Αντισυμβατική, αλλά άνιση βιογραφία του Μπράιαν Γουίλσον, της ιδιοφυΐας που κρυβόταν πίσω από την επιτυχία του διάσημου pop συγκροτήματος Beach Boys. Πολ Ντάνο και Τζον Κιούζακ ερμηνεύουν τον βασανισμένο μουσικό κατά τη διάρκεια των ’60s και των ’80s αντίστοιχα, με τον πρώτο να πιάνει καλύτερα το ρυθμό και τις ιδιαιτερότητες του ρόλου.
Αραγε η ιδιοφυΐα απελευθερώνει τον άνθρωπο από την κοινή σκέψη ή τον φυλακίζει, μια και τον απομακρύνει από το κοινωνικό περιβάλλον το οποίο αδυνατεί να τον κατανοήσει; Σε αυτό το ερώτημα προσπαθεί να απαντήσει η αντισυμβατική βιογραφία του Μπράιαν Γουίλσον, συνθέτη και τραγουδιστή του γνωστού surf rock συγκροτήματος Beach Boys. Οι σεναριογράφοι Όρεν Μούβερμαν και Μάικλ Α. Λέρνερ επιλέγουν να χτίσουν την ταινία πάνω σε μια παράλληλη αφήγηση των όσων συνέβησαν στην ταραχώδη ζωή του σπουδαίου μουσικού κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1980.
Η πρώτη περίοδος περιγράφει τα παραγωγικά χρόνια του Μπράιαν Γουίλσον, τότε που το γνήσιο ταλέντο του συνέλαβε τον αριστουργηματικό pop avant-garde δίσκο «Pet Sounds». Βέβαια, τα σημάδια της μετέπειτα κατάρρευσης του Καλιφορνέζου μουσικού είχαν αρχίσει ήδη να διαφαίνονται από εκείνη την εποχή, ξεκινώντας από την προβληματική σχέση με τον πατέρα του και φτάνοντας μέχρι τις κρίσεις πανικού και τη χρήση ψυχοτρόπων ναρκωτικών.
Κατά τη δεκαετία του ’80 οι σκιές που υπήρχαν στη ζωή του μετατράπηκαν σε βαθύ σκοτάδι τόσο λόγω του εθισμού του στις ουσίες όσο και της ανορθόδοξης σχέσης του με τον ψυχίατρο Γιουτζίν Λάντι. Μοναδική αχτίδα φωτός η γνωριμία του με την ξανθιά πωλήτρια αυτοκινήτων Μελίντα Λεντμπέντερ.
Η επιλογή του σκηνοθετικά άπειρου Μπιλ Πόλαντ (μόλις η δεύτερη ταινία στην 25άχρονη καριέρα του Αμερικανού παραγωγού) να μοιράσει το ρόλο του Μπράιαν Γουίλσον σε δύο διαφορετικούς ηθοποιούς, τον Πολ Ντάνο για τα ’60s και τον Τζον Κιούζακ για τα ’80s, δημιουργεί μια αναπόφευκτη ανισότητα. Μπορεί ο μοντέρ Ντίνο Γιονσάτερ («Και ο Κλήρος Έπεσε στον Σμάιλι») να κάνει ένα μικρό θαύμα δένοντας σφιχτά και περίτεχνα την παράλληλη αφήγηση, αυτό όμως δεν αναιρεί το ότι το «Love & Mercy» είναι επί της ουσίας δύο διαφορετικές ταινίες στη συσκευασία της μιας.
Το μέρος της ταινίας που ο Πολ Ντάνο ερμηνεύει έναν τολμηρό κι ευάλωτο μουσικό είναι με διαφορά το πιο ενδιαφέρον της βιογραφίας, με τις σεκάνς της ηχογράφησης του «Pet Sounds» να διαθέτουν μοναδική κινηματογραφική ποιότητα. Αντίθετα, το τμήμα που αναφέρεται στα μετέπειτα σκοτεινά χρόνια του τραγουδοποιού είναι φανερά πιο αδύναμο.
Οι χαρακτήρες όσο και οι ερμηνείες είναι άκαμπτοι, ενώ ο Τζον Κιούζακ εγκλωβίζεται στο επαναλαμβανόμενο μοτίβο του παραλογισμού, η Ελίζαμπεθ Μπανκς εκτελεί με συνέπεια το ρόλο της αγίας Μελίντα και ο Πολ Τζιαμάτι, ως δρ Λάντι, φαλτσάρει εκκωφαντικά λόγω των υψηλών ντεσιμπέλ που εκπέμπει ο ρόλος του. Καλή στα σημεία, αλλά ασύνδετη ως σύνολο, η βιογραφία του Μπράιαν Γουίλσον θυμίζει δίσκο που διαθέτει δυο-τρία δυνατά hits, ωστόσο αδυνατεί να φτιάξει μια στιβαρή κινηματογραφική κατασκευή.
Περισσότερες πληροφορίες
Love & Mercy
Βιογραφία του Μπράιαν Γουίλσον, της ιδιοφυΐας που κρυβόταν πίσω από την επιτυχία του διάσημου pop συγκροτήματος Beach Boys. Η περιπετειώδης ζωή του βασανισμένου μουσικού κατά τη διάρκεια των ’60s και των ’80s – από την άνοδο μέχρι την ηχηρή πτώση του.