Έπειτα από ένα σοβαρό καρδιακό επεισόδιο ο 59χρονος ξυλουργός Ντάνιελ Μπλέικ δεν μπορεί να δουλέψει και περιμένει το κρατικό επίδομα για να ζήσει. Η γραφειοκρατία όμως του δημιουργεί διαρκώς προσκόμματα και τον οδηγεί σε αδιέξοδο. Χρυσός Φοίνικας στις Κάνες για μια μαχητική, συγκινητική, κατά στιγμές απλοϊκή, αλλά απόλυτα επείγουσα κοινωνική διαμαρτυρία.
«Είμαι ο ένας στους δέκα, ένα νούμερο σε μια λίστα. Είμαι ο ένας στους δέκα, παρόλα αυτά δεν υπάρχω. Κανείς δεν με ξέρει, αν και είμαι πάντα εκεί, μια στατιστική, μια υπενθύμιση σε έναν κόσμο που δεν νοιάζεται», τραγουδούσαν στο «One in ten» οι UB40 το θατσερικό 1981. Από τότε φαίνεται πως ελάχιστα πράγματα άλλαξαν πίσω από τη βρετανική κοινωνική βιτρίνα. Ίσως μάλιστα χειροτέρεψαν για ανθρώπους όπως ο Ντάνιελ Μπλέικ και οι απλοί κάτοικοι του Νιούκαστλ, πρώην βιομηχανικού κέντρου της Βορειοανατολικής Αγγλίας. Ο Μπλέικ είναι ένας 59χρονος ξυλουργός, στον οποίο ο γιατρός απαγορεύει να επιστρέψει στη δουλειά έπειτα από ένα σοβαρό καρδιακό επεισόδιο. Μόνη του ελπίδα επιβίωσης το κρατικό επίδομα, αλλά η αρμόδια υπηρεσία τον κρίνει κατάλληλο προς εργασία, παραπέμποντας το θέμα στον «υπεύθυνο για την τελική απόφαση» («decision maker»).
Αλλά ακόμη και για να κερδίσει το δικαίωμα αυτής της έφεσης, ο ίδιος θα περάσει μέσα από μια γραφειοκρατική κόλαση, υποχρεωμένος ταυτόχρονα να αποδείξει πως ψάχνει 35 ώρες την εβδομάδα για δουλειά. Στην πορεία, κι ενώ αγωνίζεται να συμπληρώσει αμέτρητες online αιτήσεις χωρίς να ξέρει να πιάσει το ποντίκι του υπολογιστή, θα γνωρίσει την πολύ νεότερή του Κέιτι, ανύπαντρη μητέρα δύο παιδιών που μόλις έχει μετακομίσει στην πόλη από το Λονδίνο. Βοηθώντας ο ένας τον άλλον, θα σχηματίσουν μια άτυπη οικογένεια και θα προσπαθήσουν να αντιμετωπίσουν μια πραγματικότητα η οποία χρησιμοποιεί την εσκεμμένη αναποτελεσματικότητα της γραφειοκρατίας ως πολιτικό όπλο.
«Εγώ ο Ντάνιελ Μπλέικ, είμαι πολίτης. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο», βροντοφωνάζει ο Κέν Λόουτς μέσω ενός κινηματογραφικού ήρωα της διπλανής πόρτας. Πιστός στο λιτό και άμεσο σινεμά του, ο 80χρονος Βρετανός ξεκινά κι εδώ, όπως κάθε φορά, από ένα καυτό κοινωνικό πρόβλημα και, συμπλέκοντάς το με το πορτρέτο ενός συνηθισμένου ανθρώπου της εργατικής τάξης, αναδεικνύει ένα δράμα προσωπικών και ταυτόχρονα πολιτικών διαστάσεων.
Με έντονη πίκρα αλλά και διακριτικό χιούμορ, ξέχειλη οργή και τρυφερό συναίσθημα, οι Λόουτς - Πολ Λάβερτι (μόνιμος σεναριογράφος του) λένε τα πράγματα με το όνομά τους, κάτι το οποίο χαρίζει στην ταινία μια επείγουσα δυναμική κι ένα «χειροπιαστό» αντίκτυπο, της αφαιρεί όμως κινηματογραφική βαρύτητα. Πολλές σεναριακές λεπτομέρειες είναι ευρηματικές, μα άλλες τόσες λύσεις προβλέψιμα απλοϊκές, με την κορύφωση του δράματος να αγγίζει τα όρια της συναισθηματικά εκβιαστικής ευκολίας. Και αυτό διότι για τους ικανούς όσο και στρατευμένους δημιουργούς προτεραιότητα αποτελεί η ισχύς και όχι η χροιά του μηνύματος, το οποίο τους χάρισε τον Χρυσό Φοίνικα στο τελευταίο Φεστιβάλ Κανών.
Μ. Βρετανία, Γαλλία. 2016. Διάρκεια: 100΄. Διανομή: FEELGOOD ENT.
Περισσότερες πληροφορίες
Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ
Έπειτα από ένα σοβαρό καρδιακό επεισόδιο ο 59χρονος ξυλουργός Ντάνιελ Μπλέικ δεν μπορεί να δουλέψει και περιμένει το κρατικό επίδομα για να ζήσει. Η γραφειοκρατία όμως του δημιουργεί διαρκώς προσκόμματα και τον οδηγεί σε αδιέξοδο.