Στις 4/12 έρχεται στο Netflix το «Mank», η νέα ταινία του πολυσχιδή Ντέιβιντ Φίντσερ, η οποία μας συστήνει στην ταραχώδη ζωή του σεναριογράφου Χέρμαν Μάνκιεβιτς (Γκάρι Όλντμαν) την περίοδο που έγραφε με τον Όρσον Γουέλς τον αριστουργηματικό «Πολίτη Κέιν» (1941). Ιδανική ευκαιρία λοιπόν για να επισκεφτούμε ξανά τη φιλμογραφία ενός σκηνοθέτη ο οποίος σημάδεψε την ποπ κουλτούρα της τελευταίας εικοσαετίας, βάζοντας στη σωστή σειρά όλες τις ταινίες της καριέρας του.
10. «Το Παιχνίδι» (1997)
Εάν τραβήξουμε λίγο το σκοινί, θα μπορούσαμε να πούμε πως αυτή ήταν η πρώτη απόπειρα του Φίντσερ σε μια κριτική του status quo, των πάμπλουτων προνομιούχων αντρών και των νοσηρών τρόπων που σκαρφίζονται για διασκέδαση, προτού τα καταφέρει πολύ καλύτερα δύο χρόνια μετά στο «Fight Club». Γιατί εν προκειμένω, η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από έναν αυτάρεσκο χρηματιστή ο οποίος ζει μια προβλέψιμη άνευρη ζωή, μέχρι τη στιγμή που δέχεται να συμμετάσχει σε ένα παιχνίδι με άγνωστους κανόνες κι απρόβλεπτη τροπή. Ο στιλίστας Φίντσερ δεν έχει κανένα πρόβλημα να στήσει μια υποβλητική και γοητευτική ατμόσφαιρα μυστηρίου, ο πρωταγωνιστής Μάικλ Ντάγκλας συμπληρώνει υποκριτικά τη φινέτσα, ωστόσο το ενδιαφέρον ενός αμήχανου σεναρίου ξεφουσκώνει γρήγορα, προτού η πλοκή οδηγηθεί σε ένα φινάλε που φλερτάρει με την παρωδία.
9. «Alien 3: Η Τελική Αναμέτρηση» (1992)
Μετά από σχεδόν μια δεκαετία κατά την οποία γύρισε αμέτρητα βίντεο κλιπ, για μια ευρεία γκάμα καλλιτεχνών – από τη Madonna και τον Roy Orbison μέχρι τους Gipsy Kings και τον George Michael, ο Φίντσερ κάνει τη μετάβαση στο σινεμά αναλαμβάνοντας το δεύτερο σίκουελ ενός θρυλικού franchise, αν και αυτή δεν έγινε υπό τις καλύτερες συνθήκες. Μια προβληματική παραγωγή από την πρώτη μέρα που πήρε το πράσινο φως, η σκηνοθεσία του τρίτου «Alien» κατέληξε στα χέρια του Φίντσερ αφού είχε περάσει δεκάδες αλλαγές σεναρίων και τουλάχιστον ενός ακόμα σκηνοθέτη. Ο ίδιος θα αντιμετώπιζε πολλά εμπόδια, κάνοντας συχνά γυρίσματα ακόμα και χωρίς σενάριο, με τους παραγωγούς να παρεμβαίνουν επίμονα στη δουλειά του. Το τελικό αποτέλεσμα περιεγράφηκε από τον κορυφαίο κριτικό κινηματογράφου Ρότζερ Ίμπερτ ως «μια από τις πιο οπτικά άρτιες κακές ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ», σχόλιο παρότι εύστοχο είναι επίσης εν μέρει άδικο για το φιλμ. Παρότι πράγματι ο Φίντσερ δυσκολεύτηκε να εφαρμόσει όσα οραματίστηκε, αργότερα μάλιστα αποκήρυξε την ταινία, είναι γεγονός ότι φρέσκαρε αισθητικά το franchise, έδωσε ακόμα περισσότερο χώρο στην Σιγκούρνι Γουίβερ να ερμηνεύσει εξαιρετικά τη Ρίπλεϊ, ενώ συνολικά αποτελεί ένα βλοσυρό κι ανατριχιαστικό sci-fi φιλμ.
8. «Δωμάτιο Πανικού» (2002)
Ένα αγωνιώδες θρίλερ χιτσκοκικής κοπής, δηλαδή αποτελούμενο εξίσου από σασπένς που κόβει την ατμόσφαιρα στα δύο όσο και τις βάσεις για ουσιώδη ψυχαναλυτική εξέταση, το «Δωμάτιο Πανικού» στήνει τη δράση του γύρω από την εφιαλτική νύχτα δύο γυναικών. Συγκεκριμένα, μιας διαζευγμένης μητέρας (Τζόντι Φόστερ) και της έφηβης κόρης της (Κρίστεν Στιούαρτ), οι οποίες μετακομίζουν σε ένα πολυτελές σπίτι, τόσο διακοσμητικά όσο και τεχνολογικά. Καθώς μεταξύ των ανέσεων που προσφέρει βρίσκονται περίτεχνα συστήματα ασφαλείας μεταξύ των οποίων και το εν λόγω δωμάτιο του τίτλου, το οποίο προσφέρει προστασία από επίδοξους εισβολείς. Οι οποίοι, φυσικά, κάνουν άμεσα την εμφάνισή τους, μόνο που η εξέλιξη της αφήγησης δεν είναι όσο προβλέψιμη ενδεχομένως δείχνει στο χαρτί. Ο Φίντσερ προχωρά σε μια σειρά ανατροπών, πρωτίστως σημειολογικών. Από τη μία, επιλέγει μια αυτόνομη ηρωίδα να προστατέψει μόνη το σπίτι και την οικογένειά της από μια αιφνίδια κι επικίνδυνη απειλή, ανατρέποντας το κλισέ των αδύναμων γυναικών οι οποίες έχουν ανάγκη από (αντρική) προστασία. Από την άλλη, η ταινία συστήνει τη ραγδαία οικειοποίηση των μέσων παρακολούθησης που σημειώθηκε στις αρχές των ‘00s, με το σύστημα ασφαλείας εδώ να προστατεύει όσο και να φέρνει σε κίνδυνο τους πρωταγωνιστές. Εάν η γραφή των εισβολέων – διαρρηκτών, αλλά και το exposition των Φόστερ – Στιούαρτ, δεν ήταν τόσο σχηματικό, όπως επίσης το αυτονόητο τέλος, το «Δωμάτιο Πανικού» θα βρισκόταν ψηλότερα στην κατάταξη.
7. «Η Απίστευτη Ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον» (2008)
Η με διαφορά πιο λυρική ταινία του Φίντσερ, χρωστά το σενάριό της στον Έρικ Ροθ («Forrest Gump», «Μόναχο») ο οποίος με τη σειρά του βασίζεται σε μια ιδέα του σπουδαίου συγγραφέα Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ. Αυτή, θέλει ένα πρόωρα γερασμένο μωρό να γίνεται με τα χρόνια όλο και νεότερο, ενώ όλοι γύρω του ενηλικιώνονται και πεθαίνουν. Μια πραγματικά πρωτότυπη πλοκή, που δίνουν την ευκαιρία στο σκηνοθέτη να αναμετρηθεί με το μαγικό ρεαλισμό αλλά και με ένα πολλαπλών διαστάσεων και κατευθύνσεων υλικό, το οποίο οπτικοποιεί σαν ένα πολύχρωμο, θεαματικό, φτιαγμένο από διηγήσεις και αναμνήσεις παλίμψηστο. Ο Φίντσερ δοκιμάζει τις ικανότητες, και τις φιλοδοξίες του, αναμετρώμενος με ιστορικές παραπομπές, φιλοσοφικές αναζητήσεις, υπαρξιακά ερωτήματα και ατέλειωτες κινηματογραφόφιλες αναφορές (από τον Κισλόφσκι ως τον Άλτμαν), και καταφέρνοντας να σταθεί τελικά όρθιος επί ξυρού ακμής. Ξέρει πώς να κολακέψει το μεγάλο κοινό, γνωρίζει πότε θα συγκρατηθεί και πού θα κρύψει με τρόπο τις προσωπικές του ανησυχίες. Μπορεί να μην διαθέτει το μεγαλείο ενός Κόπολα ή ενός Ντέιβιντ Λιν, δεν ξεπέφτει όμως ούτε στιγμή στις μελοδραματικές ευκολίες ενός Σπίλμπεργκ.
6. «Το Κορίτσι με το Τατουάζ» (2011)
Ρίμεικ του διάσημου σουηδικού μπεστ σέλερ δια χειρός Στιγκ Λάρσον, το οποίο υπό τις οδηγίες του Φίντσερ έγινε σουξέ στο box office και απογείωσε την καριέρα της Ρούνι Μάρα. Πριν από όλα όμως, ο σκηνοθέτης πατάει γκάζι στο αφηγηματικό όχημα, ελέγχοντας άψογα τη δραματουργική πορεία του και χτίζοντας γύρω από τους ήρωές του μια απειλητική, πλήρη διφορούμενων εντάσεων ατμόσφαιρα. «Ξεφλουδίζει» τελετουργικά μια ιστορία εκδίκησης, απληστίας, διαφθοράς, σεξουαλικής κακοποίησης και (σχεδόν) πλήρους αλλοτρίωσης, η οποία μετατρέπει τα θύματα σε θύτες και θυμίζει στους μοναχικούς ανθρώπους ότι, ακόμα και τη στιγμή του θριάμβου τους, δεν έχουν να κρατηθούν παρά μόνο από τον εαυτό τους. Για τις ριπές καταιγιστικής δράσης απέσπασε μάλιστα Όσκαρ καλύτερου μοντάζ (Άνγκους Γουόλ & Κερκ Μπάξτερ).
5. «Το Κορίτσι που Εξαφανίστηκε» (2014)
Η απροσδόκητη και ευφυέστατη ανατροπή στη μέση της ταινίας ακόμα ενθουσιάζει όσους τη θυμούνται, πρόκειται ωστόσο για το αποτέλεσμα του ιδανικού παντρέματος δύο δημιουργικών μυαλών. Αρχικά της συγγραφέα Τζιλιαν Φλιν, η οποία υπογράφει το πρωτότυπο βιβλίο αλλά και τη σεναριακή διασκευή του. Έπειτα, φυσικά, του Φίντσερ ο οποίος πήρε την ιντριγκαδόρικη πρώτη ύλη και την μπόλιασε με τακτ στα κάδρα του, χρησιμοποιώντας εξίσου καυστικά κινηματογραφικά σχόλια. Όλα ξεκινούν από τη σχέση δύο παντρεμένων συγγραφέων, οι οποίοι αντιμετωπίζουν συνηθισμένα προβλήματα, μέχρι τη στιγμή που η σύζυγος εξαφανίζεται μυστηριωδώς αφήνοντας πίσω της σημάδια απαγωγής. Όπως και στο μυθιστόρημα, η Φλιν διατηρεί τη διπλή οπτική των γεγονότων, με τις προσωπικές σκέψεις της ηρωίδας να παρεμβάλλονται από συμβάντα του παρελθόντος. Έτσι τα γεγονότα του παρόντος φωτίζονται διαφορετικά από την off παρέμβαση της αφηγήτριας, όσα έρχονται στην επιφάνεια αιφνιδιάζουν όχι μόνο τον θεατή αλλά και τους ίδιους τους χαρακτήρες, με τη διαρκώς ελισσόμενη πλοκή να βγάζει μέχρι τέλους άσους από το μανίκι της. Ταυτόχρονα ο Φίντσερ εικονογραφεί ένα βουτηγμένο στις σκιές και στα μυστικά σύμπαν, ειδυλλιακό, ηθικό και συμπονετικό επιφανειακά, σάπιο όμως εσωτερικά από την κορφή μέχρι τα νύχια. Ο σαρκασμός είναι βαθύς και ανελέητος, το σασπένς αριστοτεχνικό και η κορύφωση υποδειγματική.
4. «Seven» (1995)
Η ταινία που έβαλε για τα καλά τον Φίντσερ στο κινηματογραφικό χάρτη, με την τελική σεκάνς να σφίγγει στομάχια μέχρι σήμερα. Νεονουάρ με όρους ψυχολογικού θρίλερ, το «Seven» θέλει δύο αστυνομικούς ντετέκτιβ να αναζητούν έναν κατά συρροή δολοφόνο ο οποίος πλαισιώνει τις ειδεχθείς δολοφονίες του με αναφορές στα επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Η μοντέρνα προσέγγιση στις ταινίες γύρω από σίριαλ κίλερς, τόσο ως προς την εξιχνίαση της υπόθεσης όσο και στην κινηματογράφηση, είναι εμφανής από του τίτλους αρχής ακόμα, η ευφάνταστη τεχνική των οποίων κοπιαρίστηκε πολλάκις στη συνέχεια. Επί της ουσίας όμως, το «Seven» προσέγγισε τις θεματικές του με αφοπλιστικά πρωτόγνωρη ωμότητα, σκορπώντας ανατριχίλες με κάθε ευκαιρία και προτείνοντας μια φαταλιστική οπτική πάνω στην ολοκληρωτική κυριαρχία της φρίκης, αλλά και των ανθρώπινων διαστροφών. Γιατί μπορεί να μένει σε όλους αξέχαστη η αποκάλυψη των περιεχομένων εκείνου του κουτιού που κρατά τρομοκρατημένος στο τέλος ο χαρακτήρας του Μπραντ Πιτ, αλλά ακόμα πιο οδυνηρή είναι η συνειδητοποίηση του βαθμού στον οποίο η ανθρωπότητα παρασύρεται από τη γοητεία του κακού.
3. «The Social Network» (2010)
Ακριβώς τη στιγμή που το Facebook εκτινασσόταν στη στρατόσφαιρα του ίντερνετ, αλλάζοντας μαζί ανεπανόρθωτα την ανθρώπινη συμπεριφορά, ο Φίντσερ αποφασίζει να γυρίσει μια ταινία για το δημιουργό του Μαρκ Ζάκεμπεργκ. Επιστρατεύει στο σενάριο τον σπεσιαλίστα Άαρον Σόρκιν («Ζήτημα Τιμής», «Η Δίκη των 7 του Σικάγο») και μαζί δε στήνουν μια τυπική βιογραφία, αλλά μια διαδρομή στη σκοτεινή πλευρά του αμερικανικού ονείρου. Χωρίς να μασούν τα λόγια τους στο πόσο προβληματική έως και μισογύνικη είναι η προσωπικότητα του πανίσχυρου σήμερα Ζάκεμπεργκ, οι δύο δημιουργοί προχωρούν βαθύτερα, μπήγουν τα νύχια τους στο μαλακό υπογάστριο του συμπτωματικού(;) success story του νεαρού άντρα, ξεθάβοντας το επίμονο συναίσθημα ανικανοποίητου που τον καταδιώκει ακόμα κι όταν επικρατήσει σε όλα τα μέτωπα. Σαν κατακάθι μένει μια συνολική απογοήτευση, ατομική και κοινωνική, καθώς και μια άπληστη επιθυμία για ακόμα περισσότερα, η οποία δεν θα ικανοποιηθεί φυσικά ποτέ. Αυτό που ο Ζάκεμπεργκ προσπαθεί λοιπόν τόσο καλά να κρύψει από την αρχή – η οργισμένη παρόρμησή του να κατακτήσει τον κόσμο είναι ο μόνος τρόπος που έχει για να τον καταλάβει – γίνεται ο καθρέφτης ενός απελπισμένου για επικοινωνία και φοβισμένου από την πιθανότητα απόρριψης κόσμου. Μέσα από μια τυπική ιστορία προσωπικής ανόδου και πτώσης, ο Φίντσερ τον περιγράφει στις κινηματογραφικές διαστάσεις που του ταιριάζουν. Αυτές μιας αναίμακτης, γεμάτης μαύρο χιούμορ σαιξπηρικής τραγωδίας δωματίου (με πρόσβαση wifi). Λεκτικές αντιπαραθέσεις μετατρέπονται σε αγωνιώδεις μονομαχίες, οι πιο αδιάφοροι χαρακτήρες σε τραγικούς ήρωες και το φαινόμενο Facebook σε μια συναρπαστική κινηματογραφική παραβολή.
2. «Zodiac» (2007)
Πολύ πριν παραδώσει το αριστοτεχνικό τηλεοπτικό ψυχογράφημα των κατά συρροή δολοφόνων και των εκκεντρικών ντετέκτιβ με το μαεστρικό «Mindhunter», ο Φίντσερ παρέδωσε ένα αυθεντικά αριστουργηματικό φιλμ μυστηρίου. Μεταφερόμαστε στα τέλη των ‘60s, όταν μια σειρά φόνων συγκλονίζουν το Σαν Φρανσίσκο. Κάθε ένας από αυτούς συνοδεύεται από μια κρυπτογραφημένη επιστολή του δράστη προς την αστυνομία, υπογεγραμμένη από κάποιον Ζόντιακ. Τρεις άντρες, ένας σκιτσογράφος, ένας δημοσιογράφος κι ένας αστυνομικός, αναλαμβάνουν δράση ώστε να αποκαλύψουν την ταυτότητά του. Βασισμένος στα πραγματικά γεγονότα, τα υπηρεσιακά αρχεία και δυο μπεστ-σέλερ του άμεσα εμπλεκόμενου Ρόμπερτ Γκρέισμιθ, ο Ντέιβιντ Φίντσερ αναπαριστά το πολυετές, ως τις αρχές του ’80, ανθρωποκυνηγητό του διαβόητου serial killer, εστιάζοντας όχι στην αποκάλυψη της δικής του ταυτότητας, αλλά στα πρόσωπα των διωκτών του. Γιατί αυτό που τον ενδιαφέρει δεν είναι μια ακόμα αστυνομική περιπέτεια, αλλά μια τολμηρή μελέτη πάνω στο φόβο. Αναπαριστώντας λεπτομερώς μια εποχή όπου η Αμερική αλλάζει πρόσωπο και διάθεση καθώς διαπιστώνει ότι ο μεγαλύτερος εχθρός δεν είναι πλέον εξωτερικός, αλλά ο ίδιος της ο εαυτός, το «Ζόντιακ» κρατά σε κάθε του πλάνο τη δύναμη ενός ιστορικού ντοκουμέντου και το διφορούμενο ενός ανησυχητικού ψυχολογικού θρίλερ. Οι τελετουργικές κινήσεις της κάμερας, το τάιμινγκ που συντηρεί την εκκρεμότητα, τα παιχνίδια με το κάδρο, τα χρώματα και το βάθος πεδίου προσδίδουν μια απειλητική νότα ακόμα και στη μικρότερη λεπτομέρεια, ακόμα και στην πιο καθησυχαστική εικόνα. Έτσι παρασυρόμαστε ως το τελευταίο σύνορο αυτού του παραισθητικού σύμπαντος. Εκεί όπου μας περιμένει ο ηττημένος από τη μάχη του με την πραγματικότητα κινηματογραφικός του ήρωας και μια πικρή διαπίστωση. Παρά την τεχνολογική πρόοδο και την ταχύτητα ανταλλαγής πληροφοριών, η αλήθεια για τα πλέον βασικά πράγματα, όπως ο εαυτός μας, θα παραμένει πάντα μια μακρινή ψευδαίσθηση.
1. «Fight Club» (1999)
Λίγες ταινίες καταφέρνουν όχι απλώς να πιάσουν απόλυτα το πνεύμα της εποχής τους αλλά και να… προβλέψουν το μέλλον. Άμα τη εμφανίσει της διχαστική, η διασκευή του μυθιστορήματος του Τσακ Παλάνιουκ ήταν «σχεδιασμένη» να αποτύχει, καθώς ούτε τα στούντιο προέβλεπαν οποιαδήποτε αξιόλογα έσοδα στο box office. Όντως, το άνοιγμα της ταινίας ήταν εν πολλοίς απογοητευτικό, με τη διάδοση από στόμα σε στόμα και τις ενοικιάσεις στα καταστήματα βίντεο να απογειώνουν τελικά τη φήμη του «Fight Club». Κανείς, δηλαδή, δεν τήρησε τον πρώτο κανόνα της μυστικής λέσχης… Το γεμάτο ωμή βία, υποβλητική αισθητική, αμοραλισμό και οργή φιλμ βρήκε πρόσφορο έδαφος σε ένα μαζικό κοινό, κυρίως αντρών, το οποίο ένιωθε αποκλεισμένο από την καθεστηκυία τάξη και ταυτόχρονα καταπιεσμένο από την κοινωνία του καταναλωτισμού που κυριαρχούσε στα τέλη των ‘90s. Όλως τυχαίως, ενάντια σε όλα αυτά στρεφόταν το «Fight Club», με ένα παρόλα αυτά απολίτικο ιδεολογικό πρόσταγμα, το οποίο δίνει αφορμές για αμφιλεγόμενες αναγνώσεις. Αυτή η διφορούμενη ωστόσο διάσταση της ταινίας οφείλεται για τη διαχρονικότητά της, όσο και για τον τρόπο που αποκαθηλώνει βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις περί αρρενωπότητας. Οι πρόδηλα εύθραυστοι πρωταγωνιστές είναι ανίκανοι να διαχειριστούν ή να αναγνωρίσουν τις αδυναμίες τους, έτσι η τοξικότητά τους εκτός του ότι διακωμωδείται κινηματογραφικά, έρχεται να εκπυρσοκροτήσει εν τέλει στα μούτρα τους. Το «Fight Club» απογύμνωσε τις βίαιες παρορμήσεις των πιο συντηρητικών τάσεων, ενώ υπογράμμισε γλαφυρά τις συνέπειες μιας συγκεντρωτικής κι αλλοπρόσαλλης (αντρικής) εξουσίας. Τη στιγμή που σήμερα ερχόμαστε αντιμέτωποι με ομάδες όπως οι «υπερασπιστές των ανδρικών δικαιωμάτων», άτομα που αναφέρονται υποτιμητικά σε όσους αντιτάσσονται στο σεξισμό ή το ρατσισμό με το -βγαλμένο από την ταινία- όρο «χιονονιφάδα» («snowflake»), το «Fight Club» εξακολουθεί να αποτελεί σημείο αναφοράς αλλά και στυγερής προειδοποίησης.