στον Ουρανό» (Πιτ Ντόκτερ, 2009)
Στις ταινίες της Pixar οι πιο πικρές στιγμές είναι εκείνες που καθορίζουν τους ήρωές τους. Και στο «Ψηλά στον Ουρανό» είναι εξαιτίας του πένθους που κινητοποιείται ο γλυκύτατος ηλικιωμένος πρωταγωνιστής ώστε να κάνει το σπίτι του να πετάξει χρησιμοποιώντας μπαλόνια. Πώς όμως θα μπορούσαν οι προθέσεις του να επεξηγηθούν αφηγηματικά; Η απάντηση δίνεται με μια αριστουργηματική εναρκτήρια σεκάνς η οποία αποτελεί σπουδή στην εισαγωγή ενός χαρακτήρα, ενώ χρησιμοποιώντας μόνο τη δύναμη των εικόνων καταφέρνει ταυτόχρονα να στήσει το πλαίσιο της πλοκής, αλλά και να συγκινήσει βαθύτατα. Φταίει γι’ αυτό βέβαια και η βραβευμένη με Γκράμι μουσική του Μάικλ Γκιατσίνο.