Κάνουμε #cinematherapy βλέποντας ταινίες που χαλαρώνουν, φτιάχνουν το κέφι και πάνε κόντρα στην κλειστοφοβική διάθεση.
Όσοι βρισκόμασταν στην προβολή του «Swiss Army Man» πριν από τέσσερα χρόνια στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, σίγουρα δε θα τη ξεχάσουμε ποτέ. Εκτός από τις χαριτωμένες αντιδράσεις του κοινού κατά τη διάρκεια της θέασης, οι οποίες εναλλάσσονταν από βροντερά γέλια και αυθόρμητα χειροκροτήματα σε μορφασμούς αηδίας, θα αναφέρω την πρώτη φράση που άκουσα αποπίσω μου μόλις άναψαν τα φώτα της αίθουσας: «Ρε φίλε, αυτή ήταν η πιο καμένη ταινία που έχω δει ποτέ».
Μεταξύ των σινεφίλ ο παραπάνω χαρακτηρισμός συνήθως χρησιμοποιείται με θετική χροιά, στο μυαλό του γράφοντος έστω, για ταινίες οι οποίες ξεπερνούν τόσο τη φαντασία και τις προσδοκίες σε σημείο που οποιαδήποτε απόπειρα να τις καταλάβει κάποιος απλώς «καίει» τον εγκέφαλο. Κι ενώ αναμφίβολα υπάρχουν πολύ περισσότερο φευγάτες ταινίες από το «Swiss Army Man», η αντίδραση του φίλτατου θεατή δεν ήταν καθόλου παράξενη.
Το γιατί θα το καταλάβετε κατευθείαν από την υπόθεση. Με πρωταγωνιστές τον αγαπημένο Πολ Ντάνο και τον Ντάνιελ - Χάρι Πότερ- Ράντκλιφ, η πρώτη ταινία των Ντάνιελ Κουάν και Ντάνιελ Σέινερτ θέλει έναν νεαρό ναυαγό (Ντάνο) να βρίσκει αναπάντεχη σανίδα σωτηρίας σε ένα πτώμα (Ράντκλιφ) που ξεβράζει η θάλασσα. Αναρωτιέστε πώς ένα άψυχο σώμα θα βοηθήσει τον μέχρι πρότινος καταδικασμένο ναυαγό; Μείνετε στις θέσεις σας, γιατί ο χαρακτήρας του Ντάνο συνειδητοποιεί πως το πτώμα έχει την ικανότητα να... αερίζεται συνεχόμενα, έτσι το χρησιμοποιεί κυριολεκτικά ως τζετ σκι για να φύγει από το ξερονήσι.
Περιμένετε, έχει κι άλλο. Η χρησιμότητα του Ράντκλιφ δεν περιορίζεται στο ρόλο του «κινητήρα», άλλα, όπως προειδοποιεί ο τίτλος, αποκαλύπτεται πως διαθέτει τόσες ικανότητες όσα εργαλεία ένας ελβετικός σουγιάς. Όπως, για παράδειγμα, να αποθηκεύει το νερό της βροχής στο στέρνο του ή να χρησιμοποιεί ένα συγκεκριμένο μέρος του σώματός του ως πυξίδα. Στο σημείο αυτό να αναφέρουμε το προφανές, πως δηλαδή η ταινία φλερτάρει μονίμως με την ανοησία και τα αστεία δεν οδηγούν τα πράγματα προς μια διαφορετική κατεύθυνση. Με έναν αδιόρατο τρόπο, όμως, οι δύο Ντάνιελ καταφέρνουν, κυρίως μέσω της επαναληψιμότητας και των πειστικών (όντως) ερμηνειών, να παρασύρουν το θεατή στον ημίτρελο κόσμο τους.
Εκεί, όπου πλάι στα εφηβικά και επιφανειακά αστεία, βρίσκει χώρο έκφρασης ένας εντελώς απροσδόκητος λυρισμός, ο οποίος δίνει διαστάσεις μαγικού ρεαλισμού σε μια κατά τα άλλα κάφρικη κωμωδία επιβίωσης. Χρειάζεται ιδιαίτερο, καλώς εννοούμενο, σκηνοθετικό θράσος για να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο, με το δίδυμο των δημιουργών όχι μόνο να το καταφέρνει, αλλά ακόμα και κατά στιγμές να συγκινεί. Στις σεκάνς όπου η φαντασία παίρνει τα ηνία της συμβατικής αφήγησης αποκαλύπτονται και οι -εύκολοι να διαβαστούν- συμβολισμοί της ταινίας, αρκετοί από τους οποίους ήταν ήδη ξεκάθαροι νωρίτερα. Όπως επίσης, ξεχωρίζουν οι στιγμές που ο ρυθμός χαλαρώνει αισθητά την ώρα που μειώνεται η πρωτοτυπία των ιδεών.
Βέβαια, τα ελαττώματα του «Swiss Army Man» βρίσκονται εκεί σα μια υπενθύμιση της κραυγαλέας σιγουριάς με την οποία γυρίστηκε, καθώς σε κάθε πλάνο φαίνεται η λεπτοδουλειά και το πάθος των Κουάν-Σέινερτ. Σε μια γενικότερη κλίμακα, ταινίες σαν και αυτήν σπάνια φτάνουν μπροστά σε ένα ευρύ κοινό, εάν φυσικά καταφέρουν να γυριστούν. Γιατί, αλήθεια, πόσοι θα είχαν το θάρρος να κάνουν pitch ένα τέτοιο σενάριο; Και πόσοι θα επένδυαν τα χρήματά τους σε αυτό; Επομένως, όταν δείτε το «Swiss Army Man» οι πιθανότητες να το αγαπήσετε ή να το μισήσετε είναι 50-50. Αποκλείεται όμως να πείτε πως έχετε δει κάτι παρόμοιο.
Βρείτε όλες τις must see ταινίες για την καραντίνα εδώ.