Ο Διονύσης Ατζαράκης, παθιασμένος με το stand up comedy, ήρθε με φόρα από την Αγγλία. Τον Αύγουστο του 2012 κέρδισε στο διαγωνισμό «Jester Jesters, stand-up competition» και παράλληλα διακρίθηκε στους 80 από τις 800 συμμετοχές για το «BBC comedy award». Τώρα κάνει καριέρα στην Αθήνα και η Μαρία Κρύου μίλησε μαζί του με αφορμή το stand up show που παρουσιάζει στο Eliart.
Πότε αγάπησες την κωμωδία κι τι σε έκανε να στραφείς σε αυτή;
Νομίζω αγαπάω την κωμωδία σαν ευρύτερη έννοια από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Αυτή η αγάπη ήταν που μου γέννησε την επιθυμία να είμαι και εγώ αστείος και αυτή η επιθυμία με οδήγησε στους πρώτους πειραματισμούς. Από πολύ νωρίς άρχισα να προβληματίζομαι γύρω από το πώς μπορεί να δομείται και να λειτουργεί ένα αστείο, και μέσα από συνεχείς δοκιμές απέκτησα με τον καιρό μια στοιχειώδη εξοικείωση με κάποιους βασικούς κώδικες της κωμωδίας. Ώσπου πριν από κάμποσα χρόνια, αποφάσισα να γράψω ένα πρώτο κείμενο και να πάω για οντισιόν στις «Νύχτες Κωμωδίας» της Λουκίας Ρικάκη. Και κάπως έτσι ξεκίνησα το stand-up comedy.
Ποιες είναι οι βασικές αρχές του Stand-up Comedy;
Όταν μιλάμε για stand-up, ισχύουν τα εξής: Γράφεις μόνος σου τα κείμενά σου, δεν κλέβεις κείμενα άλλων, δε λες ανέκδοτα. Όταν μιλάμε για καλό stand-up, η λίστα μεγαλώνει: Αυτά για τα οποία επιλέγεις να μιλήσεις πρέπει να σε αφορούν ειλικρινά ώστε να τα γνωρίζεις καλά. Έτσι θα έχεις να συνεισφέρεις κάτι πρωτότυπο και συχνά μοναδικό. Επίσης δεν πρέπει να πλατειάζεις. Καλό είναι κάθε λέξη σου να είναι μετρημένη και να αποτελεί αστείο ή να οδηγεί άμεσα σε αστείο. Αλλιώς κατά πάσα πιθανότητα δε χρειάζεται. Τέλος, το κοινό πρέπει να μπορεί να ταυτιστεί μαζί σου. Και για να το πετύχεις αυτό δεν πρέπει να κάνεις κατάχρηση της θέσης ισχύος που έχεις. Είναι αρκετά εύκολο να βγεις από πάνω όταν κρατάς μικρόφωνο και έχεις κάνει επάγγελμα το να λες εξυπνάδες, αλλά το κοινό δεν πρέπει να νιώθει άβολα μαζί σου. Προς αυτή την κατεύθυνση σίγουρα βοηθά ο αυτοσαρκασμός. Προσπαθώ να τηρώ όλα τα παραπάνω. Τώρα που τα έφτιαξα και σε λίστα ίσως είναι ευκολότερο.
Ποια ήταν η καλύτερη στιγμή που έζησες στις «Νύχτες Κωμωδίας» της Λουκίας Ρικάκη;
Η πρώτη μου παράσταση. Από πλευράς απόδοσης θα έλεγα πως πήγε απλά ικανοποιητικά αλλά αυτό μου ήταν υπεραρκετό. Το είδα σαν μια επιβεβαίωση ότι ίσως τελικά μπορώ να ασχοληθώ με αυτό το είδος κωμωδίας, το οποίο μέχρι τότε μου φαινόταν σχεδόν ακατόρθωτο.
Ποιον stand up comedian θαυμάζεις;
Θαυμάζω το Louis C.K. γιατί είναι ένας κωμικός που δουλεύει ασταμάτητα, ανανεώνοντας συνεχώς το υλικό του. Για χρόνια παρέμενε σχετικά μέτριος αλλά δουλεύοντας εξελίχθηκε και έφτασε πλέον να θεωρείται ίσως ο καλύτερος στο είδος του. Είναι ωραίο να βλέπεις παραδείγματα όπου η πολλή δουλεία πιάνει τόπο.
Με ποιο θέμα διακρίθηκες στο βρετανικό διαγωνισμό «Jester Jesters, stand-up competition»;
Τα κείμενά μου είναι γενικότερα δομημένα γύρω από προσωπικά βιώματα και παρατηρήσεις για την καθημερινότητα, οπότε και εκεί διατήρησα το ίδιο μοτίβο. Και υπάρχουν αρκετά θέματα που σηκώνουν σχολιασμό όταν κάποιος ζει μόνος του στην Αγγλία. Από τις σχέσεις εξ αποστάσεως και το κρύο στο Λονδίνο, μέχρι την κρίση στην Ελλάδα και την εικόνα μας προς τα έξω. Γενικά το stand-up στην Αγγλία είναι μια απόλυτα διαδεδομένη μορφή διασκέδασης, με αποτέλεσμα το κοινό να είναι ιδιαίτερα εκπαιδευμένο. Θα ακολουθήσει ευκολότερα τα λογικά άλματα που απαιτεί ένα πιο εξεζητημένο αστείο, θα πιάσει τις ποπ αναφορές και θα επιβραβεύσει την πρωτοτυπία. Προσωπικά το είδα ως κίνητρο για βελτίωση και νομίζω με βοήθησε αρκετά.
Ποια ήταν η καλύτερη εμφάνιση που έκανες ποτέ και ποια η χειρότερη;
Πιστεύω όλες οι παραστάσεις που τρέξαμε φέτος στο θέατρο Eliart πήγαν πάρα πολύ καλά. Ο κόσμος μας τίμησε με την παρουσία του και φάνηκε να γελά με την ψυχή του. Ευτυχώς για τη χειρότερη εμφάνιση πρέπει να ανατρέξω πίσω καμιά εφταετία, στις «Νύχτες Κωμωδίας». Ήταν από τις πρώτες μου παραστάσεις, είχαν έρθει και φίλοι μου να με δουν, και νόμιζα ότι το ανακάτεμα που ένιωθα ήταν από το άγχος. Τελικά ήταν γαστρεντερίτιδα. Αναγκάστηκα να σταματήσω την παράσταση. Και το junk food.
Το «έχω γκόμενα» είναι τελικά το μεγάλο σου σουξέ; Έχεις την αγωνία μην ξεφύγεις εκτός ορίων σε κάποια παράσταση;
Δεν ξέρω αν είναι σουξέ, δεν έχω δει ακόμα γαρύφαλλα στη σκηνή, αλλά είναι ένα κομμάτι του κειμένου μου που πάλι βασίζεται σε προσωπικές εμπειρίες και παρατηρήσεις. Το ζήτημα των σχέσεων είναι κάτι που απασχολεί όλους, άρα μου δίνει τη δυνατότητα να βρω αρκετά σημεία επαφής με το εκάστοτε κοινό. Τώρα όσον αφορά το ενδεχόμενο να ξεφύγω, δε θα έλεγα ότι ανησυχώ τόσο. Πιστεύω πως τα όρια στο stand-up είναι λίγο αφηρημένα και διαμορφώνονται συνεχώς από τον άνθρωπο πάνω στη σκηνή. Προφανώς δε θέλεις να προσβάλεις κανέναν αλλά αυτό δε σημαίνει ότι περιορίζεσαι θεματικά. Μπορείς θεωρητικά να μιλήσεις για τα πάντα και να αγγίξεις θέματα ταμπού, αρκεί να είσαι καλοπροαίρετος και να προσφέρεις στο κοινό ως «αντάλλαγμα» κάτι πραγματικά δουλεμένο και αστείο. Τότε θα σε εμπιστευτούν και θα τους παρασύρεις. Η όποια αγωνία λοιπόν έγκειται στο να κερδίσεις αυτή την εμπιστοσύνη. Εφόσον αυτή η σχέση εμπιστοσύνης δομηθεί, εσύ οφείλεις να τη διατηρείς και να την καλλιεργείς καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, μέσα από την περσόνα σου και την επαφή μαζί τους.
Τι ετοιμάζεις για τη σειράς κόμιξ «COMediCS»;
Πρόκειται για μια σειρά από χιουμοριστικά, μονοσέλιδα και αυτοτελή κόμιξ που κυκλοφορούν εβδομαδιαία σε free press. Εγώ γράφω το σενάριο και το σχέδιο αναλαμβάνει ο σκιτσογράφος Γιάννης Γιαγιάς. Θεωρώ τα κόμιξ ένα πολύ ενδιαφέρον μέσο για να κάνεις κωμωδία. Οι επιλογές σου σχετικά με τα στοιχεία που απαρτίζουν μια σκηνή (χαρακτήρες, χώρος, χρόνος, ύφος κλπ.) υπόκεινται μόνο στους περιορισμούς της φαντασίας σου. Αυτό σου λύνει τα χέρια και μπορείς εύκολα να δημιουργήσεις το δικό σου κωμικό σύμπαν μες στο οποίο κινείσαι εντελώς ελεύθερα. Και σκοπεύουμε να συνεχίσουμε να εκμεταλλευόμαστε αυτή τη συνθήκη για να δημιουργήσουμε πολλά ακόμα σουρεάλ στριπάκια.
Ο Διονύσης Ατζαράκης παρουσιάζει την παράσταση «Stand-up στο Eliart», στον πολυχώρο Eliart με special guest τον Λάμπρο Φισφής (16/5) και τον Γιώργο Χατζηπαύλου (23/5).