Μια από τις σπουδαιότερες ηθοποιούς της γενιάς της, με περισσότερους από 100 τίτλους στο όνομά της, η Ιζαμπέλ Ιπέρ έχει σήμερα γενέθλια και μιας δίνει την ιδανική αφορμή για να θυμηθούμε τις καλύτερες στιγμές της στη μεγάλη οθόνη.
Σε βάθος πέντε δεκαετιών καριέρας, η Ιπέρ τελειοποίησε ένα υποκριτικό στιλ αντιθέσεων, όντας η ίδια ταυτόχρονα απόμακρη, ψυχρή αλλά και γεμάτη σφρίγος και υπερηχητική ένταση. Οι συνεργασίες της συνδέονται διαχρονικά με σπουδαία ονόματα κυρίως του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, ενώ ανέκαθεν αποδείκνυε την ατρόμητη φύση της αναλαμβάνοντας περίπλοκους ρόλους που λίγοι θα είχαν την τόλμη να ενσαρκώσουν. Δεν είναι τυχαίο που σε μια συνέντευξή δήλωσε πως «η υποκριτική σχετίζεται περισσότερο με τη φαντασία παρά την παρατήρηση. Θα μπορούσα να ήμουν κλειδωμένη όλη μου τη ζωή σε ένα δωμάτιο, όμως θα εξακολουθούσα να μπορώ να είμαι ηθοποιός».
Ας δούμε λοιπόν πώς κατάφερε να αφήσει το στίγμα της η Ιζαμπέλ Ιπέρ.
Η Πύλη της Δύσης (1980, Μάικλ Τσιμίνο)
Όπως δόθηκε μάχη για να ολοκληρωθεί η ταλαιπωρημένη παραγωγή του υποτιμημένου, διάρκειας 3 ωρών και 40 λεπτών, γουέστερν του σκηνοθέτη του «Ελαφοκυνηγού», έτσι ο Τσιμίνο χρειάστηκε να παλέψει για να έχει την Ιπέρ στην ταινία. «Παραείναι Γαλλίδα» του είπαν οι παραγωγοί της United Artists. Σύμφωνα με το σκεπτικό τους, ένα επιπλέον πρόβλημα ήταν πως οι πρωταγωνιστές Κρις Κριστόφερσον και Κρίστοφερ Γουόκεν ήταν περισσότερο ελκυστικοί από εκείνη, έτσι το κοινό «θα αναρωτιέται γιατί πηδάνε αυτήν κι όχι ο ένας τον άλλο». Ωραίες εποχές ...not. Ευτυχώς ο Τσιμίνο επέμεινε και η Ιπέρ έκανε το αμερικανικό ντεμπούτο της σε ένα φιλμ που μπορεί να πάτωσε στο box office (3.5 εκατομμύρια εισπράξεις έναντι ενός προϋπολογισμού αξίας 44 εκατ.), της άνοιξε όμως για τα καλά την πόρτα σε μια διεθνή καριέρα. Η ίδια διατήρησε πολύ καλή σχέση μέχρι το τέλος της ζωής του Τσιμίνο, λέγοντας σχετικά σε μια συνέντευξη: «Τον αγαπούσα πολύ, φυσικά. Δεν ξεπέρασε ποτέ βαθιά μέσα του αυτό που συνέβη με την ταινία, αλλά ήταν ένας από τους καλύτερους Αμερικανούς σκηνοθέτες».
Μαντάμ Μποβαρί (1991, Κλοντ Σαμπρόλ)
Ένας από τους σημαντικότερους δημιουργούς της νουβέλ βαγκ, ο Κλοντ Σαμπρόλ υπήρξε επίσης ένας από τους πρώτους που είδαν το ασίγαστο υποκριτικό ταλέντο της Ιπέρ. Κι η ηθοποιός αντάμειψε την εμπιστοσύνη του με το παραπάνω, κάτι που φαίνεται ξεκάθαρα σε αυτήν την εξαιρετική μεταφορά του κλασικού μυθιστορήματος του Γκιστάβ Φλομπέρ. Η Ιπέρ ισορροπεί αψεγάδιαστα τις περιπλοκότητες της Έμα Μποβαρί, μιας γυναίκας η οποία βρίσκεται αιχμάλωτη στο σώμα και το σπίτι της, μέχρις ότου να οδηγηθεί στην οριστική επανάσταση.
Κυρία Χάιντ (2017, Σερζ Μποζόν)
Μπορεί να μην είναι η πρώτη που έρχεται στο μυαλό όταν σκεφτόμαστε γαλλικές κωμωδίες, όμως η Ιπέρ βρίσκει τον τρόπο να διαπρέψει και σε αυτό το είδος ταινιών, εκμεταλλευόμενη την ειρωνεία και την προσποιητή αφέλεια που αβίαστα εκπέμπει με το βλέμμα της. Γνωστότερη είναι η εμφάνισή της στις «8 Γυναίκες» (2002) του Φρανσουά Οζόν, όμως στο απολαυστικά εκκεντρικό φιλμ του πρώην κριτικού Μποζόν δίνει ρέστα. Όπως γράφαμε στην κριτική της ταινίας: «Η Ιπέρ λάμπει στον ρόλο, ξεκλειδώνοντας από σκηνή σε σκηνή τη συνεσταλμένη φύση της ηρωίδας, την οποία ο Μποζόν κινηματογραφεί με πικρή ειρωνεία έτσι όπως χάνεται στο βάθος της αίθουσας διδασκαλίας, βαμμένης στα παλ χρώματα που χαρακτηρίζουν και την ίδια την πρωταγωνίστρια».
Το Ξεκαθάρισμα (1981, Μπερτράν Ταβερνιέ)
Μια παραγνωρισμένη μεταφορά του αιχμηρού pulp μυθιστορήματος «Pop. 1280» που υπογράφει ο επονομαζόμενος «Ντοστογιέφσκι της δεκάρας» Τζιμ Τόμσον, βιβλίο που πρόκειται να διασκευάσει και ο Γιώργος Λάνθιμος. Ο Ταβερνιέ αλλάζει την τοποθεσία της ιστορίας, από μια μικρή πόλη του Τέξας στη δυτική Αφρική λίγο πριν το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο (τα γυρίσματα έγιναν στη Σενεγάλη), όπου ο χαρακτήρας της Ιπέρ κακοποιείται από τον βίαιο σύζυγό της. Για γλιτώσει από τα χέρια του θα βρει απροσδόκητο σύμμαχο στο πρόσωπο ενός αποτυχημένου αστυνομικού, ο οποίος θα θελήσει να αποδείξει την αξία του.
Η Τελετή (1995, Κλοντ Σαμπρόλ)
Η πάλη των τάξεων ανάβει για τα καλά στην ταινία που βασίζεται στην αληθινή ιστορία των αδερφών Παπέν, η οποία με τη σειρά της ενέπνευσε τον Νίκο Παπατάκη («Οι Άβυσσοι», 1963) και τον Ζαν Ζενέ. Εδώ Σαντρίν Μπονέρ και Ιζαμπέλ Ιπέρ σχηματίζουν ένα αμίμητο πρωταγωνιστικό δίδυμο, μιας οικιακής βοηθού και μιας ταχυδρομικής υπαλλήλου, οι οποίες παίρνουν βίαιη εκδίκηση από τα άκαρδα αφεντικά τους. Παράλληλα, η Ιπέρ απέσπασε το πρώτο της βραβείο Σεζάρ, έπειτα από επτά(!) υποψηφιότητες.
Violette Nozière (1978, Κλοντ Σαμπρόλ)
Ο ρόλος μιας διαταραγμένης νεαρής που μετατρέπεται σε δολοφόνο ήταν ο πρώτος από τους επτά συνολικά που ερμήνευσε η Ιπέρ στις ταινίες του Κλοντ Σαμπρόλ, τότε σε ηλικία 25 ετών. Η Βιολέτ Νοζιέρ υπήρξε πραγματικό πρόσωπο τη δεκαετία του '30 στη Γαλλία, η οποία έγινε διάσημη όταν δηλητηρίασε τον πατέρα της. Η ερμηνεία της αναδύει έντονο δυναμισμό και αδιαπραγμάτευτη απείθεια στις συμβάσεις, ενώ η ηρωίδα αποθεώνει την ανεξαρτησία της σε ναρκισσιστικό βαθμό. Εξίσου ποθητή όσο και επικίνδυνη, αυτή ήταν η μεθυστική αμφισημία στο παίξιμο της Ιπέρ που της έφερε βραβείο στο φεστιβάλ των Κανών και την έκανε διάσημη αργότερα.
White Material (2009, Κλερ Ντενί)
Αρκετές δεκαετίες μετά το «Ξεκαθάρισμα», η Ιπέρ επιστρέφει στην Αφρική για λογαριασμό της σπουδαίας Κλερ Ντενί. Μαζί δημιουργούν μία από τις καλύτερες ταινίες της σκηνοθέτιδας, στην οποία η ηθοποιός ενσαρκώνει μια ατρόμητη γυναίκα, η οποία βρίσκεται άθελά της στα διασταυρωμένα πυρά μιας φυλετικής διαμάχης. Αγωνιώδες τέμπο και ένταση που σιγοβράζει, τα σήματα κατατεθέν της Ντενί, απογειώνονται στην ενδοσκοπική ερμηνεία της Ιπέρ που παρασύρει με τη δύναμή της.
Λούλου (1978, Μορίς Πιαλά)
Η ταινία που αρκετοί τοποθετούν ως αφετηρία της γενιάς δημιουργών που διαδέχθηκε τη νουβέλ βαγκ, θέλει την Ιπέρ να ενσαρκώνει μια μικροαστή η οποία εγκαταλείπει τη βόλη της ανέμελης ζωής της για να παντρευτεί έναν κακοποιό (Ζεράρντ Ντεπαρντιέ). Η εμπιστοσύνη και τα άκρα που φτάνει κάποιος για να αποδείξει την αγάπη του εντοπίζονται συχνά στο σινεμά του Πιαλά («La Gueule Ouverte», «Nous ne Vieillirons pas Ensemble»), θεματικές που αναπαριστώνται εδώ με αφιλτράριστο ρεαλισμό και αφοπλιστικό μαγνητισμό από τους δύο πρωταγωνιστικούς σταρ. Ιπέρ και Ντεπαρντιέ θα έσμιγαν ξανά επί της οθόνης δεκαετίες αργότερα, για το βραδυφλεγές «Valley of Love» (2015) του Γκιγιόμ Νικλού.
Εκείνη (2016, Πολ Βερχόφεν)
Τολμηρό, πρωτότυπο, βίαιο και χιουμοριστικό το αριστουργηματικό φιλμ του Πολ Βερχόφεν χρωστά τα μέγιστα στην tour de force ερμηνεία της Ιπέρ, για την οποία απέσπασε την πρώτη οσκαρική υποψηφιότητά της. Όταν κυκλοφόρησε, γράφαμε για την ταινία: «Ο Βερχόφεν βρίσκεται στο στοιχείο του και με ένα βιτριολικό σαρκασμό που σπάει κόκαλα (η Ιπέρ πατάει ακριβώς στις ίδιες νότες) περιγράφει έναν αμοραλιστικό, μοιραία τραυματισμένο μικρόκοσμο που είναι καταδικασμένος να φιλτράρει τις επιθυμίες του μέσα από τις πληγές, τις ενοχές και τα (δεξιοτεχνικά δεμένα με τη θρησκεία) εγκλήματά του. "Κανείς δεν είναι εδώ αθώος", φωνάζει όσο πιο δυνατά μπορεί ο Βερχόφεν, ψιθυρίζοντας ταυτόχρονα "οπότε, ποιος είναι ένοχος;"».
Η Δασκάλα του Πιάνου (2001, Μίκαελ Χάνεκε)
Μαθήματα υποκριτικής παρέδωσε η Ιπέρ σε σημείο που να ξεπερνά, θα τολμούσαμε να πούμε, τη σκηνοθεσία του μαέστρου Χάνεκε. Τα απωθημένα, ο ανέκφραστος πόνος και η φλεγόμενη επιθυμία που πνίγουν την ηρωίδα βρίσκουν απόλυτη έκφραση στο σπινθηροβόλο βλέμμα της Ιπέρ, η οποία ρίχνεται θαρραλέα σε κάθε ψυχολογικό αδιέξοδο που βρίσκει μπροστά της. «Αυτή η ταινία ξεπερνά οτιδήποτε έχω κάνει ποτέ», θα δηλώσει κάποια στιγμή, και ποιος τολμά να φέρει αντίρρηση;