Με αφορμή τα 25 χρόνια από τον θάνατό του του (7/3/1999), επιστρέφουμε στην άκρως επιλεκτική φιλμογραφία του Στάνλεϊ Κιούμπρικ και βάζουμε σε αξιολογική σειρά τις 13 ταινίες του, οι οποίες σημάδεψαν μία προς μία το σινεμά του 20ου αιώνα.
13. Fear and Desire (1953)
"Η ταινία αφορά έναν πόλεμο που δεν υπάρχει σε κανένα βιβλίο της ιστορίας" μάς ανακοινώνει στα πρώτα πλάνα η φωνή του αφηγητή, εισάγοντάς μας σε μια πολεμική περιπέτεια με διάθεση διαχρονικής παραβολής πάνω στη βία, τα βασικά ανθρώπινα ένστικτα και τις ηθικές επιλογές σε οριακές καταστάσεις. Αν και μόλις 24 χρονών, με δανεικά και τις αποταμιεύσεις του από τις συνεργασίες του ως φωτογράφος με το περιοδικό Look, ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ δεν θα μπορούσε να ξεκινήσει με κάτι απλό και συνηθισμένο την κινηματογραφική του καριέρα. Ο ίδιος είναι σκηνοθέτης, παραγωγός, διευθυντής φωτογραφίας και μοντέρ τού "Fear and Desire", με το φίλο του, μελλοντικά βραβευμένο με Τόνι και Πούλιτζερ συγγραφέα Χάουαρντ Σάκλερ να υπογράφει το σενάριο και τους Φρανκ Σιλβέρα, Κένεθ Αρπ, Πολ Μαζέρσκι και Στίβεν Κόιτ να υποδύονται τέσσερις παγιδευμένους πίσω από τις εχθρικές γραμμές στρατιώτες που προσπαθούν να επιστρέψουν σε φιλικό έδαφος.
Με φανερή διάθεση να προσδώσει υπαρξιακό βάθος σ’ αυτό το ρεαλιστικό εφιάλτη, το φιλμ δεν αποφεύγει τις ευκολίες και κάποιες διδακτικές αφέλειες, τις οποίες συχνά επιτείνουν οι ρηχές ερμηνείες ή τα προβλήματα παραγωγής. Η αφηγηματική δύναμη του πρωτάρη σκηνοθέτη είναι όμως ακαταμάχητη, ασυγκράτητη και ταυτόχρονα ποιητική, με ασφυκτικά αγωνιώδη ατμόσφαιρα που μετατρέπει μια λιτή άσκηση ύφους, διάρκειας μόλις 62 λεπτών, σε μια καφκική οδύσσεια.
Φιλόδοξος και ανικανοποίητος, ο Κιούμπρικ είδε από την πρώτη στιγμή μόνο τα λάθη αυτού του σινεφίλ πρωτόλειου, το αποποιήθηκε και προσπάθησε να εξαφανίσει κάθε κόπια του. Για πολλά χρόνια η ταινία παρέμενε απρόβλητη, αλλά πρόσφατα αποκαταστάθηκε ψηφιακά και κυκλοφόρησε σε DVD, διασώζοντας τα ίχνη μιας κινηματογραφικής ιδιοφυίας εν τη γενέσει της.
12. Killer's Kiss (1955)
Αφού απέσυρε το "Fear and Desire" απογοητευμένος με το αποτέλεσμα, ο Κιούμπρικ δανείστηκε 40.000 δολάρια από το φαρμακοποιό θείο του και στα 26 του χρόνια έβαλε μπρος τη δεύτερη μεγάλου μήκους του. Πραγματοποιώντας τη δική του "αντάρτικη" ταινία, προσαρμόστηκε στις low budget συνθήκες στήνοντας γυρίσματα σε δημόσιους χώρους χωρίς άδεια, πολλές φορές κρυμμένος, κάνοντας τα πάντα: σενάριο, σκηνοθεσία, φωτογραφία και μοντάζ, ικανοποιώντας απόλυτα την τελειομανία του. Το ασπρόμαυρο "Killer's Kiss" είναι ένα φιλμ νουάρ χαρακτηριστικό του κιουμπρικού σύμπαντος. Ο κεντρικός ήρωας είναι ένας μποξέρ της εργατικής τάξης του οποίου ο εύθραυστος σωματότυπος τού στέρησε την ευκαιρία για καταξίωση. Ερωτεύεται την εκθαμβωτική χορεύτρια γειτόνισσά του, την οποία επιχειρεί να σώσει από την "αιχμαλωσία" του αφεντικού της ο οποίος απολαμβάνει στενές σχέσεις με τον υπόκοσμο. Είναι ένας ήρωας - αουτσάιντερ που έρχεται αντιμέτωπος με τον προσωπικό του Γολιάθ για μια και μοναδική πιθανότητα στην ευτυχία. Σε κάτι παραπάνω από μια ώρα, ο Κιούμπρικ στήνει μια ρομαντική ιστορία σε flashback με λυρισμό και έντονα πολιτικά υπονοούμενα τα οποία υπογραμμίζει με χαρακτηριστική κινηματογραφική οξυδέρκεια, όπως το μοντάζ για σεμινάριο στις σκηνές μάχης του μποξέρ με το αφεντικό. Αν και ο ίδιος θεωρεί αυτήν την ταινία επιπέδου κινηματογραφικής σχολής, πρόκειται για ένα αδιανόητα προχωρημένο φιλμ σε μια τόσο νεαρή ηλικία.
11. Full Metal Jacket (1987)
Για τρίτη φορά στη φιλμογραφία του ο τελειομανής σκηνοθέτης καταπιάνεται με το πεδίο μάχης. Αυτήν τη φορά με τον πόλεμο της γενιάς του, εκείνο του Βιετνάμ. Ο μακροχρόνιος, αδιέξοδος και ανούσιος χαρακτήρας του χώρισε στα δύο την αμερικανική κοινωνία, την ώρα που οι νέοι στην πλειοψηφία τους φαντάροι επέστρεφαν ψυχικά ρημαγμένοι στην πατρίδα τους χάρη στη σκληρή προετοιμασία και τις αποτρόπαιες εικόνες που αντίκρισαν στο μέτωπο. Αυτήν του την εμπειρία κατέγραψε ο Γκούσταβ Χάσφορντ στο βιβλίο "The Short-Timers", που ενέπνευσε τον Κιούμπρικ να το διασκευάσει για τη μεγάλη οθόνη. Για πρώτη φορά σκηνοθετεί μία ομάδα και όχι έναν πρωταγωνιστή, η οποία θα περάσει από όλα τα στάδια της εκπαίδευσης ως την πρώτη γραμμή. Σε όλη αυτή τη διαδικασία παρακολουθούμε τον τρόπο με τον οποίο φτιάχνονται άνθρωποι ικανοί να σκοτώσουν και τους ψυχολογικούς ή ηθικούς φραγμούς που πρέπει να ξεπεράσουν όταν χρειαστεί να πιέσουν τη σκανδάλη. Από την πρώτη επιθετική εναρκτήρια σκηνή, όπου ο λοχίας Χάρτμαν "καλωσορίζει" τους νεοσύλλεκτους σε ένα βίαιο κρεσέντο αυτοσχεδιασμού, ο θεατής βρίσκεται μάρτυρας της μεταμόρφωσης των ηρώων σε ζωντανά όπλα. Αν και στο δεύτερο μισό η ταινία χάνει μέρος της δυναμικής της, το αντιπολεμικό ανάθεμα του Κιούμπρικ ξεχωρίζει για τις συνταρακτικές ερμηνείες του Βίνσεντ ντ' Ονόφριο (μόλις στον τρίτο του ρόλο) που λυγίζει κάτω από την ψυχολογική πίεση και του Λι Έρμι, ο οποίος για να κερδίσει το ρόλο του λοχία συγκέντρωσε τους ηθοποιούς του καστ και τους ρεζίλεψε αυτοσχεδιάζοντας επί δεκαπέντε λεπτά.
10. Σπάρτακος (Spartacus, 1960)
Προσωπικό σχέδιο του παραγωγού και πρωταγωνιστή Κερκ Ντάγκλας, η ιστορία του Θρακιώτη μονομάχου ο οποίος τον πρώτο αιώνα προ Χριστού οδήγησε στην εξέγερση των σκλάβων και σ’ έναν πόλεμο που αναστάτωσε ολόκληρη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία έμελλε να εξελιχθεί σ’ ένα από τα κορυφαία ιστορικά έπη της κινηματογραφικής ιστορίας. Ο διάσημος σταρ προσέλαβε τον Ντάλτον Τράμπο, θύμα της μακαρθικής λίστας, ως σεναριογράφο και επέβαλλε την αναγραφή του ονόματός του στους τίτλους, ενώ απέλυσε τον αρχικό σκηνοθέτη Άντονι Μαν ("Ελ Σιντ", "Η Πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας") και προσέλαβε τον μόλις 30 ετών Στάνλεϊ Κιούμπρικ, με τον οποίο είχαν συνεργαστεί στους "Σταυρούς στο Μέτωπο". Μια απόφαση για την οποία θα μετάνιωνε κατόπιν πικρά, καθώς ο νεαρός auteur προσπάθησε να αλλάξει πολλά σημεία του – μοραλιστικού και διδακτικού κατά τη γνώμη του – σεναρίου του Τράμπο, αρνήθηκε τα ηρωικά κλόουζ απ στον Ντάγκλας, δεν ανέχθηκε τα βεντετιλίκια του πρωτοκλασάτου καστ (Λόρενς Ολίβιε, Τζιν Σίμονς, Τσαρλς Λότον, Τόνι Κέρτις, Πίτερ Ουστίνοφ), γύρισε με πρωτοφανή για την εποχή του ρεαλισμό τις σκηνές μάχης (η λογοκρισία έκοψε πολλές απ’ αυτές) και, ως επαγγελματίας φωτογράφος ο ίδιος, έβαλε τον διευθυντή φωτογραφίας Ράσελ Μέτι σε μια γωνιά και πέρασε εκείνος πίσω από την κάμερα! Το αποτέλεσμα ήταν ένα θεαματικότατο, πρωτοποριακό για τα τότε χολιγουντιανά δεδομένα peplum με γραφική βία, τολμηρά ιστορικά σχόλια και ψυχαναλυτικές αναφορές, αλλά και μια έξυπνη πολιτική αλληγορία που γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία και κέρδισε την Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας και τέσσερα Όσκαρ, ένα εκ των οποίων για τον Μέτι, ενώ ο Κιούμπρικ δεν απέσπασε ούτε μια υποψηφιότητα. Πρωτοπροβλήθηκε στη διάρκεια των 184', αλλά αργότερα αποκαταστάθηκε στην πλήρη εκδοχή των 197'.
9. Το Κουρδιστό Πορτοκάλι (A Clockwork Orange, 1971)
Κατά τη δεκαετία του '60 η Αγγλία τρομοκρατείται από τα κύματα βίας που εξαπολύουν κυρίως νεαροί στους δρόμους των πόλεων με κοινό συναίσθημα την απέχθεια κάθε μορφής εξουσίας. Η συμπεριφορά τους είναι χαρακτηριστική των πρώτων υποκουλτούρων της Μ. Βρετανίας, όπως οι mods και οι rockers, τους οποίους η κοινή γνώμη συνέδεσε άρρηκτα με το έγκλημα και ενέπνευσαν το συγγραφέα Άντονι Μπέρτζες να γράψει "Το κουρδιστό πορτοκάλι". Ο πρωταγωνιστής Άλεξ (Μάλκολμ Μακ Ντάουελ) αποτελεί τυπικό παράδειγμα του φαινομένου. Αποτυχημένος στο σχολείο και με τους γονείς του να αγνοούν την ύπαρξή του, περνά το χρόνο του μαζί με την ημιπαράνομη παρέα του ξεσπώντας σε βίαιες αθλοπαιδιές συνοδεία εύγεστου κοκτέιλ ναρκωτικών. Η ρουτίνα του αναπόφευκτα τον οδηγεί ενώπιον του νόμου, όπου το "καλοπροαίρετο" κράτος προσφέρεται να του δώσει μια δεύτερη ευκαιρία ώστε να γίνει φυσιολογικός, με τη συμμετοχή του σε μια σειρά πρωτότυπων πειραμάτων.
Ο Κιούμπρικ, ο οποίος αρχικά δε θέλησε να μεταφέρει το βιβλίο στη μεγάλη οθόνη, σόκαρε το βρετανικό κοινό με την απόλυτη βία στην οποία επιδίδονταν οι ήρωές του. Ο Τύπος αγνοώντας πως η ταινία αναδείκνυε την παταγώδη αποτυχία του εκπαιδευτικού συστήματος και την απώλεια επικοινωνίας μεταξύ ενηλίκων και ανηλίκων, αντιμετώπισε το φιλμ ως ύμνο στην αλόγιστη βία, αναγκάζοντας το σκηνοθέτη να την αποσύρει. "Το Κουρδιστό Πορτοκάλι" παρέμεινε απαγορευμένο στη Μ. Βρετανία μέχρι το θάνατο του το 2000, είχε προλάβει όμως να αφήσει το στίγμα του στην ποπ κουλτούρα με πολλούς αργότερα να υιοθετούν το ολόλευκο droog στυλ των ηρώων του (με λιγότερο βλαβερές συνέπειες).
8. Λολίτα (Lolita, 1962)
Η επίσημη αφίσα της ταινίας διερωτάται: "Μα πώς κατάφεραν και γύρισαν τη Λολίτα;" Μια λογική απορία, καθώς το γλαφυρό βιβλίο του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, στο οποίο βασίζεται, αφορά την ερωτική εμμονή ενός μεσήλικα άντρα με ένα δωδεκάχρονο κορίτσι. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, πριν τη σεξουαλική απελευθέρωση και τους χίπις, ο Κιούμπρικ χρειάστηκε να προσαρμοστεί ώστε να αποφύγει το ψαλίδι των λογοκριτών (αυξάνοντας την ηλικία της ηρωίδας μεταξύ άλλων) χωρίς όμως να χάσει τον απόλυτο έλεγχο κατά τη δημιουργία και ολοκλήρωση της ταινίας. Ο άθλος του είχε ως αποτέλεσμα ένα φιλμ που αναδεικνύει την υποκρισία της κοινωνίας ως προς το τι θεωρεί επιτρεπτό και τι όχι, ενώ ο πρωταγωνιστής Χάμπερτ Χάμπερτ (Τζέιμς Μέισον) συγκρούεται με τη σκοτεινή πλευρά του εαυτού του, η οποία ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του Κλερ Κουίλτι (Πίτερ Σέλερς). Ο Κιούμπρικ δούλεψε εξοντωτικά με τους ηθοποιούς, ζητώντας τους αφού μάθουν απ' έξω τα λόγια, να τα ξεχάσουν και να αυτοσχεδιάσουν επιτόπου, δίνοντας έτσι φρέσκιες διαστάσεις στους χαρακτήρες. Ο σκηνοθέτης δεν ενδιαφέρεται εξάλλου να γυρίσει μια πιστή μεταφορά, αλλά επικεντρώνεται στον αρσενικό ανταγωνισμό με "έπαθλο" μια γυναίκα, όπως στο έκανε στο παρελθόν στο "Killer's Kiss". Η ταινία περισσότερο υπονοεί τις ερωτικές περιπτύξεις του Χάμπερτ και της Λολίτα (Σου Λάιον), παρά τις απεικονίζει, κι από τον πόθο που καίει μέσα στον Χάμπερτ την ώρα που παλεύει ενάντια στους ηθικούς του φραγμούς αναδύεται μια αναπάντεχα (ασπρο)μαύρη σάτιρα.
7. S.O.S. Πεντάγωνο Καλεί Μόσχα (Dr. Strangelove or: How I Learned to Stop Worrying and Love the Bomb, 1964)
Μετά την προβοκατόρικη και γεμάτη σαρκασμό "Λολίτα", ο Κιούμπρικ δοκιμάζεται τώρα στην καθαρόαιμη σάτιρα. Γύρω από το πρόσωπο του Πίτερ Σέλερς, ο οποίος υποδύεται τρεις διαφορετικούς χαρακτήρες, στήνει μια παρωδία της φρενίτιδας του Ψυχρού Πολέμου που έφερνε τον πλανήτη διαρκώς στο χείλος του πυρηνικού ολέθρου. Ένα διόλου απίθανο ενδεχόμενο τη στιγμή που οι τύχες του κόσμου βρίσκονταν στα χέρια ανίκανων ή και ευέξαπτων πολιτικών αντρών (σας θυμίζει κάτι;). Όταν ένας αλλοπαρμένος Αμερικανός στρατιωτικός εκτοξεύσει πυρηνικά εναντίον των Ρώσων, οι αρχηγοί των δύο χωρών θα πρέπει να βρουν ένα τρόπο να αποτρέψουν το αναπόφευκτο.
Χρησιμοποιώντας απλά μα ευφυή γκαγκς και κοφτερές ατάκες, ο Κιούμπρικ απογυμνώνει την πραγματικότητα ενός "πολεμικού γραφείου" και των ανθρώπων που τα στελεχώνουν, οι οποίοι ελάχιστη διαφορά έχουν από μικρά παιδιά. Απλώς παίζουν με ακριβότερα παιχνίδια, με παιδότοπο τον πλανήτη. Τα διάσπαρτα φαλλικά σύμβολα που απεικονίζονται στην ταινία, όπως η χαρακτηριστική σκηνή όπου ο ταγματάρχης Κονγκ (Σλιμ Πίκενς) καβαλά την πυρηνική βόμβα που ρίχνει το μαχητικό αεροσκάφος B-52, υπογραμμίζουν την παραπάνω διαπίστωση. Γι' αυτό και παρά τα χιουμοριστικά ενσταντανέ, το "S.O.S. Πεντάγωνο..." είναι μία από τις πιο απαισιόδοξες ταινίες του Κιούμπρικ, αφού αποκαλύπτει πως ο κόσμος μπορεί φαινομενικά να αλλάζει, αλλά ο άνθρωπος παραμένει δέσμιος των ελαττωμάτων του.
6. Η Λάμψη (The Shining, 1980)
Το μοτίβο μιας δυσλειτουργικής οικογένειας επανέρχεται στο κιουμπρικό σύμπαν, αυτή τη φορά εγκλωβισμένο σε ένα ξενοδοχείο στη μέση του χειμώνα. Η κινηματογραφική μεταφορά του ομότιτλου βιβλίου του μαέστρου του τρόμου Στίβεν Κιγνκ στρέφει την προσοχή της σε μια τριμελή οικογένεια και κυρίως στη σχέση του πατέρα - συγγραφέα και πρωταγωνιστή της ταινίας (Τζακ Νίκολσον) με αυτήν. Όταν θα βρεθούν ολομόναχοι και αποκλεισμένοι στο πολυτελές χειμερινό θέρετρο που έχουν αναλάβει να συντηρούν, η αδυναμία του Νίκολσον να ολοκληρώσει το μυθιστόρημά του μετατρέπεται σε μονομανία που προοδευτικά μπλέκεται με τις πατρικές του ευθύνες και τον οδηγεί στην τρέλα. Η κατάδυσή του στην παράνοια συνοδεύεται από μια σειρά παράξενων συμβάντων, όπως η σουρεαλιστική ενότητα του μπαρ στην οποία ο Νίκολσον θα έδινε και τη... ψυχή του για μια μπύρα. Το τελειωτικό ξέσπασμα που θα πυροδοτήσει η συμπρωταγωνίστριά του Σέλεϊ Ντουβάλ, δίνει το έναυσμα για ένα ρεσιτάλ σκηνοθεσίας και υποκριτικής που κορυφώνεται στη θρυλική σκηνή του μπάνιου. Ως προς το τεχνικό μέρος, ο Κιούμπρικ έσπρωξε τα όρια χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά τη βελτιωμένη βερσιόν μιας steadicam που χειρίστηκε ο δημιουργός της Γκάρετ Μπράουν. Στη σκηνή όπου ο μικρός Ντάνι Λόιντ περιπλανιέται με το καρτ, η κάμερα βρίσκεται ελάχιστα πάνω από το έδαφος δημιουργώντας την αίσθηση του δέους και του απόκοσμου μέσα στο απέραντο ξενοδοχείο. Η ταινία καλωσορίστηκε με ανάμεικτες κριτικές, ενώ είναι περιβόητο το μίσος του Στίβεν Κιγνκ για αυτήν. Παρόλα αυτά, το κοινό έσπευσε στους κινηματογράφους και σήμερα έχει αποκτήσει διαστάσεις μύθου με τους οπαδούς της ταινίας να έχουν επινοήσει δεκάδες ερμηνείες για την υπόθεσή και τη σημασία της.
5. Η Κλοπή (The Killing, 1956)
Η πρώτη ταινία του Κιούμπρικ για χολιγουντιανό στούντιο ήταν μια φτηνή, γυρισμένη σε λιγότερο από ένα μήνα ασπρόμαυρη heist movie, βασισμένη στο pulp μυθιστόρημα του Λάιονελ Γουάιτ "Clean break". Κάποιοι υποστηρίζουν πως ο σπουδαίος συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας Τζιμ Τόμσον ("The getaway", "The grafters") έκανε το μεγαλύτερο μέρος της σεναριακής προσαρμογής, αλλά ο σκηνοθέτης πήρε το credit, ενώ κάποιοι άλλοι πως ο Τόμσον απλά βοήθησε τον Κιούμπρικ δουλεύοντας κυρίως στους διαλόγους, όπως ακριβώς αναγράφεται και στους τίτλους της ταινίας. Όπως και να ‘χει, το αποτέλεσμα είναι η μεθοδική, αγωνιώδης και ενορχηστρωμένη στην αφηγηματική της εντέλεια περιγραφή μιας ληστείας των εισπράξεων ενός ιπποδρόμου από μια συμμορία με επικεφαλής τον άρτι αποφυλακισθέντα μικροκακοποιό Τζόνι Κλέι (Στέρλινγκ Χέιντεν).
Η "Κλοπή" ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα b-movies της εποχής σαν τη μύγα μέσ’ το γάλα, χάρη στη λιτή, μα στέρεα και ψυχολογικά ακριβή προσέγγιση των losers χαρακτήρων και την επηρεασμένη από στοιχεία αρχαίας τραγωδίας παρουσίαση της σκοτεινής, αθέατης στα ξέγνοιαστα 50s του Αϊζενχάουερ, πλευράς του αμερικανικού ονείρου. Ακόμα και σήμερα ξαφνιάζει, όμως, με το πρωτοποριακό, απόλυτα μοντέρνο διηγηματικό ύφος της, το οποίο παίζει ιδιοφυώς με το χρόνο και εκμεταλλεύεται στο έπακρο το σασπένς και τις δυνατότητες του μοντάζ, αποδεικνύοντας πως το σινεμά, ακόμα και στα πλέον "φτηνά", λαϊκά και mainstream είδη του, όπως η αστυνομική περιπέτεια, μπορεί να εκφραστεί με τη δική του, αυτόνομη γλώσσα. Τέσσερις δεκαετίες πριν το "Pulp Fiction", οι περισσότερες "ουάου!" ιδέες του Ταραντίνο είναι βγαλμένες από εδώ…
4. Μάτια Ερμητικά Κλειστά (Eyes Wide Shut, 1999)
Η τελευταία ταινία του σπουδαίου Αμερικανού δημιουργού, μονίμου κατοίκου Μεγάλης Βρετανίας από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, ήταν ένα ερωτικό δράμα βασισμένο σε νουβέλα του Αυστριακού Άρθουρ Σνίτσλερ (1832 – 1931) και δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση στο μαρτυρικό για τους ηθοποιούς και το συνεργείο τρόπο με τον οποίο ο Κιούμπρικ ολοκλήρωνε κάθε (υπερ)φιλόδοξη παραγωγή του. Κατέχοντας το ρεκόρ Γκίνες διάρκειας χωρίς διακοπή γυρισμάτων με 400 μέρες (!), αφηγείται τη (φανταστική;) οδύσσεια ενός γιατρού που θέλοντας να ζήσει μια πρόσκαιρη ερωτική περιπέτεια μπλέκεται σε έναν αναπόδραστο εφιάλτη, με τους Τομ Κρουζ και Νικόλ Κίντμαν να μετακομίζουν για περισσότερο από ένα χρόνο στο Λονδίνο και να στέκονται μπροστά στην κάμερα για επαναληπτικές λήψεις που έφταναν έως και 100 φορές η καθεμία. Οι σκηνές των οργίων έγιναν αντικείμενο μίνι σκανδάλου, ο Χάρβεϊ Καϊτέλ απολύθηκε και αντικαταστάθηκε από τον Σίντνεϊ Πόλακ, το Βαλς νο 2 του Σοστακόβιτς έγινε ποπ χιτ και ο Κιούμπρικ ολοκλήρωσε το μοντάζ μόλις μια βδομάδα πριν το θάνατό του στις 7/3/1999. Άφησε πίσω του, όμως, ένα έργο σταθμό για τον αιώνα που τελείωνε, περιγράφοντας, σαν άλλος "Οδυσσέας" του Τζέιμς Τζόις, το τέλος της εποχής των μεγάλων περιπετειών και την αρχή εκείνης όπου το μεγάλο άγνωστο εγκλωβίζεται στους τέσσερις τοίχους της οικογενειακής εστίας. Οπτικό δοκίμιο περίτεχνης φιλοσοφικής ανάλυσης και αριστουργηματικής σκηνοθετικής σύνθεσης (πατώντας στην έννοια του καθρέφτη, η ταινία εξελίσσεται ως τη σκηνή του οργίου γραμμικά και κατόπιν με "αντίστροφη φορά" - ακόμα κι οι γωνίες λήψης είναι αντιθετικές), σχολιάζει ανατριχιαστικά τη σχέση αλήθειας και ψέματος, επιθυμίας και κοινωνικής επιταγής, πραγματικότητας και ονείρου, κυρίως όμως θεάματος (σινεμά) και αληθινής ζωής.
3. Σταυροί στο Μέτωπο (Paths of Glory, 1957)
"Κύριοι του δικαστηρίου, είναι φορές που ντρέπομαι για το ότι μέλος της ανθρώπινης φυλής. Έτσι ακριβώς νιώθω και τώρα…" Ο συνταγματάρχης Νταξ έχει διαπιστώσει πως παρά τον τιτάνιο αγώνα του, η απόφαση για παραδειγματική εκτέλεση τριών αθώων στρατιωτών ήταν ήδη ειλημμένη και το μιλιταριστικό κατεστημένο, του οποίου αποτελεί μέλος, είναι αδύνατον να νικηθεί. Πρόκειται για μια από τις πολλές ήττες τού – απλού και έντιμου - ανθρώπου από το "σύστημα", βασική θεματική του κιουμπρικού έργου, το οποίο εδώ αποκτά για πρώτη φορά τις μεγαλόπνοοες και υπερφιλόδοξες διαστάσεις του.
Μετά την καλλιτεχνική επιτυχία της low budget "Κλοπής", ο Κιούμπρικ πείθει πρώτα τον Κερκ Ντάγκλας και κατόπιν την MGM να συμμετάσχουν στην ασπρόμαυρη διασκευή ενός αντιπολεμικού μυθιστορήματος του Χάμφρεϊ Κομπ, εμπνευσμένο από αληθινό γεγονός του Α' Παγκοσμίου Πολέμου: μετά μια αποτυχημένη επιχείρηση κατάληψης ενός λόφου, ένας Γάλλος στρατηγός αποφασίζει να εκτελέσει με την κατηγορία της δειλίας και για παραδειγματισμό τρεις στρατιώτες ενός λόχου που δεν μπόρεσε να βγει καν από το χαράκωμά του. Ο συνταγματάρχης Νταξ προσπαθεί να τους σώσει και ο Κιούμπρικ εκμεταλλεύεται το εφιαλτικό τετελεσμένο για μια συνταρακτική καταγγελία των πολεμικών φρικαλεοτήτων και του παραλογισμού της μιλιταριστικής ιδεολογία (κάτι που θα συναντήσουμε αργότερα και στο "S.O.S. Πεντάγωνο Καλεί Μόσχα"). Ταυτόχρονα, κόβει την ανάσα με τον ωμό ρεαλισμό του, ο οποίος εντυπωσίασε ακόμα και τον Ουίνστον Τσόρτσιλ, αλλά και την απαράμιλλη σκηνοθετική δεξιοτεχνία του με τα "ακατόρθωτα" τράβελινγκ στα χαρακώματα, την εικαστική σύνθεση των κάδρων, τις τριαδικές αντιπαραθέσεις προσώπων (και ιδεολογιών) μέσα στο πλάνο και τη δεξιοτεχνική χρήση του ευρυγώνιου φακού, που υποβάλλει την αίσθηση της "απόστασης" ανάμεσα στους ανθρώπους, οι οποίοι δεν μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους.
Αν και δεν γνώρισε εμπορική επιτυχία, η ταινία σόκαρε το πολιτικοστρατιωτικό κατεστημένο, με συνέπεια να απαγορευτεί η προβολή της στη Γαλλία μέχρι το 1975, στην Ελβετία μέχρι το 1978 και στην Ισπανία μέχρι το 1986! Από την άλλη, ήταν η αφορμή να γνωρίσει ο σκηνοθέτης την τρίτη σύζυγό του, Κριστιάνε Χάρλαν (η Γερμανίδα τραγουδίστρια του "Der treue hussar"), με την οποία θα μείνει παντρεμένος ως το θάνατό του.
2. Μπάρι Λίντον (Barry Lyndon, 1975)
Μετά τη σκανδαλώδη επιτυχία του "Κουρδιστού Πορτοκαλιού", ο Κιούμπρικ καταφεύγει σε ένα σταθμό της αγγλικής λογοτεχνίας, την δια χειρός Γουίλιαμ Θάκερεϊ εξιστόρηση της κοινωνικής ανόδου και της αναπόφευκτης πτώσης του τυχοδιώκτη Μπάρι Λίντον στη Βρετανία των αρχών του 18ου αιώνα, και μετατρέπει την παραγωγή ενός δράματος εποχής σε μια πρωτοφανή κινηματογραφική περιπέτεια, τα γυρίσματα της οποίας κράτησαν σχεδόν δέκα μήνες. Τα περισσότερα εξωτερικά έγιναν στην Ιρλανδία, ενώ για τα νυχτερινά εσωτερικά, υπό το φυσικό φως των κεριών(!), χρειάστηκαν την κατασκευή ειδικών φακών από τον Τζον Άλκοτ, ο οποίος υπέγραψε μια από τις ατμοσφαιρικότερες φωτογραφίες της ιστορίας του σινεμά και βραβεύτηκε, όπως κι ο σκηνογράφος Κεν Άνταμ και η ενδυματολόγος Μιλένα Κανονέρο, με Όσκαρ. Το ίδιο και ο συνθέτης Λέοναρντ Ρόζενμαν, ο οποίος διασκεύασε αριστοτεχνικά πολλά κλασικά κομμάτια (Σούμπερτ, Μπαχ, Βιβάλντι, Μότσαρτ) ώστε να ταιριάζουν τέλεια στο αφηγηματικό τέμπο, το οποίο ο Κιούμπρικ (με τρεις άγονες οσκαρικές υποψηφιότητες) ενορχήστρωσε με μια απαράμιλλη δεξιοτεχνία που συνδυάζει σιωπηλές σεκάνς τελετουργικών ρυθμών με θεαματικά ρεαλιστικές σκηνές μάχης. Αξεπέραστο κινηματογραφικό επίτευγμα σε κάθε επίπεδο, το "Μπάρι Λίντον" εντυπωσιάζει ακόμα με την εμμονή στη λεπτομέρεια, τον άκρατο φορμαλισμό του και τον τρόπο με τον οποίο ο Κιούμπρικ μετατρέπει αυτόν τον οπτικό περφεξιονισμό σε αισθητική πρόταση, άμεσα δεμένη με τη δραματουργία (όλα εξελίσσονται μπροστά από την σκηνή της Ιστορίας) και την ιδεολογία του φιλμ, ένα μεγαλειώδες ρέκβιεμ για το τέλος μιας εποχής, αυτής της φεουδαρχίας, και την άνοδο της αστικής τάξης στην εξουσία.
1. 2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος (2001: A Space Odyssey, 1968)
Η ταινία που πλέον δεν λείπει σχεδόν από κανένα έγκριτο top-10 και άλλαξε συθέμελα την κινηματογραφική επιστημονική φαντασία έγινε στην εποχή της δεκτή με χλιαρές κριτικές, ενώ οι θεατές, αν δεν εγκατέλειπαν την αίθουσα, προσπαθούσαν μάταια να καταλάβουν τι ήταν αυτό που μόλις είχαν δει. Λογικό, καθώς "αν καταλάβεις το "2001" εντελώς, έχουμε αποτύχει. Θέλαμε να θέσουμε πολύ περισσότερες ερωτήσεις από όσες θα απαντούσαμε" δήλωσε ο συγγραφέας Άρθουρ Κλαρκ, ο οποίος έγραψε μαζί με τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ τόσο το σενάριο όσο και το ομώνυμο μυθιστόρημα, βοηθώντας τον οραματιστή σκηνοθέτη στο να δημιουργήσουν έναν κόσμο τόσο πιστό στην αναπαράσταση του… μέλλοντος, που το τελικό αποτέλεσμα ξεπερνά ακόμα και την πιο τρελή φαντασία: ανάμεσα στις δεκάδες ευρεσιτεχνίες, τα τεχνικά επιτεύγματα και τις απίστευτες λεπτομέρειες της ταινίας, διακρίνει κανείς ένα tablet (40 χρόνια πριν εφευρεθεί), πραγματικές οδηγίες 700 λέξεων σε μια γωνιά του WC για "Χρήση σε μηδενική βαρύτητα" και ένα σεληνιακό όχημα σχεδιασμένο ειδικά για το φιλμ, το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει τέλεια στη Σελήνη!
Ο Κιούμπρικ προετοίμαζε τρία χρόνια την ταινία, γύρισε υλικό 500 ωρών και επέβλεψε προσωπικά τα ειδικά εφέ, για τα οποία βραβεύτηκε με Όσκαρ (αν και όλοι οι γνωρίζοντες συμφωνούν πως η συμβολή του αδικημένου Ντάγκλας Τράμπολ ήταν καθοριστική), το μοναδικό από τις 13 συνολικά υποψηφιότητές του. Το "2001" αποτελεί την τολμηρότερη και πλέον επική κινηματογραφική δημιουργία του, μια διαστημική περιπέτεια και ένα φιλοσοφικό δοκίμιο ταυτόχρονα, ένα φιλμ που αψηφά κάθε παραδοσιακό χολιγουντιανό κανόνα περί σεναρίου, δραματουργίας, περιγραφής χαρακτήρων και πλοκής, επιχειρώντας με τη δύναμη της σκηνοθεσίας και μόνο (όπως ολόκληρο το έργο του Κιούμπρικ) να μιλήσει για τον άνθρωπο, τα όρια της γνώσης του και τη θέση του στο σύμπαν. Χωρίς διάλογο για τα πρώτα 25 και τα τελευταία 23 λεπτά, με μια σεκάνς ταξιδιού στο χρόνο ("the stargate sequence") που μοιάζει με ψυχεδελική κατάδυση στο ασυνείδητο, μοναδικές σκηνές διαλεκτικού μοντάζ (το ιπτάμενο κόκαλο γίνεται ένα διαστημόπλοιο που "χορεύει"), ένα σάουντρακ κλασικής μουσικής γραμμένο θαρρείς ειδικά για το φιλμ (ο Κιούμπρικ δεν χρησιμοποίησε την πρωτότυπη μουσική του Άλεξ Νορθ, αλλά κομμάτια από Λιγκέτι, Γιόχαν και Ρίχαρντ Στράους) κι ένα αινιγματικό φινάλε που ακόμα γεννά συζητήσεις, η "Οδύσσεια του Διαστήματος" απαιτεί πολλαπλή ανάγνωση, χωρίς να αποκαλύπτει ποτέ ολοκληρωτικά τα μυστικά της. Αποτελεί αναμφίβολα πλέον (στη χρονιά της το Όσκαρ καλύτερης ταινίας κέρδισε το "΄Ολιβερ!", το BAFTA ο "Πρωτάρης" και τη Χρυσή Σφαίρα το "Λιοντάρι το Χειμώνα") μια από τις κορυφαίες στιγμές της 7ης τέχνης, σπρώχνοντας τα όρια της ανθρώπινης περιπέτειας από τον ορίζοντα της αμερικανικής Άγριας Δύσης στα άκρα του διαστήματος και επιβεβαιώνοντας την αφηγηματική δύναμη της κινούμενης εικόνας σε όλο της το μεγαλείο.