
Κάνουμε #cinematherapy βλέποντας ταινίες που χαλαρώνουν, φτιάχνουν το κέφι και πάνε κόντρα στην κλειστοφοβική διάθεση.
Οι φίλοι των ταινιών του Χαλ Χάρτλεϊ («The Unbelievable Truth», «Trust») θα θυμούνται σίγουρα μία από τις χαρακτηριστικότερες πρωταγωνίστριές του, την Άντριεν Σέλεϊ. Η ηθοποιός με τα καταγάλανα μάτια πέρασε το μεγαλύτερο μέρος των '90s μπροστά από την κάμερα, με εμφανίσεις κυρίως σε ανεξάρτητες κομεντί, πρόλαβε όμως να γυρίσει παράλληλα τρία φιλμ ως σκηνοθέτιδα.
Και γράφουμε «πρόλαβε», γιατί η Σέλεϊ βρήκε απροσδόκητο τέλος σε ηλικία μόλις 40 ετών, όταν ένας άγνωστος της στέρησε τη ζωή αφού πρώτα εισέβαλε στο γραφείο της εταιρίας παραγωγής της. Η δημιουργός είχε μόλις ολοκληρώσει το «Waitress» (2007), ένα φιλμ πιστό στους κανόνες των ρομαντικών κωμωδιών, του είδους που γνώριζε καλύτερα από όλα και είχε ήδη υιοθετήσει στις δύο προηγούμενες ταινίες της.

Με τη Σέλεϊ να κρατά έναν από τους υποστηρικτικούς ρόλους, η υπόθεση του «Waitress» αφορά φυσικά μια σερβιτόρα, τη Τζένα (Κέρι Ράσελ), η οποία δουλεύει και ως μαγείρισσα σε ένα εστιατόριο αφιερωμένο στις πίτες. Η ηρωίδα είναι διάσημη για τις λαχταριστές συνταγές και τα ευφάνταστα ονόματα που δίνει στα πιάτα της, όπως την πίτα «μισώ τον άντρα μου». Τα υλικά και οι ιδέες προκύπτουν από όσα συμβαίνουν στη ζωή της, όπου πιθανώς θα μαντέψατε πως βρίσκεται εγκλωβισμένη σε ένα δυστυχισμένο γάμο με έναν νταή σύζυγο (Τζέρεμι Σίστο). Το αδιέξοδό της θα γίνει μάλιστα εντονότερο, όταν κατά λάθος μείνει έγκυος και λίγο αργότερα ερωτευτεί τον γυναικολόγο της (Νέιθαν Φίλιον).
Χαμηλοί τόνοι, παιχνιδιάρικο χιούμορ και αβίαστη τρυφερότητα που δίνει ζεστές αποχρώσεις στην ταινία περικλείουν μια αρχετυπική ιστορία γυναικείας χειραφέτησης, αφηγημένη ωστόσο σα μια κομεντί τόσο γλυκιά όσο οι πίτες της ηρωίδας• και με πολλά μάλιστα επίπεδα. Τα συναισθήματα της γυναίκας που υποδύεται η Ράσελ εναλλάσσονται μεταξύ ευφορίας και αφοπλιστικού άγχους, καθώς καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στον πανικό της μητρότητας και το ρίσκο να χάσει τη δουλειά της, άρα και την ανεξαρτησία της, όπως βεβαίως και να γίνει αντιληπτή η παράνομη σχέση που διατηρεί. Η πρωταγωνίστρια αφομοιώνει στην εξαίσια ερμηνεία της την πολυπλοκότητα αυτού του λαβύρινθου, καταφέρνοντας ταυτόχρονα να απογειώσει τις χειρουργικά τοποθετημένες κωμικές ατάκες. Κι η αλήθεια να λέγεται, χωρίς τη Ράσελ η ταινία θα έχανε σημαντικό μέρος της δύναμής και της διαπεραστικής θαλπωρής της.
Υπάρχουν λιγοστές στιγμές που το «Waitress» γίνεται περισσότερο γλυκανάλατο από όσο χρειάζεται, ενώ σε άλλες η αμυδρά τηλεοπτική αισθητική προδίδει το χαμηλό προϋπολογισμό της παραγωγής. Μην απορήσετε όμως εάν πιάσετε τον εαυτό σας να συγκινείται από το πουθενά• η σκηνοθεσία της Σέλεϊ πετυχαίνει χάρη στην αναντίρρητα ειλικρινή προσέγγισή της, αλλά και γιατί δανείζεται το ύφος ενός παραμυθιού με ήρωες οικείους. Τα όποια ψεγάδια τους δεν καμουφλάρονται, αλλά αποθεώνονται, συμβάλλοντας έτσι στη γήινη αίσθηση που διαπερνά την ταινία.
Με λιγοστά υλικά η Σέλεϊ έφτιαξε μια ταινία που καρδιοχτυπά δυνατά και μιλά απευθείας στην καρδιά των Αμερικανών. Ιδιαίτερα εκείνων από τις χαμηλότερες τάξεις, αλλά και όσων αναζητούν συντροφιά στα διάσπαρτα diners και ανυπομονούν για λίγη ψιλή κουβέντα με τις σερβιτόρες, τα κατεξοχήν σύμβολα μιας μητέρας - εργάτριας. Μια ταινία που, επιπλέον, στην ασίγαστη αγωνία για μια βέβαιη απάντηση στο ερώτημα «είσαι άραγε ευτυχισμένος;» απαντά αποστομωτικά: «I'm happy enough».
Βρείτε όλες τις must see ταινίες για την καραντίνα εδώ.