Κάθε φορά που φτάνει το πλοίο στο λιμάνι της Σύρου και χαζεύω την Ερμούπολη που όλο και πλησιάζει, μου φαίνεται πως τα αρχοντικά που σκαρφαλώνουν στο λόφο της στραφταλίζουν στο φως. Θες η ανυπομονησία να φτάσω στο κυκλαδίτικο νησί, θες αυτό το δώρο καλοκαιριού μες το Σεπτέμβριο, θες η πραγματική ομορφιά τους; Το μόνο σίγουρο είναι πως κάθε φορά που πατάμε πόδι στο κυκλαδονήσι μια είναι συζήτηση με όλους - πόσο δεν θέλουμε να ξαναφύγουμε από δω.
Στην υγειά των φεστιβάλ, λοιπόν, που μας γυρίζουν εκεί κάθε χρόνο: και ειδικά στο Animasyros που, με τη φετινή του πρόσκληση κατάφερε όχι μόνο να με ξαναπάει σε έναν τόπο που αγαπώ αλλά και πίσω στο χρόνο, όταν πηγαίναμε σε φεστιβάλ, βγαίναμε μετά τις 12π.μ. και το σινεμά ήταν αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας. Φυσικά, όσο ρομαντικά κι αν βλέπω το ταξίδι αυτό, τα απαραίτητα μέτρα ήταν πάντα εκεί να μας θυμίζουν τις νέες συνθήκες και κυρίως, να σιγουρεύουν την προστασία και την ασφάλεια μας. Μάσκες σε ουρές αλλά και κατά τη διάρκεια της προβολής, θερμομετρήσεις κατά την είσοδο στους χώρους του φεστιβάλ, αποστάσεις, απολυμάνσεις ανάμεσα σε κάθε προβολή βρίσκοντα στο καθημερινό μενού, ενώ έλειπαν όλοι οι, περιττοί μεν, διασκεδαστικοί δε συγχρωτισμοί.
Επιπλέον, το Animasyros αποφάσισε φέτος να φροντίσει και όσους δεν τα κατάφερναν να φτάσουν στη Σύρο λόγω ταξιδιωτικών περιορισμών, μεταφέροντας τις δράσεις του και ψηφιακά. Στη νέα πλατφόρμα που λάνσαρε, 5000 μοναδικοί επισκέπτες παρακολούθησαν τις ταινίες του προγράμματος αλλά και ένα μέρος της Αγοράς, ανοίγοντας ακόμα περισσότερο τα σύνορα του φεστιβάλ.
Η Σύρος φυσικά φιλοξένησε για άλλη μια φορά το μεγαλύτερο μέρος των προβολών, με ένα σφιχτό πρόγραμμα παράλληλων δράσεων σε όλο το νησί. Ερμούπολη, Άνω Σύρο, Βάρη, Ποσειδωνία και Φοίνικας μοιράστηκαν τους λάτρεις του animation, που έπαιρναν σειρά προτεραιότητας από νωρίς για να εξασφαλίσουν μία θέση από τις 50 διαθέσιμες. Στο Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Ερμούπολης, ένα ιστορικό μέγαρο στο κέντρο της πόλης στήθηκε η κεντρική pop up οθόνη του φεστιβάλ και εκεί παρακολούθησα μερικές από τις πιο αξιομνημόνευτες ταινίες της διοργάνωσης. Τα δύσκολα θέματα είχαν τον πρώτο λόγο σε πολλές από τις ταινίες που επιλέχθηκαν, ήταν όμως και αυτά με το μεγαλύτερο αντίκτυπο, όπως η χειροπιαστή «Κόρη» της Ντάρια Κασίβα, με την σπαρακτική ιστορία για τη σχέση πατέρα-κόρης όταν τα συναισθήματα δυσκολεύονται να βρουν τρόπο έκφρασης (φοιτητικό διαγωνιστικό). Στο «Ταμού», η ρευστή ταυτότητα του φύλου προσπαθεί να μπει σε ένα καλούπι, υπό το άγρυπνο βλέμμα της πατριαρχικής κοινωνίας του Μαρόκο, σε ένα animation που εξερευνά την τρανς ταυτότητα (Τομ Πρέζμαν, Τζορ Έντερι).
Μεγαλύτερος ήταν ο ανταγωνισμός στο Διεθνές Διαγωνιστικό, με θεματικές και τεχνικές που περνούσαν από όλο το φάσμα των επιλογών. Οι μάσκες του ιαπωνικού θεάτρου Noh ζωντάνεψαν παράλληλα με αποκριάτικες, ειρωνικές, ιατρικές και BDSM στο «Πέρα από το Θέατρο Noh» (Πάτρικ Σμιθ), ενώ η καθημερινότητα των κρατουμένων κατά το Β΄ Παγκόσμιο στο Oranjehotel ανατριχίασε με τη ντοκιμαντερίστικη καταγραφή της («Η Ζωή στο Oranjehotel», Studio Motoko).
Μπορεί μία γυναίκα να ερωτευτεί έναν κατά συρροή δολοφόνο και βιαστή; Όπως αποδεικνύει η (παρανοϊκή) ιστορία του Ρίτσαρντ Ραμίρεζ («Just a Guy»), μπορεί να δημιουργηθεί και ένα ολόκληρο κλαμπ θαυμαστριών. Μία από αυτές, η Σόκο Χάρα, αφηγείται την ιστορία των γυναικών που μοιράστηκαν μαζί του στιγμές αγάπης και πάθους, ενώ εκείνος είχε ήδη καταδικαστεί, καταφέρνοντας να παρατηρήσει αλλά όχι να επικρίνει. Τόσο η επιτυχημένη αισθητική του animation όσο και η σοκαριστική ιστορία «Ενός Συνηθισμένου Τύπου» και όσων των ακολούθησαν φανατικά ήταν αρκετά για να μονοπωλήσουν το ενδιαφέρον. Η δυνατότερη ίσως, στιγμή του φεστιβάλ ήρθε από το «Memorable» του Μπρουνό Κολέ, με τη σουρεαλιστική απεικόνιση στην αλλαγή της ζωής ενός ανοϊκού ζωγράφου, μέσα από την οπτική του γωνία. Αντικείμενα που εξαφανίζονται, άνθρωποι που αλλάζουν μορφή και η αίσθηση της απώλειας του εαυτού πήραν (ψηφιακή) σάρκα και οστά χάρη στην τρυφερή ματιά του Κολέ.
Στο διαγωνιστικό τμήμα παρακολουθήσαμε και μία ελληνική και μία κυπριακή συμμετοχή. Στο δυστοπικό «Sevarambes» του Τζορτζ Κόντος γιγάντια μηχανήματα συνθλίβουν οποιαδήποτε μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης, αναγκάζοντας τον πρωταγωνιστή να δραπετεύσει σε έναν καινούργιο κόσμο, ενώ στο στη, βασισμένη σε αληθινή ιστορία, «Γυναίκα με τους Παπαγάλους» (Μιχάλης Καλοπαίδης) η μοναξιά στην τρίτη ηλικία μας φέρνει απέναντι στις ευθύνες μας.
Δείτε αναλυτικά τα βραβεία του 13ου Animasyros
Μέγα Βραβείο Animasyros: «Flesh», Καμίλα Κάτερ
Ειδική Μνεία Διεθνούς Διαγωνιστικού Τμήματος: «Memorable», Μπρουνό Κολέ
Βραβείο Τηλεοπτικών και Κατά Παραγγελία Ταινιών: «Your Data is Showing», Άννα Μπόνεν
Ειδική Μνεία Τηλεοπτικών και Κατά Παραγγελία Ταινιών: «Lionverse», Χάιντεν Ταν Χέι Μόκ
Βραβείο Φοιτητικού Διαγωνιστικού Τμήματος: «The Storm», Άστριντ Γκουίνετ
Ειδική Μνεία Φοιτητικού Διαγωνιστικού Τμήματος: «Ταμού», Τομ Πρέζμαν, Τζορ Έντερι
Βραβείο Ελληνόφωνης Ταινίας: «Το Ελεφαντάκι», Έφη Παππά
Ειδική Μνεία Ελληνόφωνης Ταινίας: «Η Γυναίκα με τους Παπαγάλους», Μιχάλης Καλοπόδης
Βραβείο Ευρωπαϊκών Αξιών #ThisIsEu: «Bear With Me», Ντάφνα Αγουάντις