Ηταν η δέκατη τρίτη συνεχής χρονιά που βρέθηκα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και, πιστέψτε με, δεν ήταν καθόλου γρουσούζικη... Για την ακρίβεια, ήταν από τις καλύτερες διοργανώσεις που έχω παρακολουθήσει. Αυτό δεν έχει να κάνει τόσο με το επίπεδο των ταινιών. Και θα εξηγήσω ακριβώς τι εννοώ.
Όταν ο Ορέστης Ανδρεαδάκης και η Ελίζ Ζαλαντό ανέλαβαν το 2016 τη διοίκηση του φεστιβάλ, αρκετοί σκηνοθέτες δεν έβρισκαν το λόγο να κάνουν την πρεμιέρα της ταινίας τους στη συμπρωτεύουσα. Κι αυτό επειδή ο προηγούμενος διευθυντής του οργανισμού Δημήτρης Εϊπίδης δεν είχε καταφέρει να αντικαταστήσει το κενό κινήτρων που άφησε πίσω της η κατάργηση των Κρατικών Βραβείων Ποιότητας. Το δίδυμο Ανδρεαδάκης - Ζαλαντό αντιλήφθηκε από νωρίς ότι το ελληνικό σινεμά είναι η καρδιά του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Διότι όσες καλές ξένες ταινίες και να βρεις για να εντάξεις στο Διεθνές Διαγωνιστικό σου, δύσκολα μπορείς να ανταγωνιστείς τις Κάνες, τη Βενετία και το Βερολίνο ή ακόμη και τη δεύτερη φεστιβαλική ταχύτητα, το Λοκάρνο, το Σαν Σεμπαστιάν και το Κάρλοβι Βάρι.
Αυτό που μπορεί να δώσει στη διοργάνωση παλμό, ένταση και να λύσει μια και καλή κάθε υπαρξιακό της αδιέξοδο είναι το ελληνικό σινεμά, με το οποίο έχει άρρηκτη, διαχρονική σχέση. Φέτος, λοιπόν, σύσσωμη η κινηματογραφική κοινότητα της χώρας έδωσε το «παρών» στην επετειακή 60ή διοργάνωση του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Και αυτό δεν μπορεί παρά να πιστωθεί στη διοίκηση. Μόλις σε τρία χρόνια κατάφερε με στοχευμένες παρεμβάσεις –από νέα βραβεία και ορθές συστάσεις επιτροπών μέχρι καινούργιες επικοινωνιακές πρακτικές και αναβάθμιση της αγοράς– να κάνει τη Θεσσαλονίκη και πάλι επίκεντρο της εγχώριας παραγωγής.
Βέβαια, η φετινή διοργάνωση είχε την τύχη να συμπέσει με τη νέα αρχή που έγινε στην Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου, η οποία έχει πλέον καινούργιο διοικητικό συμβούλιο που προσπαθεί με σωστές κινήσεις διεύρυνσης και ανοίγματος στην κοινότητα να δώσει τέλος στην εσωστρέφεια που την ταλαιπωρούσε το τελευταίο διάστημα.
Κάπως έτσι, για έντεκα ημέρες στη Θεσσαλονίκη (31/10-10/11) ζήσαμε ένα κλίμα ευφορίας κι αισιοδοξίας στον κινηματογραφικό χώρο, μέσα αλλά κι έξω από τις αίθουσες. Σκηνοθέτες, ηθοποιοί, παραγωγοί, τεχνικοί και κριτικοί κινηματογράφου αντάλλασσαν απόψεις και μιλούσαν με πάθος για την εγχώρια δημιουργία στις Αποθήκες και στο φεστιβαλικό στέκι του «Eden», βροντοφωνάζοντας ότι «το ελληνικό σινεμά είναι εδώ, ενωμένο, δυνατό» – για να δανειστούμε από τη συνθηματολογία των ’80s. Αυτό το κλίμα αισιοδοξίας κρατάμε, λοιπόν, πάνω και από την επιεικώς μέτρια φετινή παραγωγή. Διότι είναι σίγουρο ότι αυτή η υγιής νοοτροπία θα φέρει και καλύτερα κινηματογραφικά αποτελέσματα λίαν συντόμως.