Η απώλεια του εμβληματικού Ennio Morricone το περασμένο καλοκαίρι έβαλε τελεία σε μια δαιδαλώδη καριέρα με περισσότερα από 500 (!) soundtracks, τα οποία γράφτηκαν στο πέρας μιας καριέρας όπου ο Ιταλός μαέστρο δε σταμάτησε να σμιλεύει το ύφος και τη δομή της κινηματογραφικής μουσικής. Μαζί με τη μελέτη της αξεπέραστης κληρονομιάς που αφήνει ο Μορικόνε, ξεκίνησαν οι συζητήσεις για τη φύση των soundtracks σήμερα και τις μεταβολές που γνώρισαν τα τελευταία είκοσι χρόνια.
Από τα επικά «παραδοσιακά» ορχηστρικά scores που ακούσαμε στις μεγάλες παραγωγές των αρχών του αιώνα, περάσαμε στις πιο μετρημένες και μίνιμαλ συνθέσεις των blockbuster. Παράλληλα, άρχισαν να σπανίζουν τα κινηματογραφικά θέματα και να κερδίζουν έδαφος κομμάτια που ηχούν όχι πολύ διαφορετικά από ένα εφέ. Έπειτα, αυξήθηκαν οι δημιουργοί που στράφηκαν σε ambient και ηλεκτρονικούς πειραματισμούς, ενώ όσοι συνέχισαν να εμπιστεύονται τη δύναμη μιας ορχήστρας αναζήτησαν φρέσκους τρόπους προσέγγισης των scores τους ώστε να ανανεωθούν αισθητικά. Η παραπάνω εξέλιξη αντανακλάται στη λίστα που ακολουθεί με τα 20 καλύτερα soundtracks του 21ου αιώνα έως τώρα, στην οποία συνυπάρχουν οι ήχοι που άφησαν στίγμα μονομιάς στη μεγάλη οθόνη αλλά και τα κομμάτια που «έρχονται» από το μέλλον.
Σημειώστε, τέλος, πως από τη λίστα απουσιάζουν ταινίες οι οποίες βάσισαν το soundtrack τους σε ήδη ηχογραφημένη μουσική, όπως τα «High Fidelity» (Στίβεν Φρίαρς, 2000) και «Σχεδόν Διάσημοι» (Κάμερον Κρόου, 2000). Επίσης, φιλμ στα οποία τα πρωτότυπα κομμάτια μειονεκτούν αισθητά σε σχέση με όσα ακούγονται στην ταινία. Τέτοια, για παράδειγμα, είναι η περίπτωση του «Moulin Rouge» (Μπαζ Λούρμαν, 2001) όπου το μοναδικό πρωτότυπο κομμάτι είναι το «Come What May» των David Baerwald και Kevin Gilbertκ. Ή ακόμα το «8 Mile» (Κέρτις Χάνσον, 2002), από το οποίο το «Lose Yourself» του Eminem ως single όχι μόνο πούλησε εκατομμύρια, αλλά έγινε ορόσημο των ‘00s.
20. «Τίγρης και Δράκος» (2000) -Tan Dun
Το wuxia έπος του Ανγκ Λι εκτός από το παγκόσμιο box office σάρωσε και τα Όσκαρ, κατακτώντας συνολικά τέσσερα, εκ των οποίων και εκείνο της πρωτότυπης μουσικής. Ο Tan Dun έχοντας στη διάθεσή του την ορχήστρα της Σανγκάης και τους λυρικούς ήχους του τσέλο που έπαιζε ο διάσημος Yo Yo Ma, έπλασε ένα soundtrack όπου η Ανατολή συναντά τη Δύση και οι ήχοι της παράδοσης εκμοντερνίζονται δίχως να χάνουν την ταυτότητά τους.
19. «Το Μυστικό του Brokeback Mountain» (2005) -Gustavo Santaolalla
Στις χορδές μιας ακουστικής κιθάρας και με λιγοστά κλασικά έγχορδα στο φόντο, αποδομείται η φόρμα της country μουσικής με την οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη η ζωή των καουμπόηδων. Γιατί ο ανέφικτος έρωτας μεταξύ δύο εξ αυτών, όπως μοναδικά τους ενσάρκωσαν οι Χιθ Λέτζερ και Τζέικ Τζίλενχαλ, βρίσκεται στο επίκεντρο μιας ταινίας βραδύκαυστων συγκινήσεων, όπως ακριβώς και οι συνθέσεις του Αργεντινού μουσικού, ο οποίος αφήνει χώρο στα συναισθήματα να αναβλύσουν.
18. «Αυτόχειρες Παρθένοι» (1999) -Air
Ο teenage ύμνος της Σοφία Κόπολα κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το Δεκέμβριο του 2000, με τη μουσική του γαλλικού electro διδύμου να ταιριάζει γάντι με την εποχή. Φρέσκοι από την καλλιτεχνική επιτυχία του «Moon Safari» (1998), οι Air προσέγγισαν τη μουσική για την ταινία της Κόπολα κρατώντας ισορροπίες. Σκαρφίστηκαν κομμάτια που λειτουργούν μόνο στο σύμπαν των «Αυτοχείρων Παρθένων» αλλά και άλλα που στέκονται αυτόνομα. Για αυτό και ορισμένα έγιναν επιτυχία, όπως το «Playground Love», το οποίο δεν πρέπει να υπάρχει μπαρ στην υφήλιο που να μην το έχει παίξει τις μικρές ώρες της μέρας.
17. «Sunshine» (2007) -John Murphy & Underwold
Από τη μία ένας κλασικός μουσικός, ο οποίος έχει στο ενεργητικό του συνεργασίες με σκηνοθέτες όπως οι Γκάι Ρίτσι («Δύο Καπνισμένες Κάνες») και Μάικλ Μαν («Miami Vice»), κι από την άλλη ένα θρυλικό electro σχήμα των ‘90s. Κοινή συνισταμένη; Ο σκηνοθέτης Ντάνι Μπόιλ . Ο μεν Murphy δούλεψε μαζί του πρώτα στο ανατριχιαστικό «28 Μέρες Μετά» (2002), ενώ οι Underworld του χρωστούν μεγάλο μερίδιο της επιτυχίας τους, καθώς το κομμάτι «Born Slippy .NUXX» έγινε χιτ μετά την κυκλοφορία του «Trainspotting» (1996). Ωστόσο στο sci-fi «Sunshine» οι δυο φαινομενικά ασύμβατες πλευρές ενώνουν δυνάμεις για να συνοδεύσουν μουσικά την αποστολή μιας ομάδας αστροναυτών, οι οποίοι πρέπει να «αναστήσουν» τον Ήλιο για να σωθεί η ανθρωπότητα. Το αποτέλεσμα υπερβαίνει την ίδια την ταινία, μιας και συγκεκριμένα το κομμάτι «Adagio in D Minor» παρότι εξαιρετικά απλό στη δομή του, καταφέρνει να συγκινεί αλλά και να εμπνέει με τον πιο αβίαστα αφοπλιστικό τρόπο, συνδυάζοντας τη συναισθηματική δύναμη της κλασικής μουσικής με διακριτικά στοιχεία μοντερνισμού.
16. «La La Land» (2016) -Justin Hurwitz
Συγκάτοικος, συμφοιτητής και αργότερα σταθερός συνεργάτης του Ντάμιεν Σαζέλ, ο Justin Hurwitz θα υπέγραφε το σημαντικότερο -και οσκαρικό- έργο του ως σήμερα, όταν ο σκηνοθέτης θα του ζητούσε να σκαρφιστεί τη μουσική ενός μιούζικαλ. Ο έρωτας ενός ζευγαριού, τα μεγάλα όνειρα και τα ακόμα μεγαλύτερα απωθημένα, ο άκρατος ρομαντισμός και η πίεση των διαδοχικών απογοητεύσεων, συνδυάζονται υπέροχα στο μεταμοντέρνο score του Hurwitz, το οποίο εκσυγχρονίζει ποιητικά τη μουσική των κινηματογραφικών μιούζικαλ. Αποτέλεσμα που δικαιώνει έναν από τους φανατικούς «μαθητές» του σπουδαίου Μισέλ Λεγκράν («Οι Ομπρέλες του Χερβούργου»).
15. «Γέννηση» (2004) -Alexandre Desplat
Μπορεί να είναι διάσημος για δεκάδες soundtracks, από τα οσκαρικά «Ξενοδοχείο Grand Budapest» (Γουές Άντερσον, 2014) και «Η Μορφή του Νερού» (Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, 2017) μέχρι τα ευρωπαϊκά «Προφήτης» (Ζακ Οντιάρ, 2009) και «Το Παραμύθι των Παραμυθιών» ( Ματέο Γκαρόνε, 2015), ωστόσο στην αρχή της καριέρας του ο ελληνικής καταγωγής Ντεσπλά απογείωσε την υποβλητική ατμόσφαιρα της «Γέννησης». Στο θρίλερ του εγκεφαλικού Τζόναθαν Γκλέιζερ, ο συνθέτης έστησε μια βαθιά ανησυχητική ατμόσφαιρα χρησιμοποιώντας μουσική σχεδόν παραμυθένια. Για παράδειγμα στο κομμάτι «Prologue (Birth)», ένα στακάτο μπάσιμο από φλάουτα στρώνει το έδαφος για την ηχηρή «απάντηση» των κρουστών στη συνέχεια, μια αλληλουχία απροσδόκητη όσο και τρομερά επιτυχημένη, ενδεικτική της φαντασίας του Ντεσπλά.
14. «Inception» (2010) -Hans Zimmer
Από τη στιγμή που ακούστηκε για πρώτη φορά στις σκοτεινές αίθουσες ο καλπασμός των εγχόρδων και κυρίως των πνευστών της ορχήστρας του Τσίμερ, τα soundtracks των υπόλοιπων blockbusters της τελευταίας δεκαετίας υιοθέτησαν μονομιάς το ίδιο στιλ. Κι ο λόγος είναι απλός, ο Γερμανός σκαρφίστηκε τον ιδανικό τρόπο για να «επιτεθεί» στο θεατή στον ίδιο ρυθμό με την καταιγιστική δράση, πετυχαίνοντας ταυτόχρονα τη δημιουργία ενός χαρακτηριστικού ήχου. Πρόκειται για ένα αιφνίδιο, σύντομο και ελάχιστα φάλτσο «μπράααμ» που θυμίζει συναγερμό και έκτοτε έχει ταυτιστεί με την ηχητική απόδοση της αγωνίας στο σινεμά. Ήταν δε τόσο εύστοχο, ώστε πλήθος ταινιών το έχουν χρησιμοποιήσει κατά κόρον για να προκαλέσουν ανησυχία, κάτι που είχε να συμβεί από την εποχή των «Σαγονιών του Καρχαρία» (Στίβεν Σπίλμπεργκ, 1975).
13. «The Social Network» (2010) -Trent Reznor & Atticus Ross
Πριν τη συνεργασία του με τον Ντέιβιντ Φίντσερ, ο frontman των σπουδαίων Nine Inch Nails Trent Reznor δεν είχε ποτέ του εμπλακεί στη δημιουργία ενός soundtrack, με εξαίρεση τα δύο τραγούδια που έγραψε για τη «Χαμένη Λεωφόρο» (Ντέιβιντ Λιντς, 1997) και τη μουσική του cult βιντεοπαιχνιδιού «Quake» (1996). Ο Atticus Ross από την άλλη, μόνιμος συνεργάτης του Reznor στην μπάντα, είχε ήδη βρεθεί σε μεγάλες παραγωγές («Ο Εκλεκτός», «New York, I Love You») επομένως ήταν αυτονόητο πως οι δυο τους θα δούλευαν μαζί όταν ήρθε η κλήση από τον Φίντσερ. Το δίδυμο άδραξε την πρόκληση ξεκινώντας από ιδέες όπως «πώς θα ακουγόταν άραγε ένας αστεροειδής τη στιγμή που συγκρούεται με τη Γη», για να οδηγηθεί σε ένα εμβληματικό score το οποίο τροφοδοτεί συγκρατημένα την ένταση σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, χρησιμοποιώντας κυρίως τα synths αλλά και ηλεκτρικές κιθάρες. Εάν ακουστεί αυτόνομη η μουσική από ταινία, εν πολλοίς μοιάζει με ένα αντι-soundtrack, με την έννοια ότι σχηματίζει έναν εντελώς διαφορετικό καμβά συναισθημάτων. Το «Hands Cover Bruise» είναι ενδεικτικό της κατεύθυνσης που διάλεξαν οι Reznor-Ross, αφού η μελωδία που ξεκινά σαν μπαλάντα παίρνει ανεπαίσθητα τη μορφή ενός υπόκωφου βόμβου, μετατρέποντας την οικειότητα της μελαγχολικής μελωδίας σε μια ξέπνοη ανάμνηση ονείρου.
12. «Αμελί» (2001) -Yann Tiersen
Χρειάζονται συστάσεις για το συγκεκριμένο score της λίστας; Μάλλον όχι όταν μιλάμε εκείνο που περιέχει όχι μόνο ένα αλλά δύο από τα πιο επιτυχημένα κινηματογραφικά θέματα της εικοσαετίας. Εννοούμε φυσικά τα «Valse d’Amelie» και «Comptine d’un Autre Ete» τα οποία, εκτός του ότι δένονται τέλεια με το υπέρμετρα ρομαντικό κλίμα της «Αμελί», χάρη στον Tiersen έφεραν ένα απροσδόκητο coolness στη χρήση των ακορντεόν με ένα τίμημα. Ήταν τόσο μαζική η απήχηση της μουσικής του ώστε ο ίδιος σήμερα απεχθάνεται το Παρίσι, όπου τοποθετείται η ταινία, ενώ χρειάστηκε να περάσουν χρόνια για να πιάσει ξανά το ακορντεόν. Έφτασε μάλιστα σε σημείο να πει πως εάν μπορούσε να γυρίσει το χρόνο πίσω δε θα έγραφε τη μουσική του «Αμελί». Και να σκεφτείτε πως όλα αυτά ξεκίνησαν όταν μια μέρα ο σκηνοθέτης Ζαν-Πιερ Ζενέ άκουσε εντελώς τυχαία στο αυτοκίνητο τη μουσική του Tiersen…
11. «Prisoners» (2013) -Johann Johannsson
Λίγοι σύγχρονοι συνθέτες επέδειξαν την πολυμορφία και τη προσαρμοστικότητα του Ισλανδού δημιουργού. Εκτός από τα εξαιρετικά προσωπικά άλμπουμ του, ο Johannsson βρέθηκε πίσω από ετερόκλητα πρότζεκτ χωρίς να θυσιάσει την προσωπικότητά του καθώς εξερευνούσε διαφορετικά είδη και στιλ. Μπορούσε με την ίδια άνεση να γράψει τη μουσική για ένα συμβατικό χολιγουντιανό δράμα όπως τη «Θεωρία των Πάντων» (Τζέιμς Μαρς, 2014), όση είχε για ένα αιματοβαμμένο horror ρετρό αισθητικής σαν το «Mandy» (Πάνος Κοσμάτος, 2018). Το «Prisoners» του Ντενί Βιλνέβ ήταν η πρώτη μεγάλης κλίμακας κινηματογραφική δουλειά του Johannsson, με το σκηνοθέτη να τον εμπιστεύεται ακόμα δύο φορές («Sicario: Ο Εκτελεστής», «Arrival») και να τον περιγράφει ως «δημιουργικό αδερφό». Εκείνο που ανέδειξε ως καινοτόμο τον μουσικό ήταν η ικανότητά του να δημιουργεί υπαινιγμούς με τις νότες, αντί να υπογραμμίζει συναισθηματικά τα πλάνα. Αδιαπραγμάτευτα μινιμαλιστής, χρησιμοποιεί μετρημένες νότες και επίπεδα, ώστε πλάθεται ένα αδιόρατο τείχος μελαγχολίας που αφήνει χώρο στο θεατή ενστικτωδώς όσα νιώθει. Ομολογουμένως η τεχνική του Johannsson τελειοποιείται στο «Arrival», ένα ουσιωδώς πειραματικό sci-fi score, ωστόσο το «Prisoners» συναντάμε τον πιο λυρικό, έως και συγκινητικό, εαυτό του.
10. «Χορεύοντας στο Σκοτάδι» (2000) -Bjork
Ο ρόλος της Σέλμα, της Τσέχας μετανάστριας στην επαρχιακή Αμερική η οποία σταδιακά χάνει την όρασή της, δεν είχε αρχικά προοριστεί για την Ισλανδή καλλιτέχνιδα. Η ριζοσπαστική όμως μουσικός που είχε ήδη αναλάβει τη σύνθεση του soundtrack για την ταινία του Λαρς φον Τρίερ, διαβάζοντας το σενάριο δήλωσε ενθουσιασμένη με την ιδέα του να μπει στη θέση μιας ηρωίδας σαν τη Σέλμα. Τότε ο Δανός auteur την έπεισε να πρωταγωνιστήσει και τα υπόλοιπα, όπως λένε, είναι ιστορία. Γιατί για πρώτη φορά συνδυάζονται αριστοτεχνικά στο σινεμά οι ιδιοφυίες ενός εικονοκλάστη σκηνοθέτη και μιας πρωτοποριακής μουσικού, σε μια ταινία όπου ανατρέπονται οι κανόνες των μιούζικαλ και η καλλιτεχνική δημιουργία σωματοποιείται. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση της Bjork η οποία ευθύνεται τουλάχιστον για τη μισή επιτυχία του βραβευμένου με Χρυσό Φοίνικα «Χορεύοντας στο Σκοτάδι». Δεν είναι τυχαίο, επίσης, πως το soundtrack κυκλοφόρησε ως «Selmasongs», τα τραγούδια της Σέλμα δηλαδή που ενσάρκωσε η Bjork και όχι με τον τίτλο της ταινίας. Μελανό σημείο στην ιστορία της συνεργασίας της μουσικού με τον Τρίερ, οι καταγγελίες της πως την παρενόχλησε σεξουαλικά κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, αλλά και η απόπειρα του τελευταίου να την φωτογραφήσει ως «δύσκολη».
9. «Οι Ώρες» (2002) -Philip Glass
Οι ζωές τριών διαφορετικών γυναικών, σε τρεις διαφορετικές εποχές (1920, 1950, 2000), με μοναδικό συνδετικό κρίκο το μυθιστόρημα της Βιρτζίνια Γουλφ «Η κυρία Ντάλογουεϊ», ξεδιπλώνονται σε μια ταινία που μουσικά θα μπορούσε να πάρει δεκάδες διαφορετικές μορφές. Ο σκηνοθέτης Στίβεντ Ντάλντρι όμως επέλεξε τον Philip Glass, μια εμβληματική μορφή που καθιέρωσε το μινιμαλισμό στην πράξη και ο οποίος δικαίωσε τον Ντάλντρι για την απόφασή του. Όχι τόσο για την προφανή συναισθηματική ομορφιά που έχουν οι συνθέσεις του Glass, όσο για τον τρόπο που οι επαναλήψεις των μελωδιών του αντανακλώνται στη συμπεριφορά και τους προβληματισμούς των τριών ηρωίδων. Είτε βλέπουμε στην ταινία τις καθημερινές τελετουργίες τους είτε ρίχνουμε μια πιο βαθιά ματιά στην καταπίεση που βιώνουν, σεξουαλικά και ταξικά ανεξαρτήτως εποχής, η μουσική του Glass βρίσκεται εκεί για να υπενθυμίζει το διαχρονικό άλγος αλλά και την κρυμμένη δύναμη που τελικά τις χειραφετεί.
8. «Ερωτική Επιθυμία» (2000) - Michael Galasso & Shigeru Umebayasi
Η ταινία – ωδή στον απαγορευμένο έρωτα του Γουόνγκ Καρ Βάι, αποτελεί ένα από τα καλύτερα παραδείγματα «ανακύκλωσης» μουσικής στην ιστορία του σινεμά. Γιατί λίγοι έχουν δει το «Yumeji» (1991) του cult σκηνοθέτη Σεϊτζούν Σουζούκι, όλη η υφήλιος όμως έχει ακούσει το «Yumeji’s Theme» του Shigeru Umebayasi. Το πώς συμβαίνει αυτό εξηγείται εύκολα. Όταν ο πάλαι ποτέ new wave-ας συνθέτης (πρώην μέλος των Ex) έγραψε το συγκεκριμένο κομμάτι, ο Σουζούκι το χρησιμοποίησε απλώς ως φόντο μιας (καλοσκηνοθετημένης) σκηνής συνάντησης ενός ζευγαριού. Ο Καρ Βάι όμως, το ανέδειξε σε κεντρικό μουσικό θέμα της «Ερωτικής Επιθυμίας», στο ρυθμό του οποίου στήθηκε η βραδυφλεγής ένταση μεταξύ των πρωταγωνιστών Μάγκι Τσενγκ και Τόνι Λενγκ. Μαζί και οι γλυκόπικρες μελωδίες του βιολιού και των τσέλο του Michael Galasso, ο οποίος ευθύνεται για το συνολική μελαγχολία που συνοδεύει τα κρυφά βλέμματα του παράνομου ζευγαριού.
7. «Ρέκβιεμ Για Ένα Όνειρο» (2001) -Clint Mansell & The Kronos Quartet
Το σινεμά του Ντάρεν Αρονόφσκι είναι γνωστό για το πομπώδες ύφος, τις φιλόδοξες ιδέες και πάντα τα έντονα συναισθήματα που έρχονται να συντρίψουν τους ήρωές του, έτσι το εν λόγω φιλμ που θεμελίωσε το όνομά του στον κινηματογράφο, δε θα μπορούσε να είναι εξαίρεση. Ο ίδιος την έχει χαρακτηρίσει «ταινία με τέρατα στην οποία μόνο όταν κάτι πάει στραβά ακούς τη μουσική». Ο καλός φίλος και συνεργάτης Clint Mansel βέβαια του παρέδωσε κάτι πολύ περισσότερο. Διότι παρόλο που το «Lux Aeterna», το δημοφιλέστερο κομμάτι του soundtrack, έχει ακουστεί πλείστες φορές σε διαφορετικά μέσα μέχρι σήμερα, καταφέρνει να υφαρπάζει τον ακροατή σα να ‘ναι η πρώτη φορά. Οι συνθέσεις του Mansell επιδρούν επιβλητικά όσο και απελευθερωτικά, τα beats συγχρονίζονται με τα έγχορδα σε σκοπούς σκυθρωπούς όσο και ελπιδοφόρους, λειτουργώντας εν τέλει σαν ένα φαντασιακό ρέκβιεμ με απρόβλεπτο τέλος.
6. «Οι Μισητοί Οκτώ» (2015) -Ennio Morricone
Ο επιμένων νικά και στην περίπτωση της σχέσης του Κουέντιν Ταραντίνο με τον Morricone βρίσκει απόλυτη αλήθεια. Γιατί ο Ιταλός μαέστρο αφού απέρριψε τον σκηνοθέτη μία φορά στα ‘90s («Pulp Fiction») και μια δεύτερη για το «Άδωξοι Μπάσταρδη» (2009), τελικά ενέδωσε στους «Μισητούς Οκτώ» αφού πρώτα λύθηκε μια παρεξήγηση μεταξύ τους. Βλέπετε, στο «Django ο Τιμωρός» (2012) o Morricone έγραψε το πρωτότυπο τραγούδι «Ancora Qui», το οποίο όμως δε χρησιμοποιήθηκε σωστά από τον Ταραντίνο σύμφωνα με τον ίδιο. Γεγονός που έκανε πολλά δημοσιεύματα να ισχυριστούν πως ο θρυλικός συνθέτης δεν ήθελε να δουλέψει ποτέ ξανά μαζί του. Όλοι διαψεύστηκαν όταν κυκλοφόρησε το ταραντινικό γουέστερν, το πρώτο από το 1981 στο οποίο δούλεψε ο Morricone, πετυχαίνοντας να εκμοντερνιστεί ο ήχος ενός είδους που εκείνος είχε καθορίσει. Υλικά του αυτήν τη φορά ήταν επιρροές από το σινεμά του τρόμου και ταινίες όπως «Η Απειλή» (Τζον Κάρπεντερ, 1982) και το «Exorcist II» (Τζον Μπούρμαν, 1977) με αποτέλεσμα το χιονισμένο τοπίο της ταινίας να μοιάζει χειροπιαστά επικίνδυνο. Όταν μετά την κυκλοφορία της ταινίας ο Morricone βρέθηκε με το πρώτο (!) Όσκαρ της καριέρας του στα χέρια, ήρθε απλώς ακόμα μία αναγνώριση της ανεξάντλητης πηγής ιδεών αυτού του δημιουργού.
5. «Ο Χάρι Πότερ και η Φιλοσοφική Λίθος» (2001) – John Williams
Δεν υπάρχει σημερινός 20άρης που να μην ακούει τις απόκοσμες πρώτες νότες του «Prologue» και να μην του σηκώνεται η τρίχα. Αυτή ήταν η εισαγωγή όλων στον κυριολεκτικά μαγικό κόσμο του Χάρι Πότερ (Ντάνιελ Ράντκλιφ), του οποίου μόνη της η εικονογραφία δε θα ήταν αρκετή για να εξάψει τη φαντασία. Ο Williams γράφει συνθέσεις οι οποίες δεν αφήνουν «ασχολίαστο» κανένα πλάνο της ταινίας, επιδεικνύοντας μια μοναδική ικανότητα να σκαρφίζεται τόσο εμβληματικά θέματα όσο και εξαίσια scores. Μόνο τις εναλλαγές μοτίβων στο «Harry’s Wondrous World» να προσέξει κανείς και θα χάσει γρήγορα το μέτρημα. Παράλληλα, μια ματιά στην καριέρα του Williams και θα δει την μοναδική ικανότητά του να «κατοχυρώνει» συνθετικά την επιτυχία διάσημων σήμερα franchises: «Ο Πόλεμος των Άστρων», «Τα Σαγόνια του Καρχαρία», «Ιντιάνα Τζόουνς», «Jurassic Park» και η λίστα συνεχίζεται…
4. «Αόρατη Κλωστή» (2017) -Jonny Greenwood
Πολύ περισσότερο από κιθαρίστας των Radiohead, ο Greenwood έχει αναδειχθεί ως σπάνιος τεχνίτης κινηματογραφικής μουσικής. Θαυμαστής του μπαρόκ και συνθετών όπως ο Penderecki και ο Bach, με διακριτική την επιρροή του Glenn Gould, ο 51χρονος Αμερικάνος χειρίζεται τα scores σα σχολιαστές χαρακτήρων. Προσπαθεί με κάθε σύνθεση να μιλήσει στην αλήθεια των ηρώων, γι’ αυτό και το «Alma» για παράδειγμα αναβλύζει ομορφιά αλλά και ένα κίνδυνο. Ή το «House of Woodcock» που ξεκινά διστακτικά για να ξεχυθεί σε ένα στρόβιλο λυρισμού από έγχορδα και πιάνο. Κι αυτή η πηγαία ομορφιά ήταν που έλλειπε από το σύγχρονο σινεμά.
3. «Η Δολοφονία του Τζέσε Τζέιμς από τον Δειλό Ρόμπερτ Φορντ» (2007) -Nick Cave & Warren Ellis
Το ιδιοσυγκρασιακό γουέστερν του Αυστραλού Άντριου Ντόμινικ αναγνωρίστηκε ετεροχρονισμένα ως ένα υποτιμημένο αριστούργημα, όμως η μουσική που συνέθεσε το ιδιαίτερα παραγωγικό και εξω-κινηματογραφικά διάσημο δίδυμο των Nick Cave & Warren Ellis ξεχώρισε αμέσως. Ο ελεγειακός τόνος που συνοδεύει όλη την αφήγηση βρίσκει αποτύπωμα στις ενδοσκοπικές, μεστές μελωδίες του πιάνου, που κουβαλούν ένα ακαθόριστο συναίσθημα ήττας. Γιατί η σχέση του Τζέσε Τζέιμς (Μπραντ Πιτ) και του Ρόμπερτ Φόρντ (Κέισι Άφλεκ) δηλώνεται από τον τίτλο ως αναπόφευκτα προδοτική, έτσι μένει απ’ έξω οποιαδήποτε διάθεση πανηγυρισμών ή επίδειξης (αρρενωπής) δύναμης που συνήθως απεικονίζονται στα γουέστερν. Ανανεωτικό όσο και αυθεντικά ποιητικό, στο soundtrack συμφιλιώνονται οι ρομαντικοί σαν το Τζέιμς όσο και οι θρασύτατα φοβικοί όπως ο Φορντ.
2. «Κάτω από το Δέρμα» (2013) -Mica Levi
Δεν υπάρχει εύκολος τρόπος να περιγράψει κάποιος αυτό που καταφέρνει η Mica Levi στην ταινία του Τζόναθαν Γκλέιζερ. Μάλιστα, ούτε εκείνη μπορεί να το κάνει: «το τελικό υλικό ακούγεται διεστραμμένο, αλλά επιδιώκαμε το σέξι». Λογικό, αν λάβουμε υπόψη πως η Levi εμπνεύστηκε από τον Ιάννη Ξενάκη, τον John Cage και τη μουσική των… στριπτιτζάδικων για να γράψει το soundtrack. Ταυτόχρονα όμως μπορεί η μουσική να μην ακούγεται σαγηνευτική, αλλά είναι αδιαμφισβήτητα πρωτάκουστη. Ποτέ ξανά μια αργόσυρτη βιόλα δεν έχει ακουστεί τόσο τρομακτική («Andrew Void») και ποτέ πριν οι θορυβώδεις βόμβοι δεν συνδυάστηκαν με τα έγχορδα έτσι ώστε να νιώθει ο ακροατής πως κατασπαράζεται από μια θύελλα. Σημειώστε δε πως η μουσικός δε χρησιμοποιεί πάνω από μια χούφτα νότες για να το πετύχει αυτό. Κι έτσι, μόλις στο πρώτο της (!) score, η Levi αλλάζει το ρου των soundtracks και παραδίδει συνθέσεις τρομακτικότερες από την ίδια την ταινία για την οποία γράφτηκαν.
1. «Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών: Η Συντροφιά του Δαχτυλιδιού» (2001) -Howard Shore
Ένα ανεπανάληπτο έπος απαιτεί ένα αντίστοιχων διαστάσεων soundtrack, έτσι ο Shore είχε απέναντί του έναν άθλο. Όχι μόνο να ανταποκριθεί στις προσδοκίες, αλλά να εμπνευστεί τη μουσική για ένα φανταστικό κόσμο. Δανείστηκε λοιπόν επιρροές από ετερόκλητα ρεύματα, μουσικές πριν το 19ο αιώνα και τάσεις όπως ο ρομαντισμός και το αβανγκάρντ, ώστε να βρει το στιλ που θα αντικατόπτριζε καλύτερα το σύμπαν του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν. Ο Shore είχε στη διάθεσή του μια πολυπληθή ορχήστρα, στούντιο με τεχνολογία αιχμής και περισσότερους από 230 μουσικούς έτοιμους να αποδώσουν τις συνθέσεις του. Ο ίδιος δούλεψε για τέσσερα χρόνια πάνω στην τριλογία του Πίτερ Τζάκσον, γράφοντας ασταμάτητα χωρίς απαραίτητα να περιμένει να ξεκινήσουν τα γυρίσματα. Είναι χαρακτηριστικό πως στην «Επιστροφή του Βασιλιά» (2003) χρησιμοποιήθηκε μουσική στο 90% της ταινίας, από τη στιγμή που συνολικά για το franchise γράφτηκαν περισσότερες από 13 ώρες υλικού. Δεν είναι όμως οι αριθμοί που κάνουν το soundtrack του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» ένα από τα καλύτερα όλων των εποχών. Αλλά το γεγονός πως δίχως αυτό δε νοούνται οι ταινίες του Τζάκσον και κατ’ επέκταση, δεν μπορούμε πια να φανταστούμε τις περιπέτειες στη Μέση Γη χωρίς να το ακούμε.