Η Αμερικανίδα ηθοποιός και σκηνοθέτιδα υπογράφει το «Lady Bird» την ιστορία ενηλικίωσης της χρονιάς που σπάει τα ταμεία, σάρωσε τις Χρυσές Σφαίρες και ετοιμάζεται να κάνει την έκπληξη στα προσεχή Όσκαρ.
Η ψηλή Καλιφορνέζα δημιουργός βρίσκεται στην καλύτερη φάση της καριέρας της: έχοντας στα χέρια της μία «αυτοσχέδια» ολοδική της ταινία με μικρό προϋπολογισμό (10 εκατ. δολαρίων), που απέφερε συνολικά πάνω από 40 εκατ. στο αμερικάνικο box office, φιγούραρε στις λίστες των καλύτερων ταινιών όλων των πρωτοκλασάτων μέσων, κέρδισε Χρυσή Σφαίρα καλύτερης κωμωδίας ή μιούζικαλ και τώρα διεκδικεί πέντε βραβεία Όσκαρ στις κορυφαίες κατηγορίες της Ακαδημίας! Η διθυραμβική είσοδος της Γκρέτα Γκέργουιγκ στο Χόλιγουντ όμως δεν ήρθε εν μία νυκτί. Γέννημα - θρέμμα του Σακραμέντο, η Γκέργουιγκ βρήκε τον εαυτό της να «αποτυγχάνει» από μικρή ηλικία σε καθετί καλλιτεχνικό, προτού γνωρίσει τους ανθρώπους με τους οποίους θα έγραφε ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία του ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά.
Το σινεμά του πολυλογά
Η συναναστροφή της με συνομήλικους φιλόδοξους σκηνοθέτες όπως ο Τζο Σουάνμπεργκ, τα αδέρφια Ντούπλας και ο Νόα Μπάουμπαχ, της πρόσφερε την ευκαιρία να κάνει τα πρώτα βήματα στο σινεμά όχι πίσω, αλλά μπροστά από την κάμερα. Η Γκέργουιγκ έχτισε έτσι το όνομά της στο χώρο ως ηθοποιός, ερμηνεύοντας ρόλους ανήσυχων, συνειδητοποιημένων γυναικών, δίχως σοβαροφάνεια και με μια διάθεση ερασιτεχνισμού στο παίξιμό της, αποτέλεσμα των οικείων σε εκείνη χαρακτήρων που ενσάρκωνε. Οι ταινίες όπου πρωταγωνιστούσε έγιναν συνώνυμες ενός νέου σινε-κινήματος, του mumblecore, καθώς συνδύαζαν μικροσκοπικό μπάτζετ, νατουραλισμό και την παντοκρατορία των διαλόγων όπως τη μάθαμε από τη νουβέλ βαγκ, θίγοντας τους προβληματισμούς των νεαρών ενηλίκων του 21ου αιώνα που πασχίζουν να ανεξαρτητοποιηθούν από τους γονείς τους. Η Γκέργουιγκ συνέχισε την υποκριτική, «κλειδώνοντας» ρόλος σε όλο και ευρύτερου βεληνεκούς ταινίες, συγγράφοντας παράλληλα το πρώτο της σενάριο που ήταν αποφασισμένη να σκηνοθετήσει η ίδια.
Μία πασχαλίτσα από χρυσό
«Τι σημαίνει προσωπικότητα για τις νεαρές κοπέλες στις ταινίες; Στις περισσότερες η γυναίκα υπάρχει για να την κοιτάζει ένας άντρας. Κάποιες φορές βοηθούν τον πρωταγωνιστή να συνειδητοποιήσει γεγονότα για τον χαρακτήρα του, ενώ άλλες απλώς πεθαίνουν...» Αυτή ήταν η απάντηση της Γκρέτα Γκέργουιγκ για το λόγο που γύρισε το «Lady Bird», με το οποίο διεκδικεί Όσκαρ καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και σεναρίου. Οι αποδείξεις των όσων λέει αποτυπώνονται στον πολύχρωμο χαρακτήρα της βασικής της ηρωίδας. Η Κριστίν ΜακΦέρσον, είναι μία έφηβη που πασχίζει να βρει τη θέση της στον κόσμο και έχει διακαή επιθυμία να ασχοληθεί με την τέχνη. Φτιαγμένη για το ρόλο μοιάζει να είναι η ταλαντούχα Ιρλανδέζα σταρ Σέρσια Ρόναν που με την ερμηνεία της αποσπά την τρίτη υποψηφιότητά της για Όσκαρ. Εδώ, ερμηνεύει με μοναδική ακρίβεια και (μετα)εφηβική ορμή την Κριστίν (μήπως μιλάμε για alter ego της Γκρέτα Γκέργουιγκ;), που επιμένει να τη φωνάζουν Λέιντι Μπερντ, αποφασίζοντας να πιάσει δουλειά και να μπει στη θεατρική ομάδα του σχολείου, παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας της Μάριον. Το ρόλο της σκληρής μάνας που αγαπά με τον δικό της τρόπο την κόρη της ενσαρκώνει η πολύπειρη ηθοποιός Λόρι Μέτκαλφ, η οποία είναι υποψήφια και αυτή για Όσκαρ, και μάλιστα για πρώτη φορά στην καριέρα της. Η Μέτκαλφ δίνει μια βαθιά συναισθηματική ερμηνεία που τη βάζει για τα καλά στο παιχνίδι για το χρυσό αγαλματίδιο. Οι δύο συμπρωταγωνίστριες αποτυπώνουν με μοναδικό τρόπο την πολύπλοκη σχέση μιας μητέρας με την κόρη της, η οποία χάρη στην κάμερα της Γκέργουιγκ μετατρέπεται σε μία εκπληκτική ιστορία ενηλικίωσης που αφήνει το δικό της στίγμα στο ανεξάρτητο αμερικανικό σινεμά.