Άνοιξης συνέχεια στο θέατρο Πορεία!

Άνοιξης συνέχεια στο θέατρο Πορεία!

Το Θέατρο Πορεία συνεχίζει και μετά το Πάσχα τις παραστάσεις του, με δύο έργα που αμφότερα εξερευνούν και φέρνουν στο προσκήνιο έναν άλλον εαυτό του βασικού ήρωά τους…

Το «Garamond 12», που αποτελεί την εαρινή πρεμιέρα του Πορεία, ξεπήδησε από τη Σχολή Πυροδότησης Θεατρικής Γραφής του και πραγματεύεται τη μετάβαση ενός ταλαντούχου αλλά ακραία αγοραφοβικού συγγραφέα στο… alter ego του. Το έργο υπογράφει η Μαρία Δριμή και τη σκηνοθεσία ο Ρώσος σκηνοθέτης Sergei Okunev. Η παράσταση που ήδη δημιούργησε αίσθηση στο κοινό της, «Θάνατος στη Βενετία», συνεχίζεται. Ο Γιώργος Παπαγεωργίου αναδεικνύει με τη σκηνοθεσία του τη διαχρονική δύναμη της νουβέλας του Τόμας Μαν τον, και ο Νίκος Χατζόπουλος αφήνεται διά του ήρωά του, Γκούσταφ φον Άσενμπαχ, στην απόλυτη ομορφιά με τίμημα την ίδια τη ζωή. 

Νέο αίμα άλλη μια χρονιά στο Θέατρο Πορεία!

Μέσα από τη Σχολή Πυροδότησης Θεατρικής Γραφής του θεάτρου Πορεία γεννήθηκε το “Garamond 12” της Μαρίας Δριμή, που έχει πάρει τον τίτλο του από μια γνωστή γραμματοσειρά. Μετά το “Νυχιάνγκ” και το “Labor” που αγκαλιάστηκαν θερμά από το κοινό, ένα ακόμη νέο έργο, δείγμα της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας, κάνει πρεμιέρα στη σκηνή του θεάτρου Πορεία από 24 Απριλίου και μάλιστα σε σκηνοθεσία του νεαρού Ρώσου Sergei Okunev, απόφοιτου της περίφημης σχολής GITIS, που υπογράφει την πρώτη του δουλειά στην Ελλάδα.

Οι Αλέξανδρος Μαυρόπουλος, Μαρία Ζορμπά, Χάρης Τζωρτζάκης και Σίλια Μπισιώτη πρωταγωνιστούν στο έργο με το αμφίσημο τέλος, που θέτει στο μικροσκόπιο την πνιγηρή σχέση μεταξύ μητέρας-παιδιού και το δημόσιο προσωπείο ενός καλλιτέχνη. Παράλληλα, θίγει θέματα όπως αυτό της ταυτότητας, του απογαλακτισμού, της δειλίας απέναντι στη ζωή, της αποδοχής του εαυτού, της άρνησης παραδοχής της πραγματικότητας, των ζωτικών προτύπων, της αδυναμίας να ακολουθήσουμε έναν «ενδεδειγμένο» τρόπο ζωής, της φιλίας, της ερωτικής επιθυμίας.

Κεντρικός ήρωας είναι ο Μαρκ Χάντερ (Αλέξανδρος Μαυρόπουλος), ένας ταλαντούχος ανερχόμενος συγγραφέας, που πάσχει από αγοραφοβία και ζει διαρκώς κλεισμένος στο σπίτι μαζί με την υπερπροστατευτική μητέρα του, προσκολλημένος στην ανάμνηση του πρόωρα χαμένου θείου του. Αν και κάθε μυθιστόρημά του προκαλεί ιδιαίτερη αίσθηση στους κριτικούς και το κοινό, ο ίδιος αδυνατεί να εκτεθεί ως καλλιτέχνης με του όρους του μάρκετινγκ και των δημοσίων σχέσεων. Όταν η πίεση από τον εκδότη του, τα ΜΜΕ και τους αναγνώστες γίνεται αφόρητη, προσλαμβάνει τον Τζέικ (Χάρης Τζωρτζάκης), ένα εξωστρεφές alter ego του, για να παρουσιάζεται ως Μαρκ δημοσίως, πλάθοντας έναν «ιδανικό» εαυτό και ένα γοητευτικό αντικείμενο του πόθου. H εμφάνιση μιας νεαρής επίδοξης συγγραφέως στη ζωή του Τζέικ, φέρνει τον Μαρκ σε αδιέξοδο, αφού είναι θέμα χρόνου να αποκαλυφθούν όλα.

Δείτε το trailer της παράστασης εδώ

Ο «Θάνατος στη Βενετία» είναι ακόμη εδώ!

Ο «Θάνατος στη Βενετία», η γεμάτη πάθος νουβέλα που έγραψε ο Τόμας Μαν με επιρροές από τον Πλάτωνα, τον Γκαίτε, τον Φρόιντ και τον Νίτσε, περιγράφει την έλξη του επιτυχημένου ηλικιωμένου συγγραφέα, Γκούσταφ φον Άσενμπαχ, προς το πρόσωπο του νεαρού Τάτζιο που παραθερίζει στο ίδιο ξενοδοχείο, ο οποίος ενσαρκώνει στα μάτια του το απόλυτο κάλλος. Όταν ο Άσενμπαχ μαθαίνει ότι η Βενετία πλήττεται από την πανδημία της χολέρας, αποφασίζει να μείνει ρισκάροντας τη ζωή του. Στο τέλος της μοιραίας αυτής γνωριμίας έρχεται ο θάνατος για να εκπληρώσει ιδανικά έναν έρωτα που βιώθηκε σαν θρησκευτική εμπειρία και να ανανεώσει την πίστη ότι «η ομορφιά θα νικήσει!». Ο Γιώργος Παπαγεωργίου μεταφέρει το λογοτεχνικό έργο του Μαν στη σκηνή του θεάτρου Πορεία (έως 28/5) με τον Νίκο Χατζόπουλο στον πρωταγωνιστικό ρόλο, σε διασκευή του ποιητή Στρατή Πασχάλη, που εντάσσει στο κείμενο ποιήματα των Αρθούρου Ρεμπώ, Στεφάν Μαλαρμέ, Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Χαλίλ Γκιμπράν. Όλους τους περιφερειακούς ρόλους και το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης αναλαμβάνουν οι Γιάννης Λεάκος, Δημήτρης Κίτσος, Γρηγορία Μεθενίτη και Γιάννης Μαστρογιάννης.

Στόχος του σκηνοθέτη είναι η δημιουργία ενός αισθαντικού ηχητικού περιβάλλοντος επί σκηνής, το οποίο θα συνοδεύσει τον θεατή στο μυσταγωγικό ταξίδι του Άσενμπαχ και τα μύχια πάθη του. «Δεν πρόκειται για έναν έρωτα σαρκικό, αλλά για μια φιλοσοφική, σχεδόν πλατωνική και σίγουρα πεισιθάνατη αναζήτηση του κάλλους. Η κατάβαση του ήρωα στις πιο σκοτεινές πλευρές της ύπαρξής του αποτελεί ταυτόχρονα την αφύπνισή του ως προς τον αυθεντικό πόθο», υπογραμμίζει στο σημείωμά του ο Γιώργος Παπαγεωργίου.

Αυτή η ιστορία ενέπνευσε την ομώνυμη εμβληματική ταινία του Λουκίνο Βισκόντι (1971), μία από τις τελευταίες μεγάλες ταινίες του κλασικού ιταλικού σινεμά (υποψηφιότητες για Όσκαρ ενδυματολογίας, βραβείο καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ των Καννών και 4 βραβεία BAFTA), με τους Ντερκ Μπόγκαρντ, Σιλβάνα Μαγκάνο, Μπιόρν Άντερσεν. «Μια ιστορία θανάτου, μια ιστορία για την ηδονή του Τέλους» χαρακτήρισε ο Τόμας Μαν τη νουβέλα του που έγραψε μόλις έναν χρόνο μετά τις δικές του διακοπές στη Βενετία, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτή πολλές από τις εμπειρίες και τις σκέψεις του.

Ο Νίκος Χατζόπουλος σε συνέντευξη που έδωσε στο "α" μιλά για το ρόλο του: “Ο Γκούσταφ φον Άσενμπαχ είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός ανθρώπου με ζωή καθορισμένη από μια σειρά επιβεβλημένους κανόνες, καθήκοντα και υποχρεώσεις, που ο ίδιος έθεσε στον εαυτό του. Αυτό που συνήθως εννοούμε μιλώντας για "γερμανική πειθαρχία". Έκανε από πολύ νωρίς την επιλογή να περιχαρακωθεί σε όρια και σε "πρέπει", που αφορούσαν και την προσωπική του ζωή αλλά και την εργασία του. Τη συγγραφική του επιτυχία δεν την όφειλε στην "ιδιοφυία" ή στην "έμπνευση", αλλά στην κοπιαστική, συστηματική (σχεδόν καταναγκαστική) εργασία. Άφησε συνειδητά έξω από τη ζωή του την απόλαυση, το τυχαίο, το ρίσκο, και γενικά κάθε διονυσιακό στοιχείο της. Ποτέ δεν αφέθηκε, ποτέ δεν παρασύρθηκε. Και ξαφνικά, μετά από ένα ανεξήγητο, σχεδόν μεταφυσικό κέντρισμα, άρχισε σιγά-σιγά να ανοίγεται και να αποδέχεται όλες τις πλευρές του εαυτού του που έως τότε ήταν βυθισμένες σε εκούσιο σκοτάδι. Λίγο πριν το τέλος, αντικρίζει αυτό που ονομάζουμε "απόλυτη ομορφιά". Στην αρχή σοκάρεται, βρίσκεται σε μεγάλη αμηχανία, αλλά τελικά παραδίνεται στη σαγήνη και τον θαυμασμού του ωραίου πλάσματος, και δεν νοιάζεται ούτε για την πιθανή γελοιοποίησή του ούτε για τον θάνατο που σέρνεται γύρω του και σίγουρα θα τον καταπιεί κι αυτόν. Και πεθαίνει συμφιλιωμένος πια με "τον άλλο του εαυτό", με τις πιο βαθιές πτυχές της ψυχής του”.

Προπώληση εισιτηρίων μέσω viva.gr για το “Garamond 12” & για τον “Θάνατο στη Βενετία”

TIPS

*Συνεργάτις στη δραματουργία του “Garamond 12” είναι η Ελένη Κουτσιούμπα. Τα σκηνικά και τα κοστούμια υπογράφει η Αλέγια Παπαγεωργίου, τη μουσική και τον ηχητικό σχεδιασμό ο Panú, τη χορογραφία η Κατερίνα Φώτη και τους φωτισμούς η Ναυσικά Χριστοδουλάκου. Η Βασιλική Τσιλιγκρού κατασκεύασε τη μαριονέτα. Οι φωτογραφίες και το trailer είναι του Χρήστου Συμεωνίδη.
*Η Έρι Κύργια και ο Γιώργος Παπαγεωργίου υπογράφουν από κοινού την δραματουργική επεξεργασία στην παράσταση “Θάνατος στη Βενετία”. Τα σκηνικά και κοστούμια είναι του Πάρι Μέξη, η μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου, η σύνθεση των ηχοτοπίων του Βαγγέλη Τούντα, οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου, η κίνηση της Σεσίλ Μικρούτσικου και οι φωτογραφίες του Πάνου Γιαννακόπουλου. Στο βίντεο της παράστασης εμφανίζεται ο Ραφαήλ Παρασκευόπουλος.
*”Ο Τόμας Μαν έγραψε τον "Θάνατο στη Βενετία" το 1911, μετά από μια σύντομη επίσκεψή του στη Βενετία, σε μια εποχή που όντως είχε ενσκήψει εκεί επιδημία χολέρας. Είχε δει τότε στην παραλία έναν όμορφο νέο, σαν τον πλατωνικό Φαίδρο, και γεννήθηκε στο μυαλό του η ιδέα αυτής της νουβέλας. Η πρώτη ύλη, λοιπόν, είναι ένα υπαρκτό βίωμα. Φαίνεται, όμως, πως αυτό το περιβάλλον ήταν και το ιδανικό για το θέμα του. Αυτή η πολιτεία που κουβαλά μνήμες μεγαλείου και τρυφηλότητας και που τώρα φέρει βαριά σημάδια φθοράς και παρακμής, αυτή η πολιτεία που ολοένα βυθίζεται προς τον αφανισμό της, σε συνδυασμό με τις συνθήκες της επιδημίας όπου ευτελίζεται και απαξιώνεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, μοιάζει το κατάλληλο σκηνικό για να ξετυλιχτεί η πορεία προς τον θάνατο ενός ηλικιωμένου και καταξιωμένου συγγραφέα, που λίγο πριν το τέλος του ανατρέπονται όλες οι βεβαιότητες και οι αξίες της μέχρι τώρα ζωής του”, σημειώνει ο Νίκος Χατζόπουλος για το έργο του Τόμας Μαν.