Στο φεστιβάλ των Καννών του 2008, ο σκηνοθέτης Λοράν Καντέ συνεπήρε τους πάντες με το κοινωνικό δράμα "Ανάμεσα στους Τοίχους" και κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα σε μια απονομή που βρήκε ελάχιστους διαφωνούντες. Σε μια χρονιά, μάλιστα, που στο διαγωνιστικό της Κρουαζέτ βρέθηκαν ταινίες όπως τα "Συνεκδοχή Νέα Υόρκη" (Τσάρλι Κάουφμαν), "Βαλς με τον Μπασίρ" (Άρι Φόλμαν), "Il Divo" (Πάολο Σορεντίνο) και "Η Γυναίκα Χωρίς Κεφάλι" (Λουκρέσια Μαρτέλ), μεταξύ πολλών ακόμα, ο Γάλλος έκανε έναν κρότο που τον ακολούθησε μέχρι σήμερα. Για αυτό και η είδηση του θανάτου του, σε ηλικία 63 ετών, προκαλεί γνήσια θλίψη στον κινηματογραφικό κόσμο.
Το "Ανάμεσα στους Τοίχους" σκιαγράφησε ένα κόσμο σε μεταίχμιο, λίγο πριν η οικονομική κρίση σαρώσει την παγκόσμια εργατική τάξη και προτού ο δημόσιος λόγος μετατραπεί σε ναρκοπέδιο. Όλα αυτά με τον Καντέ να υιοθετεί την στυλιστική ειλικρίνεια ενός ντοκιμαντερίστικου ρεαλισμού και καθώς ένας νεαρός καθηγητής και οι 25 μαθητές μιας τάξης του λυκείου σε υποβαθμισμένη συνοικία του Παρισιού ξεκινούν μια σχολική χρονιά η οποία βάζει σε δοκιμασία τις αξίες και τα πιστεύω τους. Ο σκηνοθέτης, βέβαια, είχε ήδη από πολύ νωρίτερα επιδείξει τις ταξικές ανησυχίες του με την ταινία "Ελεύθερος Ωραρίου" (2001). Εκεί όπου ένας άντρας απολύεται από τη δουλειά του, αλλά λέει ψέματα στην οικογένειά του ότι έχει προσληφθεί σε νέο πόστο στη Γενεύη. Περνάει τις ημέρες του στους δρόμους και κάνει μικροαπάτες για να εξοικονομήσει χρήματα, μη τολμώντας να αποκαλύψει την πραγματικότητα, την οποία όμως αργά ή γρήγορα καλείται να αντιμετωπίσει. Το φιλμ μπορεί να ιδωθεί και ως μια αντιστροφή του αφηγήματος της αμέσως προηγούμενης δουλειάς του, με τίτλο "Ressources Humaines" (1999), στην οποία ένας 35χρονος μάνατζερ συνειδητοποιεί πως στο σύγχρονο κυνικό καπιταλισμό, η διαχείριση ενός εργοστασίου είναι ακόμα πιο αμείλικτή από αυτό που περίμενε.
Στην πορεία ο Καντέ δεν έπαψε να αναστοχάζεται τα αδιέξοδα της πολιτικής και την απόσταση των προηγούμενων γενεών με τις σύγχρονες προκλήσεις, τόσο μέσα από το νοσταλγικό "Επιστροφή στην Ιθάκη" (2014) όσο και με το "Ατελιέ" (2018), όπου δοκιμάζεται εν μέρει ξανά η συνταγή του "Ανάμεσα στους Τοίχους". Σε συνέντευξή του στο "α", τότε, ο Γάλλος είπε μεταξύ άλλων: "Έζησα για χρόνια στη Μασσαλία, 30 χιλιόμετρα από τη Λα Σιοτά, και την θυμάμαι γεμάτη κίνηση, ζωή και διαρκή θόρυβο. Τώρα τα ναυπηγεία μοιάζουν με ένα θλιβερό κουφάρι, αλλά για τους νέους αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Είναι ένα άσχημο θέαμα και κανείς δεν νοιάζεται για την ιστορία του, άρα και για τις επιπτώσεις που εκείνη έχει στο παρόν και θα έχει στο μέλλον της πόλης. Με ενδιέφερε λοιπόν να δείξω από τη μια πως η ιστορία και οι αξίες της βρίσκονται δίπλα μας, χωρίς να τους δίνουμε σημασία, και αυτό έχει το τίμημά του. Από την άλλη, είναι αδυναμία, αν όχι ανικανότητα της γενιάς μας,το ότι αυτές οι μνήμες δεν συντηρούνται και δεν κληρονομούνται, καταλήγοντας αδιάφορες, αν όχι απωθητικές διδαχές για την επόμενη γενιά. Μην απορούμε λοιπόν για πολιτικές επιλογές που φαντάζουν απαράδεκτες και ανιστόρητες, ενώ γίνονται από τη μια άκρη της Ευρώπης στην άλλη όλο και πιο δημοφιλείς".