Κάνουμε #cinematherapy βλέποντας ταινίες που χαλαρώνουν, φτιάχνουν το κέφι και πάνε κόντρα στην κλειστοφοβική διάθεση.
Εάν ανήκετε σε αυτούς οι οποίοι, όπως κι εγώ, ανακάλυψαν τον Πίτερ Τζάκσον βλέποντας την τριλογία του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών», ίσως αντιληφθείτε την έκπληξή μου όταν είδα για πρώτη φορά το «Braindead» (1992).
Κι αυτό γιατί δεν περίμενα η τρίτη ταινία του Νεοζηλανδού σκηνοθέτη να είναι ένα αδιανόητα διασκεδαστικό gore πανηγύρι, όπως αργότερα συνειδητοποίησα πως συνέβαινε και με τις προηγούμενές του («Bad Taste», «Meet the Feebles»). Το «Braindead», βέβαια, είναι τρομερά διασκεδαστικό μόνο για όσους αντέχουν να βλέπουν αμέτρητες ποσότητες ψεύτικων σπλάχνων, μαζί με τόνους αίματος να ρίχνονται γενναιόδωρα στη μεγάλη οθόνη...
Κι όμως, όλα ξεκινούν από έναν -όχι ακριβώς κεραυνοβόλο- έρωτα. Η γλυκιά Πακίτα (Νταϊάνα Πενιαλβέρ) θέλει επιτακτικά να συναντήσει τον άνθρωπο με τον οποίο θα μοιραστεί τη ζωή της, γι' αυτό αποφασίζει να διαβάσει τα ταρό. Οι κάρτες «δείχνουν», με το πιο απολαυστικά γραφικό τρόπο, τον Λάιονελ (Τίμοθι Μπαλμ), έναν ατζαμή και ντροπαλό άνδρα ο οποίος σύντομα θα κλέψει την καρδιά της. Τα μόνα εμπόδια στον έρωτά τους; Μια εμμονικά χειριστική μητέρα και ένας μολυσματικός αρουραίος - μαϊμού ο οποίος τη μετατρέπει σε δολοφονική νεκροζώντανη.
Όπως καταλάβατε, το «Braindead» συνδυάζει τους κανόνες των splatter ταινιών τρόμου και της σλάπστικ κωμωδίας με το... μελόδραμα (έμφαση στο μελό). Φανταστείτε το «Evil Dead» γυρισμένο από τον Τζον Χιούζ αντί για τον Σαμ Ράιμι και θα πάρετε μια ιδέα. Ο Τζάκσον, όμως, πετυχαίνει κάτι σπάνιο το οποίο προδίδει την αυθεντική σκηνοθετική φλέβα του. Την ώρα που κυριολεκτικά ξεσαλώνει σαν να βρίσκεται σε παιδική χαρά (οι κινήσεις της κάμερας είναι ηλεκτρισμένες, τα γκαγκς ασταμάτητα, το gore αμείωτο) και δεν επιδιώκει να «πει κάτι» με την ταινία, η περιπέτεια του Λάιονελ και της Πακίτα μετατρέπεται σε μια εξόχως ρομαντική ιστορία αγάπης. Γιατί μαζί μάχονται ενάντια στο πραγματικό κακό , προσπαθώντας από κοινού να απελευθερωθούν από τα συμπλέγματά τους - ο ένας να ανεξαρτητοποιηθεί ψυχολογικά έστω αργοπορημένα, η άλλη να μάθει στ' αλήθεια γιατί έχει ανάγκη να είναι ερωτευμένη,
Πρώτα όμως περνάνε 100 και πλέον λεπτά ακόρεστης σπλατεριάς και μερικοί αξέχαστοι χαρακτήρες, όπως ο προσωπικός αγαπημένος ιερέας (Στιούαρτ Ντεβένι), ο οποίος ουρλιάζει μανιασμένα «I kick ass for the Lord!» προτού μακελέψει όποιο ζόμπι βρει μπροστά του. Δυστυχώς ή ευτυχώς, ο Τζάκσον μετά το «Braindead» σταμάτησε την ενασχόλησή του με το gore, κάνοντας μια στροφή 180 μοιρών προς ένα πιο μαζικό αλλά όχι φτωχότερο σινεμά, σκηνοθετώντας τα υπέροχα «Ουράνια Πλάσματα», με τη συνέχεια της καριέρας του να είναι γνωστή σε όλους...
«Zingaya!»
Βρείτε όλες τις must see ταινίες για την καραντίνα εδώ.