Με αφορμή το αφιέρωμα των 30ών Νυχτών Πρεμιέρας (2-14/10) στον αξεπέραστο Ιάπωνα σκηνοθέτη, επιλέγουμε τα κορυφαία αριστουργήματά του.
Οι καλύτερες ταινίες του Ακίρα Κουροσάβα:
5. "Ο Δολοφόνος του Τόκιο" ("Tengoku to Jigoku" / "High and Low", 1963)
με τους Τοσίρο Μιφούνε, Τατσούγια Νακαντάι, Τσουτόμου Γιαμαζάκι, Τατσούγια Μιάσι.
Σκηνοθετημένο με πυρετώδη ένταση, το αγωνιώδες αυτό θρίλερ διασκευάζει ευφυώς ένα μυθιστόρημα του Αμερικανού Εντ ΜακΜπέιν, εξπέρ της hard boiled αστυνομικής λογοτεχνίας, στο οποίο ένας εργοστασιάρχης ετοιμάζεται να πληρώσει λύτρα για να απελευθερώσει τον απαχθέντα μικρό γιο του. Όταν, όμως, αποκαλύπτεται πως ο απαγωγέας έχει κατά λάθος στα χέρια του τον γιο του σοφέρ του κι όχι τον δικό του, διστάζει να κάνει το ίδιο, έχοντας ανάγκη τα χρήματα για να ολοκληρώσει μια σπουδαία οικονομική συμφωνία. Με σασπένς που κορυφώνεται πλάνο πλάνο και ψυχολογικά διλήμματα τα οποία συντρίβουν τους απελπισμένους ήρωες, ο "Δολοφόνος…" θέτει μερικά αμείλικτα ηθικά ερωτήματα που αντανακλούν τα αδιέξοδα της μεταπολεμικής ιαπωνικής κοινωνίας, παγιδευμένης ανάμεσα στην παράδοση και τη δυτική εισβολή. Μια θεματική η οποία επανέρχεται διαρκώς στα σύγχρονα δράματα του σκηνοθέτη.
4. "Ρασομόν" ("Rashômon", 1950)
με τους Τοσίρο Μιφούνε, Ματσίκο Κίο, Μασαγιούκι Μόρι, Τακάσι Σιμούρα.
Με τους Αμερικανούς επικυρίαρχους έτοιμους να αποχωρήσουν από την Ιαπωνία και την αυστηρή λογοκρισία τους (που δεν επέτρεπε ταινίες πάνω στο ηρωικό εθνικό παρελθόν) να έχει ατονήσει, στις αρχές της δεκαετίας του ’50 ο Κουροσάβα μπορεί πλέον να γυρίσει ένα φιλμ εποχής, διασκευή ενός πρωτοποριακού διηγήματος του Ριονοσούκε Ακουτακάβα. Με τη βοήθεια του νεαρού συνσεναριογράφου Σινόμπου Χασιμότο θα μετατρέψει την ιστορία βιασμού της γυναίκας ενός σαμουράι, αφηγημένη από τέσσερις διαφορετικές οπτικές (ενός ληστή, ενός ξυλοκόπου, του φαντάσματος του σαμουράι και της γυναίκας), σε ένα άγριο, σαρκαστικό και ιδιοφυές πιραντελικό παιχνίδι πάνω στην αλήθεια και το ψέμα, σκηνοθετημένο με μια πρωτόγνωρη δεξιοτεχνία. Η εξωτική γοητεία του θα σοκάρει την παγκόσμια κινηματογραφική κοινότητα όταν προβληθεί στο φεστιβάλ Βενετίας, ένα χρόνο μετά τη γιαπωνέζικη πρεμιέρα της, όπου θα αποσπάσει το Χρυσό Λιοντάρι και αμέσως μετά το (ειδικό) ξενόγλωσσο Όσκαρ, συστήνοντας στην άναυδη Δύση μια παντελώς άγνωστη, γεμάτη δυνατότητες κινηματογραφία.
3. "Ο Καταδικασμένος" ("Ikiru", 1952)
με τους Τακάσι Σιμούρα, Μίκι Ονταγκίρι, Καματάρι Φουτζιβάρα.
Ο τίτλος αφορά στον στερημένο, μετρημένο σε όλα του δημόσιο υπάλληλο Κάντζι Γουατανάμπε, ο οποίος μαθαίνει πως πάσχει από καρκίνο του στομάχου σε τελικό στάδιο. Αποφασίζει να περάσει τις τελευταίες μέρες του σε σπάταλες διασκεδάσεις, με τον Κουροσάβα να μας υπενθυμίζει διακριτικά πως το δράμα του δεν έγκειται στο ότι σύντομα θα πεθάνει, αλλά στο ότι ποτέ δεν έζησε. Κι όταν αποφασίζει πραγματικά να το κάνει θα είναι τη στιγμή κατά την οποία συνειδητοποιεί το εσωτερικό του κενό και αφοσιώνει τις τελευταίες μέρες του στο να μετατρέψει ένα σκουπιδότοπο σε παιδική χαρά. Πρόκειται για την καλύτερη Gendaigeki (σύγχρονου θέματος) ταινία του λυρικού, ανθρώπινου Κουροσάβα, ο οποίος παραδίδει μαθήματα σινεμά και φιλοσοφίας. Υπόδειγμα σκηνοθετικής γεωμετρίας και δραματουργικής ακρίβειας, αποτελεί μια σπουδή σπάνιας ευαισθησίας και κομψότητας πάνω στο πέρασμα του χρόνου, τους υπαρξιακούς μας εφιάλτες και τη σχέση των εν οίκω πράξεων με την εν δήμω εικόνα μας.
2. "Οι Εφτά Σαμουράι" ("Shichinin no Samurai", 1954)
με τους Τακάσι Σιμούρα, Τοσίρο Μιφούνε, Κέικο Τσουσίμα, Νταϊσούκε Κάτο.
Η ιστορία μιας ομάδας σαμουράι οι οποίοι δέχονται, στην πραγματικότητα χωρίς αντάλλαγμα, να υπερασπίσουν τους κατοίκους ενός αγροτικού χωριού από την επιδρομή πολυάριθμων ληστών μετατρέπεται από τον Κουροσάβα σ’ έναν ανεπανάληπτο συνδυασμό επικής περιπέτειας, λυρικού δράματος και κοινωνικής αλληγορίας. Εκρήγνυνται σαν βόμβα στο κινηματογραφικό στερέωμα, αφήνοντας άναυδη την παγκόσμια κινηματογραφία με τις απαράμιλλες αφηγηματικές αρετές της, άφταστες ακόμα και για μια χολιγουντιανή υπερπαραγωγή. Ταυτόχρονα, η ηθική διάσταση της θυσίας και η σχέση ατομικής και συλλογικής ευθύνης εξετάζονται πολυεπίπεδα μπροστά από ένα ιστορικό φόντο, πεδίο αναφοράς και για τις υπόλοιπες ταινίες εποχής του σκηνοθέτη που θα ακολουθήσουν.
1. "Ραν" ("Ran", 1985)
με τους Τατσούα Νακαντάι, Μιέκο Χαράντα, Τζινπάτσι Νέζου, Νταϊσούκε Ρίου.
Η ταινία διασκευάζει με πιστότητα τον "Βασιλιά Λιρ", μεταφέροντας τη δράση του στη φεουδαρχική Ιαπωνία, προσθέτοντας στοιχεία από θρύλους για τον άρχοντα Μόρι Μοτονάρι. Οι κόρες γίνονται εδώ γιοι, αλλά η διαμάχη για την (κάθε είδους) εξουσία παραμένει, σε ένα εικαστικά εκθαμβωτικό έπος που δονείται από τις ιδέες και τα υπαρξιακά ερωτήματα του Σαίξπηρ (το κενό αγάπης και η γέννηση της βίας), τα οποία συναντούν πολυδιάστατες αναφορές πάνω στις ιστορικές αλλαγές της γιαπωνέζικης κοινωνίας. Κορυφαία η πρωταγωνιστική και επηρεασμένη από το θέατρο Νο ερμηνεία του Τατσούα Νακαντάι, όπως ακριβώς κι εκείνη της Μιέκο Χαράντα (Λαίδη Καέντε). Η κόστους 11 εκατομμυρίων δολαρίων υπερπαραγωγή (η ακριβότερη γιαπωνέζικη ταινία μέχρι τότε) είχε χλιαρή υποδοχή στη χώρα της, αλλά σπουδαία καριέρα στο εξωτερικό, εξασφαλίζοντας μια οσκαρική υποψηφιότητα σκηνοθεσίας για τον Κουροσάβα, από τις τέσσερις συνολικά του φιλμ.