Τα τελευταία δέκα χρόνια ο κινηματογράφος έζησε ραγδαίες αλλαγές, για τις οποίες έχουμε ήδη μιλήσει διεξοδικά, αλλά και την κυκλοφορία μοντέρνων αριστουργημάτων που αναμφίβολα θα συνεχίσουν να μας απασχολούν τη νέα δεκαετία που ξεκινά. Παρακάτω συγκεντρώσαμε όλες τις ταινίες που προβλήθηκαν στους ελληνικούς κινηματογράφους από το 2010 μέχρι σήμερα και απέσπασαν τα περισσότερα αστεράκια από τον κριτικό κινηματογράφου του «α» Χρήστο Μήτση, προσμένοντας τα επόμενα φιλμ που θα γράψουν ιστορία στις σκοτεινές αίθουσες.
«Ένας Χωρισμός» του Ασγκάρ Φαραντί (2011)
«Το "Ένας Χωρισμός" έχει περιγράψει με διεισδυτική ακρίβεια όλο το σύγχρονο κοινωνικό ιστό του Ιράν, αποτυπώνοντας τις διαπλεκόμενες σχέσεις του, τονίζοντας τις εγγενείς αντιφάσεις του και φέρνοντας στην επιφάνεια τις (πολιτικές από τη μια, ψυχολογικές από την άλλη) δυνάμεις που τον καθορίζουν. [...] Το δράμα κλιμακώνεται στους ρυθμούς ενός κοινωνικού θρίλερ, με τον Φαραντί να διασταυρώνει δεξιοτεχνικά ανθρώπινες επιθυμίες και πάθη (όλα εγωιστικά, όλα δικαιολογημένα), να φέρνει κοντά κι αμέσως να απομακρύνει ξανά τους χαρακτήρες μεταξύ τους, να αντιπαραθέτει τις έννοιες της θρησκευτικής πίστης, του ηθικού χρέους και των οικογενειακών δεσμών. Κι όλα αυτά χωρίς ίχνος καλλιτεχνικού φολκλόρ ή φωτογενούς μιζέριας. [...] Με κάμερα στο χέρι, η οποία μέσα στους κλειστούς χώρους κορυφώνει την ένταση, με το κάδρο να φανερώνει, αλλά κυρίως να αποκρύπτει δραματικά στοιχεία και με ένα αριστουργηματικά δομημένο σενάριο μας παρασύρει βαθιά σε ένα κοινωνικό δράμα για μια χώρα σε μια ιστορικά οριακή της στιγμή (το φινάλε αφήνει το ιρανικό μέλλον εκκρεμές) και σε μια υπαρξιακή οδύσσεια που φέρνει ολόκληρο το σύγχρονο (δυτικό και μη) πολιτισμό αντιμέτωπο με τα αδιέξοδά του».
«Η Ζωή της Αντέλ» του Αμπντελατίφ Κεσίς (2013)
«O Αμπντελατίφ Κεσίς συνοψίζει αριστουργηματικά όλες τις θεματικές οι οποίες διατρέχουν την εκλεκτή φιλμογραφία του, από το "La Faute a Voltaire" και το "L’ Esquive" μέχρι το "Κους Κους με Φρέσκο Ψάρι" και τη "Μαύρη Αφροδίτη": την προβληματική της κοινωνικής ενσωμάτωσης, τον τρόπο με τον οποίο η ενστικτώδης απόλαυση της ζωής αντιπαρατίθεται στις σύγχρονες ηθικές επιταγές, τις προκαθορισμένες βάσει ταξικών αντιθέσεων και οικονομικών αναγκών ανθρώπινες σχέσεις. Το graphic novel της Ζιλί Μαρό "Le bleu est une couleur chaude" τού παρέχει τη σεναριακή ιδέα και τους δύο βασικούς χαρακτήρες, το όνομα ενός εκ των οποίων αλλάζει από Κλεμεντίν σε Αντέλ. Ο βασικός λόγος γι’ αυτήν την αλλαγή είναι η πρωταγωνίστρια Αντέλ Εξαρχόπουλος, η 19χρονη ελληνικής καταγωγής ηθοποιός που πυρπολεί με την παρουσία της την οθόνη κι ερμηνεύει τη γεμάτη ακραία συναισθήματα ηρωίδα της επιστρατεύοντας κάθε κύτταρό της. Η Εξαρχόπουλος παίζει με το βλέμμα, το στόμα, τα χέρια και τα δάκρυά της, τον τρόπο που περπατά, στέκεται και φιλάει, με τους παθιασμένους διαλόγους και την απόλυτη σιωπή της (ο Χρυσός Φοίνικας των Κανών απονεμήθηκε για πρώτη φορά όχι μόνο στον σκηνοθέτη αλλά και στους ηθοποιούς μιας ταινίας)». Διαβάστε ολόκληρη την κριτική της ταινίας εδώ.
«Ο Γιος του Σαούλ» του Λάζλο Νέμες (2015)
«Με ένα μοναδικό, τολμηρότατο και αφηγηματικά ρηξικέλευθο τρόπο, ο νεαρός Ούγγρος σκηνοθέτης ψελλίζει την τελευταία και οριστική κινηματογραφική λέξη πάνω στο Ολοκαύτωμα. Απαντά στο συνολικό πρόβλημα της απεικόνισης της βίας στη μεγάλη οθόνη και προχωρά μακρύτερα, αναζητώντας μαζί με τον ήρωά του διέξοδο στο απόλυτο αδιέξοδο. Κι εκεί που η ελπίδα έχει πάψει προ πολλού να υπάρχει, ο Σαούλ την… εφευρίσκει. Στο πρόσωπο ενός νεκρού παιδιού αναγνωρίζει (;) το δικό του και κάνει σκοπό της ζωής του να διασώσει τη σορό του από τους φούρνους και να τη θάψει. Έτσι, ο "Γιος του Σαούλ" μετατρέπεται σιγά σιγά από ένα σκληρό δράμα επιβίωσης σε μια σπαραχτική υπαρξιακή οδύσσεια. Σε απόλυτη ανθρώπινη τραγωδία-μελέτη του αδιανόητου και διαδικασία ανεύρεσης της ποίησης που υπάρχει, γιατί τελικά υπάρχει, μέσα του». Διαβάστε ολόκληρη την κριτική της ταινίας εδώ.
«Νοσταλγώντας το Φως» του Πατρίσιο Γκουσμάν (2016)
«Εκκινώντας από τη δημιουργία του κόσμου και φτάνοντας στην αναζήτηση μιας σωρού, ο Γκουσμάν ακολουθεί τα φωτεινά ίχνη που αφήνει πίσω της κάθε μικρή και μεγάλη, διαχρονική και βραχύβια, απρόσωπη ή βαθιά ανθρώπινη ιστορία. Επιστρατεύει εικαστικά πανέμορφες εικόνες, συνεντεύξεις, αφήγηση off, ιστορικά ντοκουμέντα. Με καθαρό πολιτικό βλέμμα και αφηγηματική τεχνική που διαπλέκει κοσμολογία, φιλοσοφία, κοινωνικό σχόλιο και απλή καθημερινότητα, συμπυκνώνει τις σπουδαιότερες ιδέες στο πιο λιτό κινηματογραφικό κάδρο. Υπερασπίζεται την αξία της συλλογικής μνήμης, δίνει στο ρεπορτάζ ποιητικές διαστάσεις και αφήνει το φως να διηγηθεί τη συγκινητικά μελαγχολική, προαιώνια διαδρομή του». Διαβάστε ολόκληρη την κριτική της ταινίας εδώ.
«Ρόμα» του Αλφόνσο Κουαρόν (2018)
«Το πρώτο και ακίνητο πλάνο του φιλμ δίνει τον τόνο: καθώς πέφτουν οι τίτλοι, παρατηρούμε από κοντά τα πλακάκια της εσωτερικής αυλής, τα οποία σε λίγο γεμίζουν με απόνερα και σαπουνάδα καθώς κάποιος καθαρίζει το χώρο (η Κλεό, από τα περιττώματα του σκύλου). Στην επιφάνεια του για λίγο ακίνητου νερού αντικατοπτρίζεται ένα αεροπλάνο που περνάει από τον ουρανό. Από τη βρομιά στην ονειρική φυγή και από τη γη στα σύννεφα, το «Ρόμα» διηγείται τη μικρή, συνηθισμένη ιστορία του τονίζοντας τις αντιθέσεις που την κινητοποιούν και μέσα στις οποίες είναι παγιδευμένη η ηρωίδα της (μαζί και μια οικογένεια και μια ολόκληρη χώρα). [...] Με μια εντυπωσιακή μεγαλοπρέπεια κι έναν πρωτόγνωρο λυρισμό, περίπλοκες συνθέσεις του κάδρου και μια αφτιασίδωτη καταγραφή της ωμής πραγματικότητας, ο Κουαρόν αξιοποιεί όλες τις δυνατότητες της κινηματογραφικής αφήγησης, συνθέτοντας ένα απαράμιλλο κοινωνικό έπος». Διαβάστε ολόκληρη την κριτική της ταινίας εδώ.
«Ένας Ελέφαντας Στέκεται Ακίνητος» του Χου Μπο (2019)
«Με μία και μόνον ταινία, καθώς μόλις την ολοκλήρωσε αυτοκτόνησε σε ηλικία 29 ετών, ο Χου Μπο έχει ήδη περάσει στην ιστορία του σινεμά. Το ντεμπούτο και ταυτόχρονα κύκνειο άσμα του ήταν ένα κινηματογραφικό σοκ για το περσινό Φεστιβάλ Βερολίνου, όπου απέσπασε το βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών (FIPRESCI). Ένα βαθιά απαισιόδοξο οδοιπορικό σε ένα έρημο και ακινητοποιημένο κοινωνικό παρόν, το οποίο αποτυπώνει με ανατριχιαστική διαύγεια το υπαρξιακό άγχος μιας νέας γενιάς απέναντι σε έναν κόσμο που αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική της μελαγχολία. [...] Μονοπλάνα μεγάλης διάρκειας ακολουθούν κατά πόδας τους ήρωες σε δαιδαλώδεις, μισοφωτισμένους εσωτερικούς και μεταβιομηχανικού ντεκόρ εξωτερικούς χώρους. Η περιστροφή της κάμερας γύρω τους, όταν εκείνοι κοντοσταθούν, αποκαλύπτει έναν άχρωμο κόσμο παρακμής κι εγκατάλειψης –το ξεπλυμένο γκρι του μπετόν κυριαρχεί σκηνογραφικά– στον οποίο βασιλεύουν η βία, η ψυχολογική καταπίεση και η ηθική παρακμή. Η (κινέζικη) πραγματικότητα, σαν άλλος ακινητοποιημένος ελέφαντας, δεν δίνει δεκάρα για όλα όσα εξελίσσονται «δίπλα» της». Διαβάστε ολόκληρη την κριτική της ταινίας εδώ.
«Ο Ιρλανδός» του Μάρτιν Σκορσέζε (2019)
«Η αμαρτία του (Φρανκ) Σίραν (σ.σ. ο χαρακτήρας του Ρόμπερτ Ντε Νίρο) είναι η πίστη στο αμερικανικό όνειρο, μας σιγοψιθυρίζει ο Σκορσέζε, ο οποίος με βιτριολικό χιούμορ και μια συναρπαστικά περιπετειώδη πλοκή υπογράφει ένα μαφιόζικο έπος που μπολιάζει την υπαρξιακή αγωνία των προηγούμενων ταινιών του με το πολιτικά διεισδυτικό βλέμμα του «Νονού» και τη φιλοσοφική μελαγχολία τού "Κάποτε στην Αμερική". Ταυτόχρονα, στην ωριμότερη στιγμή της καριέρας του, ο σπουδαιότερος εν ζωή Αμερικανός δημιουργός στοχάζεται μπεργκμανικά πάνω στο πέρασμα του χρόνου, υιοθετεί το αφηγηματικό τέμπο ενός ρέκβιεμ (η τελική σκηνή με τον Χόφα είναι βουτηγμένη σε μια μελβιλική σιωπή) και βάζει τον ήρωα-alter ego του να κοιτάξει κατάματα τους σκοτεινότερους εφιάλτες του: ένας δολοφόνος, και μαζί του μια χώρα και μια εποχή, που φοβάται να κοιμηθεί με την πόρτα κλειστή». Διαβάστε ολόκληρη την κριτική της ταινίας εδώ.