Ανήμερα του Μεγάλου Σαββάτου έγινε γνωστός ο θάνατος της πολυαγαπημένης ηθοποιού, που διέπρεψε στο θέατρο, την τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Από τις σπουδαιότερες κωμικές ερμηνεύτριες της γενιάς της, υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του περίφημου Ελεύθερου Θεάτρου, το οποίο επί μία δεκαπενταετία (1970-85) ανανέωσε το επιθεωρησιακό είδος, ενώ και στην τηλεόραση είχε σημειώσει εμβληματικές ερμηνείες σε σειρές όπως η "Μαντάμ Σουσού" και "Οι τρεις Χάριτες". Το μεγάλο της ερμηνευτικό ταλέντο αποδείχτηκε και σε δραματικές παραστάσεις, εκ των οποίων τελευταίες ήταν στον μονόλογο του Βασίλη Κατσικονούρη, "Το μπουφάν της Χάρλεϊ ή Πάλι καλά" (2010) και "Η τρελή του Σαγιό" του Ζαν Ζιροντού στο Εθνικό Θέατρο, το 2014, σε σκηνοθεσία του Πέτρου Ζούλια. "Αυτός ο μονόλογος με μάγεψε" είχε δηλώσει στο "α" για το έργο του Κατσικονούρη: "Μου προτάθηκε η επιθεώρηση κι επειδή έχω πολλά χρόνια να κάνω, είπα ναι. Και μετά μου έδωσαν αυτόν το μονόλογο και, μολονότι δεν έχω καλή σχέση με τους μονολόγους γενικά, όταν τον διάβασα, σκέφτηκα ότι δεν γίνεται να μην τον παίξω".
Η Άννα Παναγιωτοπούλου ήταν απόφοιτος της δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου, όπου γνώρισε τον Σταμάτη Φασουλή, με τον οποίο ίδρυσαν το Ελεύθερο Θέατρο (μετέπειτα Ελεύθερη Σκηνή), μέσα στη δεκαετία του 1970, ένα θίασο που δούλευε συλλογικά ως κολλεκτίβα, συνυπογράφοντας τα κείμενα και τη σκηνοθεσία. Ξεκινώντας με έργα επικού θεάτρου (Μπρεχτ, Μάρκαρης) συνέχισαν με δικές τους πρωτότυπες επιθεωρήσεις, ανανεώνοντας ριζικά το είδος. Η σταδιοδρομία της ξεκίνησε το 1968 στο Εθνικό Θέατρο, με τη συμμετοχή της στην τραγωδία "Άλκηστη" σε σκηνοθεσία του Τάκη Μουζενίδη, και συνεχίστηκε επί πέντε δεκαετίες, όπου δοκιμάστηκε σε κάθε είδους ρεπερτόριο: δράμα, κωμωδία, επιθεώρηση, μιούζικαλ, ενώ δοκιμάστηκε και στη σκηνοθεσία με την κομεντί του Λέοναρντ Γκερς, "Οι πεταλούδες είναι ελεύθερες".
φωτό εξωφύλλου: από την "Τρελή του Σαγιό" στο Εθνικό, με τον Θανάση Τσαλταμπάση και τη Μαρίνα Καλογήρου.