
Ο Νίκος Δαφνής γνώρισε τον Λούις Σεπούλβεδα στο Σύνταγμα των "αγανακτισμένων". Την πολύ όμορφη γνωριμία τους και την θεατρική του περιπέτεια -ζωής όπως αποδείχθηκε- με το αριστουργηματικό έργο του Χιλιανού συγγραφέα "Ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει", που μιλάει για τη συντροφικότητα, την υπεράσπιση του αδύνατου και το δικαίωμα κάθε πλάσματος στη διαφορετικότητα, μοιράζεται με το "α" μέσα από ένα δικό του κείμενο. Η θεατρική διασκευή του βιβλίου ανέβηκε πρώτη φορά στο Θέατρο Κάτω απ’ τη Γέφυρα το 2011. Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του θεάτρου που ίδρυσε ο Νίκος Δαφνής, η οποία φέτος επέστρεψε στη σκηνή και συνεχίζεται μέχρι την Κυριακή των Βαΐων.
"Το 2011 ο Σεπούλβεδα είχε έρθει στην Ελλάδα, για μια σειρά διαλέξεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Όπως ήταν φυσικό, πέρασε μια βόλτα απ’ το Σύνταγμα να συμπαρασταθεί στις κινητοποιήσεις των "αγανακτισμένων". Εκεί τον γνώρισα. Είχα ήδη διαβάσει όλα τα έργα του. Και την "Ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει" φυσικά.
Τον πλησίασα, συστήθηκα και σε λίγα λεπτά ήταν σαν να γνωριζόμαστε χρόνια. Πολύ ζεστός άνθρωπος. Λίγο πριν αποχωριστούμε, του ζήτησα την άδεια να διασκευάσω το διήγημά του. Μου την έδωσε πρόθυμα. Τον ρώτησα, με ποιον να συνεννοηθώ για τα πνευματικά δικαιώματα. 'Έβαλε τα γέλια. Μου είπε: "Με κανέναν Νικόλα. 'Όποιος σήμερα δηλώνει διανοούμενος και ζητάει λεφτά από έναν 'Έλληνα καλλιτέχνη, ούτε διανοούμενος είναι, ούτε άνθρωπος. Κάντο και καλή επιτυχία". Αυτός ήταν ο Λουίς.

Στο τέλος του 2011, το διήγημα είχε γίνει "θεατρικό". Το ανέβασα αμέσως. 'Έκανε μεγάλη επιτυχία. Το επανέλαβα την περίοδο 2016-17. 'Έγινε το ίδιο.
Δύο-τρεις φορές επικοινώνησα με τον Λουίς για να του στείλω ένα δώρο. Ζούσε με την σύντροφό του, στο Χιχόν, στην Ισπανία. Αρνήθηκε κατηγορηματικά. Τον Απρίλη του 2020 έφυγε από τη ζωή. Ο Λουίς πού πέρασε νικηφόρα από τόσα και τόσα (βασανιστήρια, φυλακή, εξορία, αγώνες) νικήθηκε από τον covid 19.
Θέλησα να ξανακάνω το "Γάτο" και να αφιερώσω την παράσταση στη μνήμη του. Οι κληρονόμοι, είχαν αναθέσει τη διαχείριση των "δικαιωμάτων" των έργων του, σε κάποιον Αμερικάνο ατζέντη. Μου ζήτησε ένα αρκετά σοβαρό ποσό. Το πλήρωσα, με τη σκέψη σ’ αυτό που μου είχε πει τότε στο Σύνταγμα. Γλυκέ μου Λουίς, όπου να ‘ναι θα ξαναβρεθούμε, σ’ ένα κόσμο χωρίς ατζέντηδες!
Ειλικρινά δεν έχω καταλάβει τι είναι αυτό που ενθουσιάζει τόσο πολύ τα παιδιά σε αυτή την ιστορία. Είναι ένα έργο που αρχίζει μ’ ένα θάνατο, συνεχίζεται με μια κηδεία και τελειώνει μ’ έναν αποχωρισμό. Πολλές φορές τα παιδιά–θεατές βγαίνουν από την παράσταση βουρκωμένα. Και κάποια μας ρωτούν: Πειράζει που κλάψαμε; (!). Τα παιδιά μας –βλέπεις– ξέρουν να χαχανίζουν ή να σπαράζουν απ’ το κλάμα. Όχι όμως να χαμογελούν ή να συγκινούνται. Αυτά τα "ενδιάμεσα" συναισθήματα, αγγίζει η παράστασή μας. Και είναι μεγάλη χαρά όταν το βλέπουμε".

Η υπόθεση του έργου
H Κενγκά, μια ετοιμόγεννη γλαρίνα, μεταναστεύει με το κοπάδι σε πιο ζεστές περιοχές. Σε μια στάση μεσοπέλαγα, λερώνει τα φτερά της σε μια πετρελαιοκηλίδα. Ετοιμοθάνατη, καταφέρνει να φτάσει στην πλησιέστερη στεριά και στο μπαλκόνι ενός σπιτιού που μένει ο γάτος Ζορμπάς. Του ζητάει να της υποσχεθεί να μη φάει το αυγό, που από στιγμή σε στιγμή θα γεννήσει, να το … κλωσήσει και όταν έρθει η ώρα, να μάθει στο γλαρόνι να πετάει. Ο Ζορμπάς δίνει το λόγο της τιμής του και … μπαίνει σε μπελάδες. Οι εχθροί πολλοί. Γάτοι λιμανίσιοι, ποντίκια και άνθρωποι. Στο τέλος, θα αποφασίσει να μιλήσει … ανθρώπινα, ζητώντας βοήθεια από έναν ποιητή. Αφού μόνο οι ποιητές πια μπορούν να κάνουν ένα πλάσμα να "πετάξει".
Παίζουν, χορεύουν και τραγουδούν οι ηθοποιοί Μαρουσώ Γεωργοπούλου, Νίκος Καραστέργιος, Βασιλική Κουλουμπή, Πασχάλης Μερμιγκάκης, Νεκτάριος Σμυρνάκης, Κατερίνα Τσεβά, Χρήστος Χρήστου. Τη μουσική υπογράφει ο Νίκος Τσέκος, τα σκηνικά και τα κοστούμια η Γιοβάννα Πρασίνου και τους φωτισμούς ο Νίκος Μαυρόπουλος.
Περισσότερες πληροφορίες
Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει
Με αγάπη και πολύ χιούμορ, το έργο μιλάει για το δικαίωμα στη διαφορετικότητα, την αγάπη για τα ζώα, την άδολη φιλία αλλά και τη ρύπανση του περιβάλλοντος. Στο έργο η Κενγκά, μια ετοιμόγεννη γλαρίνα, μεταναστεύει με το κοπάδι σε πιο ζεστές περιοχές. Σε μια στάση μεσοπέλαγα, λερώνει τα φτερά της σε μια πετρελαιοκηλίδα. Ετοιμοθάνατη, καταφέρνει να φτάσει στην πλησιέστερη στεριά και στο μπαλκόνι ενός σπιτιού που μένει ο γάτος Ζορμπάς. Του ζητάει να της υποσχεθεί να μη φάει το αυγό, που από στιγμή σε στιγμή θα γεννήσει, να το … κλωσήσει και όταν έρθει η ώρα, να μάθει στο γλαρόνι να πετάει. Ο Ζορμπάς δίνει το λόγο της τιμής του και … μπαίνει σε μπελάδες.