Ο Σταύρος Τσιώλης έζησε μια συναρπαστική ζωή και έκανε μια εντελώς ανορθόδοξη καριέρα ως κινηματογραφιστής και θεατράνθρωπος. Γεννήθηκε στην Τρίπολη το 1937 και σπούδασε σινεμά στη σχολή Σταυράκου, πριν βρεθεί στη σινε-φάμπρικα του Φίνου ως παιδί για όλες τις δουλειές και γρήγορα βοηθός σκηνοθέτη. Από το 1958 και για μια δεκαετία υπέγραψε από αυτό το πόστο 54 συνολικά ταινίες, πριν κάτσει ο ίδιος στη σκηνοθετική καρέκλα για τον «Μικρό Δραπέτη» (1968), ένα δυναμικά αφηγημένο μελόδραμα σε δικό του σενάριο, το οποίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Όπως και τα «Πανικός» με τον Κώστα Καζάκο και «Η Ζούγκλα των Πόλεων» (σε σενάριο Νίκου Φώσκολου) με τον Κώστα Πρέκα της επόμενης χρονιάς. Η καταξίωσή του ως ο απόλυτος δεξιοτέχνης και το μεγάλο ταλέντο της Finos Film, όμως, θα έρθει το 1971 με το περιπετειώδες δράμα «Κατάχρησις Εξουσίας» και πάλι σε σενάριο Νίκου Φώσκολου, με πρωταγωνιστή αυτή τη φορά τον Νίκο Κούρκουλο.
Παρότι η ταινία αναδείχτηκε σε μια από τις εμπορικότερες του ελληνικού σινεμά και έδωσε στον Τσιώλη υποσχέσεις για διεθνή καριέρα, εκείνος προτίμησε να αποτραβηχτεί από ένα σύστημα παραγωγής που τον τυποποιούσε αυστηρά και δεν του έδινε κανένα περιθώριο καλλιτεχνικής έκφρασης. Για τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια περιπλανήθηκε μακριά από τα πλατό, περνώντας τα με έναν αληθινά περιπετειώδη τρόπο. Ως οδηγός αγώνων, πλασιέ ή χρηματιστής, πριν βρεθεί στο Άγιο Όρος κι από εκεί πίσω από την κάμερα για το «Μια Τόσο Μακρινή Απουσία». Η ιδέα να επιστρέψει στο σινεμά γεννήθηκε το 1985 και ύστερα από μια συνάντηση με τον διευθυντή φωτογραφίας Γιώργο Αρβανίτη, ο οποίος τον ώθησε και τον βοήθησε έμπρακτα να αναζητήσει την κινηματογραφική «φωνή» του με μια λιτή, χειροποίητη ταινία στο ύψος των ανθρώπων και στον παλμό των καθημερινών παθών τους.
Ο Τσιώλης είχε βρει πλέον τον αληθινό εαυτό του, έναν ποιητή της μικρής φόρμας, του λαϊκού χιούμορ και των απρόβλεπτα καθημερινών χαρακτήρων. Ανθρώπων ονειροπόλων και παραμυθατζήδων, οι οποίοι σαν μοντέρνοι Δον Κιχώτες αναζητούν την περιπέτεια στον έρωτα μιας δεσποινίδος και στη μάχη με δράκους της φαντασίας τους. Θαυμαστής του Όζου, του Μπρεσόν και του Τατί, βασίστηκε στον αυτοσχεδιασμό, σε ερασιτέχνες ηθοποιούς και σε οτιδήποτε – από πλάνο μέχρι ατάκα – που ήταν αγνό και ανεπιτήδευτο.
Ταινία την ταινία έχτισε ένα sui generis κινηματογραφικό σύμπαν, συνεχίζοντας με το «Σχετικά με τον Βασίλη» (1986), τα «Ακατανίκητοι Εραστές» (1988) και «Έρωτας στη Χουρμαδιά» (1990), τα οποία κέρδισαν τα αντίστοιχα βραβεία καλύτερης ταινίας στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, και το «Παρακαλώ Γυναίκες, Μην Κλαίτε» (1992), την καλύτερη ίσως ταινία του, την οποία συνέγραψε και συνσκηνοθέτησε με τον Χρήστο Βακαλόπουλο. Μια ευλογημένη συνάντηση της αγιογραφικής παράδοσης του Βυζαντίου, ενός ελληνόφωνου κινηματογραφικού νεορεαλισμού, της πνευματικής κληρονομιάς του Παπαδιαμάντη και της σοφίας του δημοτικού τραγουδιού, μοναδικής για το παγιδευμένο ανάμεσα στη δικτατορία του σεναρίου και τα διεθνή φεστιβαλικά trend εγχώριο σινεμά.
Επιμένοντας στη γοητεία του χειροποίητου, ο Τσιώλης θα προχωρήσει με το «Χαμένο Θησαυρό του Χουρσίτ Πασά» (1995), με πρωταγωνιστή πάντα τον αγαπημένο του Αργύρη Μπακιρτζή, τον οποίο θα πλαισιώσουν μοναδικά οι Γιάννης Ζουγανέλης και Σάκης Μπουλάς στην αφοπλιστική και cult πλέον σάτιρα της νεοελληνικής πραγματικότητας «Ας Περιμένουν οι Γυναίκες» του 1998. Θα μεσολαβήσουν εφτά χρόνια ως την κινηματογραφική επάνοδό του με το «Φτάσαμεε!» και τον Γιάννη Ζουγανέλη σε ρόλο ξεκαρδιστικού περιπλανώμενου σουβλατζή, περίοδος κατά την οποία ο Τσιώλης θα αρχίσει να γράφει και για το θέατρο.
Τα ανεβάσματα των «Τα Κοκκινομπλέ πατίνια» και «Ταξιδεύοντας με τον ΠΑΟΚ» γνώρισαν θερμή υποδοχή, με τον Τσιώλη να ξεπερνά προσωρινά τα προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούσαν και να υπογράφει το 2018 την τελευταία ταινία του «Γυναίκες που Περάσατε Από Δω», με αφορμή την οποία μας μίλησε εφ’ όλης της ύλης. Την ιστορία ενός μπεκετικού διδύμου (Κωνσταντίνος Τζούμας και Ερρίκος Λίτσης) που φυλάει τσίλιες έξω από ένα αυθαίρετο, με τους περαστικούς να τους διηγούνται «παραμύθια της διπλανής πόρτας γεμάτα (ερωτικούς) πόθους, ελπίδες και απογοητεύσεις», όπως γράψαμε στην κριτική του «α». «Όχι όλα εξίσου διασκεδαστικά ή συγκινητικά, αλλά αυθόρμητα, παιχνιδιάρικα και νοσταλγικά, βαφτισμένα στην ποίηση της καθημερινότητας».
Ο Σταύρος Τσιώλης πέθανε στις 23 Ιουλίου 2019, αφήνοντας πίσω του μια τόσο ηχηρή απουσία.