![Ένα αντίο στον Νίκο Κούνδουρο](https://www.athinorama.gr/Content/ImagesDatabase/p/750x422/pad/both/lmnts/articles/2519791/koundouros.jpg?quality=81&404=default&v=4)
Ο Γιάγκος Αντίοχος αποχαιρετά έναν από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες που γνώρισε ποτέ η Ελλάδα, ο οποίος πέθανε την Τετάρτη 22/2.
![Ένα αντίο στον Νίκο Κούνδουρο - εικόνα 1](https://www.athinorama.gr/lmnts/articles/2519791/koundouros.jpg)
Τυχαίνει αυτήν την περίοδο να διαβάζω το μυθιστόρημα «Ελευθερία» του Τζόναθαν Φράνζεν. Στη σελ. 144 η ηρωίδα Πάτι και ο Γουόλτερ βλέπουν τον «Δράκο» στον κινηματογράφο του Τμήματος Τέχνης του Πανεπιστημίου της Μινεσότα, μια ταινία που όπως λέει η ίδια έχει να κάνει «με έναν φιλήσυχο Αθηναίο λογιστή με γυαλιά με κοκάλινο σκελετό που επιστρέφοντας μια μέρα σπίτι του βλέπει τη φωτογραφία του πρωτοσέλιδη με τον τίτλο “Η Αστυνομία επί τα ίχνη σάτυρου”» . Απίστευτη σύμπτωση να διαβάζεις την ίδια μέρα του θανάτου του Νίκου Κούνδουρου τη σελίδα, όπου ένας πρωτοκλασάτος Αμερικανός συγγραφέας, προφανώς εντυπωσιασμένος από το έργο του Έλληνα σκηνοθέτη, το κάνει γνωστό σε εκατομμύρια Αμερικανούς αναγνώστες.
Όλα τα παραπάνω τα αναφέρω γιατί ο «Δράκος» δεν είναι απλώς η καλύτερη κινηματογραφική στιγμή του Νίκου Κούνδουρου. Είναι μια από τις κορυφαίες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών, ένα φιλμ που άλλαξε την ιστορία του εγχώριου σινεμά και έγινε πρεσβευτής της εγχώριας κινηματογραφίας στο εξωτερικό. Εξάλλου, ο σπουδαίος Έλληνας σκηνοθέτης είδε την πρώτη του ταινία «Μαγική Πόλη» (1954) όσο και τον «Δράκο» (1956) να διαγωνίζονται στο Φεστιβάλ Βενετίας, κάνοντας τον Νίκο Κούνδουρο έναν από τους πρώτους δημιουργούς της χώρας που κατάφερε να βγει από τα στενά καλλιτεχνικά σύνορα της χώρας.
Ο τρόπος με τον οποίο ο Νίκο Κούνδουρος συνδύασε τις επιρροές του από τον γερμανικό εξπρεσιονισμό και το «M. Ο Δράκος του Ντίσελντορφ» του Φριτζ Λανγκ, με την παράδοση του ρεμπέτικου και των κουτσαβάκηδων, όπως επίσης υπαρξιακά ερωτήματα και υποδόριο πολιτικό σχόλιο είναι μοναδικός, μετατρέποντας τον «Δράκο» του σε σήμα-κατατεθέν του ελληνικού σινεμά. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις δυο πρώτες ψηφοφορίες της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου για την καλύτερη εγχώρια ταινία όλων των εποχών, το φιλμ του Νίκου Κούνδουρου βρέθηκε το 1986 στη δεύτερη θέση πίσω από την «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού, για να σκαρφαλώσει δέκα χρόνια αργότερα στην κορυφή, πάνω από τον «Θίασο” του Θόδωρου Αγγελόπουλου και την «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη.
Ο Νίκος Κούνδουρος δεν ήταν, βέβαια, μόνον ένας εμπνευσμένος δημιουργός που άφησε πίσω του σπουδαίο κινηματογραφικό έργο, όπως ο «Δράκος», η «Μαγική Πόλη» και «Οι Μικρές Αφροδίτες». Ήταν συνάμα ένας πρωτοπόρος, βαθιά ριζοσπάστης σκηνοθέτης που δεν μπορούσε να σταματήσει να εξερευνά το μέσο που αγάπησε. Θυμάμαι, όταν λίγο μετά το λύκειο, στα χρόνια της αναζήτησης μιας καλλιτεχνικής ταυτότητας, είδα το «Πρόσωπο της Μέδουσας», μια όχι και τόσο επιτυχημένη προσπάθεια προσέγγισης του φαινομένου της νουβέλ βαγκ. Τον ακολούθησα στην τολμηρή του εξερεύνηση, ακόμη και αν δεν με έπεισε για την αυθεντικότητά της. Και αυτό γιατί ο Νίκος Κούνδουρος υπήρξε ένας ακούραστος ριζοσπάστης του σινεμά, ένας πληθωρικός χαρακτήρας που σε κάθε του δημόσια εμφάνιση ή συνέντευξή προκαλούσε έναν μικρό μιντιακό πανικό. Η αλήθεια είναι ότι από τους «Παράνομους» και το «Ποτάμι» μέχρι το «1922» -το τελευταίο αξιόλογο δείγμα κινηματογραφικής γραφής του-, οι ταινίες του Νίκου Κούνδουρου δεν υπήρξαν ποτέ αδιάφορες... Όπως και ο ίδιος.