Το σαφώς βελτιωμένο ποιοτικά επίπεδο του εθνικού διαγωνιστικού τμήματος που εντοπίσαμε τις προηγούμενες μέρες του 43ου Φεστιβάλ Δράμας παρέμεινε αναλλοίωτο μέχρι και την τελευταία προβολή των ταινιών του τμήματος (25/9). Έτσι ο φετινός ανταγωνισμός για τα βραβεία έχει αυξηθεί κατακόρυφα, με το έργο της κριτικής επιτροπής να ‘ναι κάθε άλλο παρά εύκολο, υπολογίζοντας επιπλέον την απουσία κάποιου ξεκάθαρου φαβορί.
Προτού όμως σταχυολογήσουμε τις τελικές μικρού μήκους που ξεχωρίζουμε από το εθνικό διαγωνιστικό, οφείλουμε μια ειδική αναφορά στο αριστουργηματικό «Sun Dog». Η ταινία του 27χρονου Βέλγου Ντόριαν Γέσπερς συμμετέχει στο νεοσύστατο διεθνές σπουδαστικό τμήμα του φεστιβάλ και αφήνει άναυδο το θεατή με την πρωτότυπη ματιά της, αλλά και το εφιαλτικό κλίμα το οποίο συνθέτει. Στην καρδιά μιας αγριωπής απομονωμένης πόλης του ρωσικού αρκτικού κύκλου, ένας κλειδαράς περιφέρεται από τον ένα πελάτη στον άλλο κι ενδιάμεσα, ζώνεται από τους φόβους της φαντασίας του. Έχοντας ως αφετηρία ένα ύφος που θυμίζει το πυρετώδες σινεμά του Αντρέι Ζουλάφσκι, συνδυασμένο με ένα φρενήρη λυρισμό πλασμένο από ζόφο, το «Sun Dog» δίνει το τελειωτικό του χτύπημα στην ύστατη αξέχαστη σκηνή. Μια κατακλείδα λυτρωτική όσο και μαγευτικά σκαρφισμένη.
Πίσω στο εθνικό διαγωνιστικό, απελευθερωτικό είναι επίσης το φινάλε στο «Βούτα» του Δημήτρη Ζάχου. Σε σενάριο του πολύπειρου Γιώργου Τελτζίδη, η ταινία δανείζεται τον τίτλο της από ένα είδος περιστεριού το οποίο αφού πετάξει ως τα σύννεφα, στη συνέχεια πέφτει με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς στο έδαφος, αλλάζοντας κατεύθυνση την τελευταία στιγμή. Με τα συγκεκριμένα περιστέρια είναι παθιασμένος ο νεαρός πρωταγωνιστής της ταινίας, ο οποίος ανατρέφει τα δικά του όταν δεν εργάζεται για να συντηρήσει την οικογένεια. Τη δύσκολη μα ανέφελη ρουτίνα του διαταράσσει η επιστροφή του πρόσφατα αποφυλακισμένου πατέρα, με τον οποίο το αγόρι έχει αποξενωθεί πλήρως. Σε ευθύ παραλληλισμό με τα χαρακτηριστικά των εν λόγω περιστεριών, αλλά χωρίς ποτέ να κραυγάζουν οι συμβολισμοί, το «Βούτα» εξελίσσεται σε μια πληρέστατη και οξυδερκή ιστορία ενηλικίωσης η οποία θα μπορούσε να οδηγηθεί σε εύκολα συμπεράσματα. Αντ’ αυτού, το φιλμ οδηγείται σε ένα τίμιο προς τον ήρωα του κλείσιμο, το οποίο όχι μόνο δικαιώνει τη μικρή επανάστασή του, αλλά σέβεται την ωριμότητα και την αγνότητα που αλληλοσυμπληρώνονται λίγο πριν τα δεκαοκτώ. Στα επιπλέον θετικά το συνολικά εύστοχο καστ, χωρίς κανένα ηθοποιό να μην ταιριάζει ιδανικά στο ρόλο του.
Ένας ακόμα παλιός γνώριμος του φεστιβάλ, βραβευμένος μάλιστα με το Χρυσό Διόνυσο το 2016 για τον αξιέπαινο «Κύβο», ο Αλέξανδρος Σκούρας παραδίδει ακόμα ένα χαμηλότονα συγκινητικό δράμα με το «Φυσαρμόνικα Μαν». Στον πρωταγωνιστικό ρόλο ο Μάκης Παπαδημητρίου, σε μια από τις καλύτερες κινηματογραφικές ερμηνείες του, ενσαρκώνει έναν πατέρα ο οποίος επιχειρεί να εγκαταλείψει τη χώρα με την κόρη του. Οι αιτίες αυτής της απόφασης μένουν εκτός κάδρου, κι ενώ στα χέρια κάποιου άλλου τέτοιες παραλείψεις θα δημιουργούσαν ζωτικά αφηγηματικά προβλήματα, στου Σκούρα γίνεται εργαλείο για να μεγεθυνθεί η συναισθηματική φθορά του βασικού ήρωα. Η αγωνία της πατρότητας γίνεται διαπεραστική και υφαρπάζει ακόμα και κάποιον, όπως ο υπογράφων, που δεν έχει ιδέα από τους φόβους που πλαισιώνουν την ανατροφή ενός παιδιού. Οι μεγαλοστομίες απουσιάζουν πανηγυρικά στην ταινία για να δώσουν τη θέση τους σε μερικές καθηλωτικές στιγμές, οι οποίες κορυφώνονται στο τέλος. Εκεί που, χάρη στην εξαιρετική χημεία του Παπαδημητρίου με τη μικρή Κυβέλη Βλάχου, αντανακλάται η εγκεφαλική επικοινωνία ενός πατέρα με το παιδί του και ταυτόχρονα, τσακίζει η αφοπλιστική παραδοχή του πως όσο κι αν προσπαθεί είναι ένας «φυσαρμόνικα μαν» χωρίς υπερδυνάμεις.
Χωρίς στ’ αλήθεια να έχει διχάσει το κοινό της Δράμας, αλλά να έχει σίγουρα προξενήσει πολλές συζητήσεις, το απολαυστικό «Μάους Στόρι» (Μιλτιάδης Χρηστίδης) πρόσφερε μια υπερρεαλιστική και απαραίτητη διάσταση στο εθνικό διαγωνιστικό. Μέσα από το υπαρξιακό αδιέξοδο σε τέσσερις τείχους ενός μοναχικού υπαλλήλου σούπερ μάρκετ με τη μορφή ποντικιού, ο οποίος φέρει το χαρακτηριστικό όνομα Γιώργος Αρμάους, ξεδιπλώνονται η ανάγκη για αυτονόμηση, συναισθηματική θαλπωρή και λίγο… τυρί. Η κεντρική ιδέα του Χρηστίδη μπορεί να μην είναι ακριβώς πρωτότυπη, ωστόσο η σκηνοθεσία του διαθέτει στη σωστή ποσότητα τα συστατικά που της προσδίδουν αυθεντικότητα. Όπως οι διάσπαρτες δόσεις σαρδόνιου χιούμορ και έκδηλης ειρωνείας ή ειλικρίνεια με την οποία χειρίζεται τη μελαγχολία του καλόπιστου ήρωά του. Τίποτα από αυτά όμως δε συγκρίνεται με την απροσδόκητη μεταστροφή στο ύφος της ταινίας όταν γίνεται ανέλπιστα ρομαντική, ζεσταίνοντας την οθόνη με χειροπιαστή θαλπωρή. Η συγκεκριμένη κινηματογραφική αναφορά που γίνεται δε στο τέλος, τσίμπησε λιγάκι παραπάνω.