Tο δίπολο είναι μια έννοια που επιστρέφει διαρκώς στο έργο του Άλφρεντ Χίτσκοκ και ο Βέλγος σκηνοθέτης Ολιβιέ Μασέ-Ντεπάς («Παράνομη»), μέγας θαυμαστής του, θεμελιώνει την τρίτη ταινία του πάνω στις πολλαπλές αναγνώσεις του· από φιλοσοφικές μέχρι ψυχολογικές. Ο αυθεντικός τίτλος του φιλμ, άλλωστε («Duelles» - «Διπλές»), ενισχύει την αίσθηση πως όσα βλέπουμε αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, εν προκειμένω του μητρικού ενστίκτου (ο αγγλόφωνος και ο ελληνικός τίτλος του). Ο Βρετανός μετρ ορίζει φυσικά και τον αφηγηματικό τόνο αυτού του δραματικού θρίλερ, το οποίο για να κερδίσει σε στιλ, σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του Μασέ-Ντεπάς, μεταφέρει την πλοκή του μυθιστορήματος της Μπαρμπαρά Αμπέλ από το παρόν στη δεκαετία του ’60.
Πριν από μισό και πλέον αιώνα στις Βρυξέλλες, λοιπόν, η Αλίς και η Σελίν είναι δύο καρδιακές φίλες, που έχουν από έναν γιο η καθεμία και ζουν σε διπλανές μεζονέτες. Μοιράζονται τα πάντα, ανάμεσά τους και μια ευτυχισμένη μεσοαστική καθημερινότητα, ώσπου μια μέρα που ο Μαξίμ, ο γιος της Σελίν, μένει στο σπίτι κλινήρης πέφτει από το παράθυρο και σκοτώνεται. Πόσο στενά έπρεπε να τον προσέχει η Αλίς, η οποία είχε υποσχεθεί να τον φροντίζει; Ανάμεσα στις δύο γυναίκες δημιουργείται δικαιολογημένα μια ένταση, αλλά η δυνατή φιλία τους φαίνεται πως βρίσκει γρήγορα το δρόμο προς την επαναπροσέγγιση. Παρ’ όλα αυτά, η Αλίς νιώθει πως η Σελίν θέλει να εκδικηθεί για το χαμό του γιού της, απειλώντας τη ζωή του δικού της παιδιού, του Τεό.
Πατώντας σε γνώριμα κλισέ των θρίλερ αμφιβολίας, ο Μασέ-Ντεπάς στήνει ένα ατμοσφαιρικό παιχνίδι πάνω στο φαίνεσθαι και το είναι, άλλη μία αγαπημένη θεματική του «Χιτς». Ήδη από την πρώτη –εύστροφα στημένη, παραπλανητική– σκηνή τα πάντα μοιάζουν να έχουν μια φανερή και μια καλά κρυμμένη πλευρά. Ανάμεσά τους και οι αληθινές προθέσεις της Σελίν, που περιβάλλονται από ένα πειστικό μυστήριο, αλλάζοντας διαρκώς τη σχέση του θεατή με τις δύο γυναίκες (τη μία στιγμή η Αλίς μοιάζει ανεξέλεγκτα εμμονική και την επόμενη δικαίως καχύποπτη).
Το σασπένς όμως χτίζεται αποτελεσματικά μέχρι ενός σημείου, ύστερα από το οποίο οι συμπτώσεις αρχίζουν να γίνονται εξόφθαλμα βολικές. Ακόμη κι έτσι, ο Βέλγος σκηνοθέτης δεν χάνει ποτέ την αφηγηματική δυναμική του, αντλεί λύσεις από δοκιμασμένες χιτσκοκικές πρακτικές (η ξανθιά Αλίς - η μελαχρινή Σελίν) κι επιλέγει ένα φινάλε τολμηρό ως ιδέα, αλλά εύκολο ως δραματική λύση. Το τελικό σχόλιό του πάνω στο μητρικό ένστικτο έχει ενδιαφέρον, σερβίρεται όμως με μια χολιγουντιανή απλοϊκότητα που το αδικεί.
Γαλλία, Βέλγιο. 2018. Διάρκεια: 97΄. Διανομή: ΔΑΝΑΟΣ / SEVEN FILMS.
Περισσότερες πληροφορίες
Μητρικό Ένστικτο
Στις Βρυξέλλες της δεκαετίας του ’60 η Αλίς και η Σελίν είναι δύο καλές φιλές και γειτόνισσες. Όταν όμως η δεύτερη χάσει τον γιο της σε οικιακό δυστύχημα, η σχέση τους παίρνει αναπάντεχη και άκρως επικίνδυνη τροπή.