Ο Τζο είναι ένας ψυχολογικά τραυματισμένος βετεράνος ο οποίος δουλεύει τώρα ως ανορθόδοξος ντετέκτιβ που δεν διστάζει να φτάσει στα άκρα. Έτσι όταν η ανήλικη κόρη ενός πολιτικού εξαφανίζεται, εκείνος αναλαμβάνει να την εντοπίσει και να τη φέρει πίσω. Ο σκορσεζικός «Ταξιτζής» πλανιέται πάνω από ένα βίαιο, άκρως στιλιζαρισμένο και «παραισθητικό» υπαρξιακό θρίλερ το οποίο απέσπασε τα βραβεία σεναρίου και αντρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Κανών.
Με τρεις μεγάλου και άλλες τόσες (εξαιρετικές) μικρού μήκους ταινίες, η Λιν Ράμσεϊ έχει ήδη κατορθώσει να φτιάξει ένα δικό της κινηματογραφικό μικρο-σύμπαν. Από το «Ratcatcher» του 1999 μέχρι το «Morvern Callar» (2002) και το «Πρέπει να Μιλήσουμε για τον Κέβιν» (2011), η Σκοτσέζα σεναριογράφος και σκηνοθέτις περιγράφει με λίγους διαλόγους, ζωντανές εικόνες και δυνατή μουσική έναν κόσμο δύσκολης ενηλικίωσης, τον οποίο οι ήρωές της διασχίζουν ερχόμενοι αντιμέτωποι με τη βία, την απώλεια και την οδύνη. Δεν είναι τυχαίο ότι ασχολήθηκε για χρόνια με τη μεταφορά στην οθόνη του εμβληματικού, πάνω σε αυτές τις θεματικές μυθιστορήματος «Παραδεισένια οστά» (το οποίο κατέληξε εν τέλει στα χέρια του Πίτερ Τζάκσον), ενώ τώρα διασκευάζει μια ανάλογης προβληματικής νουβέλα του Νεοϋορκέζου Τζόναθαν Έιμς.
Ήρωάς της είναι ο Τζο, ένας μοναχικός και ψυχολογικά τραυματισμένος βετεράνος πολέμου, ο οποίος ζει με τη μητέρα του και δουλεύει ως ανορθόδοξος ιδιωτικός ερευνητής – ένας άνθρωπος για όλες τις (βρόμικες) δουλειές. Αναλαμβάνει –με απόλυτη μυστικότητα– να βρει ανθρώπους που εξαφανίστηκαν, χρησιμοποιώντας κάθε διαθέσιμο μέσο και την πλέον αποτελεσματική μέθοδο. Έτσι, όταν η ανήλικη κόρη ενός πολιτικού δεν γυρίζει το βράδυ στο σπίτι, εκείνος αναθέτει στον Τζο να την εντοπίσει και να τη φέρει πίσω, κατευθύνοντάς τον προς ένα κύκλωμα νεανικού sex trafficking.
Όπως τη Μόρβερν Κάλαρ ή τη μητέρα του Κέβιν, έτσι και τον Τζο κατατρύχουν βασανιστικές αναμνήσεις, οι οποίες φέρνουν στο παρόν τον σαδιστικά βίαιο πατέρα του αλλά και το θάνατο ενός μικρού κοριτσιού στο Ιράκ (;). Κυριολεκτικά και μεταφορικά τραυματισμένος, βλέπει την παράλογη φρίκη που τον βασανίζει εσωτερικά να είναι εξίσου κυρίαρχη και στην πραγματικότητα γύρω του, ενώ κάθε προσπάθειά του να απομακρυνθεί από αυτή γίνεται άλλο ένα βήμα που τον φέρνει κοντύτερά της. Διότι για τη Ράμσεϊ (η οποία παίζει «παραισθητικά» με τη γραμμική αφήγηση) η μνήμη δεν είναι παρά ένας εφιάλτης από τον οποίο ο άνθρωπος αγωνίζεται διαρκώς να ξεφύγει, ξυπνώντας σε άλλη μία εφιαλτικότερη πραγματικότητα.
Υπάρχει λοιπόν διαφυγή από αυτήν την υπαρξιακή κόλαση; Η σκορσεζική διαδρομή του Τράβις Μπικλ, του βετεράνου που γίνεται «Ταξιτζής», μπλέκει με την καμπάνια ενός πολιτικού κι επιχειρεί να σώσει μια ανήλικη πόρνη, δείχνει το δρόμο στον αθώο –με βρόμικα χέρια– Τζο. Η επιστροφή του τελευταίου στην καθημερινότητα, ύστερα από μια απίστευτα βίαιη κι αιματηρή κατάδυση στα Τάρταρα, ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο ζωής. Ευτυχέστερο ή οδυνηρότερο; Αληθινό ή ονειρικό; Η Ράμσεϊ αφήνει πολύ σοφά ανοιχτό το φινάλε αυτού του φορμαλιστικά αυτάρεσκου και αφοπλιστικά ωμού αστικού γουέστερν, το οποίο απέσπασε τα βραβεία σεναρίου και αντρικής ερμηνείας (για έναν υπαρξιακά απελπισμένο Γιόακιν Φίνιξ) στο περσινό Φεστιβάλ Κανών.
Μ. Βρετανία, Γαλλία, ΗΠΑ. 2017. Διάρκεια: 95΄. Διανομή: SEVEN FILMS.
Περισσότερες πληροφορίες
Δεν Ήσουν Ποτέ Εδώ
Ο Τζο είναι ένας ψυχολογικά τραυματισμένος βετεράνος, ο οποίος δουλεύει πλέον ως ανορθόδοξος ντετέκτιβ που δεν διστάζει να φτάσει στα άκρα. Έτσι, όταν η ανήλικη κόρη ενός πολιτικού εξαφανίζεται, εκείνος αναλαμβάνει να την εντοπίσει και να τη φέρει πίσω.