Τη στιγμή που το clubbing στην Αθήνα της ύφεσης μοιάζει με πολυτέλεια για λίγους, τα ίδια τα clubs δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες με ακόμη περισσότερα θεματικά parties, χαμηλότερες τιμές κι ευέλικτες λύσεις. Κι ενώ ο ήχος της μαζικής διασκέδασης γίνεται όλο και πιο «γαλανόλευκος», ορισμένα μαγαζιά χτίζουν τη δική τους ταυτότητα, χωρίς ωστόσο να καλύπτουν όλα τα γούστα και όλες τις φυλές του clubbing.
H σεζόν για το αθηναϊκό clubbing ξεκίνησε φέτος κάπως αμήχανα. Σε αρκετές περιπτώσεις τα opening parties δεν είχαν την πολυκοσμία του παρελθόντος, ενώ ακόμη και τα πρώτα τους σαββατόβραδα απείχαν κατά πολύ από εκείνο το ευφορικό αδιαχώρητο που ζούσαμε παλιότερα. Είναι προφανές (και λογικό) ότι η οργανωμένη διασκέδαση, η μορφή δηλαδή της εξόδου που απαιτεί κράτηση, συντονισμό μεγάλης παρέας αλλά κι ένα κάποιο budget, δείχνει σημάδια υποχώρησης απέναντι στην έκρηξη των bars. Στο αποκεντρωμένο σημερινό τοπίο της διασκέδασης στην Αθήνα τα clubs του downtown χρειάζεται να κάνουν υπερπροσπάθεια όχι μόνο με χαμηλότερες τιμές (άργησαν να τις ρίξουν, τελικά όμως το έκαναν) αλλά και με ενέργειες που θα προσελκύσουν κόσμο.
Για να διατηρήσει φέρ’ ειπείν το «Dream City» την πρωτιά του στις προτιμήσεις των mainstream clubbers της πόλης, έστησε φέτος ένα εντυπωσιακό μουσικο-χορευτικό live show με την υπογραφή του Χριστόδουλου Σιγανού που σκίζει. Τα υπόλοιπα clubs έχουν «θεματικοποιήσει» ακόμη και τα parties της Παρασκευής και του Σαββάτου, ημέρες κατά τις οποίες ήταν κάποτε γεμάτα, χωρίς κανένα concept και με πολύ λιγότερο κόπο. Οπωσδήποτε το clubbing θέλει μάζεμα κι ευελιξία. Χαρακτηριστικά ο χώρος του «Villa Mercedes» χωρίστηκε φέτος στα δύο για να φιλοξενήσει το mainstream club «LaBel» και το fun restaurant «Akanθus». Ένα από τα μεγαλύτερα regular parties της πόλης, το Sex Me Up, βρήκε για τους χειμερινούς μήνες στέγη σε ένα από τα μικρότερα νέα clubs, το «B Unique». Και η ομάδα ενός από τα μεγαλύτερα brands διασκέδασης των τελευταίων χρόνων, του club «W», ενώνει τις δυνάμεις της με τον Βασίλη Τσιλιχρήστο για να δημιουργήσει το EDM club «Flash» στο μαζεμένο χώρο του «Messiah» στο Κολωνάκι.
Μέσα σε όλα αυτά το «Yolo» ήρθε φέτος στο Γκάζι από το Πόρτο Ράφτη, ώστε να διεκδικήσει το δικό του μερίδιο στην pop διασκέδαση, το «Baraonda» ανανέωσε και φέτος τη λειτουργία του, το «Maisha» εγκαταστάθηκε στο Ψυχικό και απευθύνεται κυρίως στο νεανικό κοινό των βορείων προαστίων, ενώ δεν αποκλείεται να δούμε και άλλες δύο αφίξεις μέχρι τα τέλη της χρονιάς. Με άλλα λόγια, επιλογές υπάρχουν... Μένει να δούμε πώς θα αντιδράσει το κοινό, το οποίο εδώ και αρκετά χρόνια ακούει στα clubs πάνω κάτω την ίδια μουσική. και συνήθως αρχίζει να χορεύει όταν ο DJ παίξει ελληνικά. Δεν είναι τυχαίες, εξάλλου, η πρόσφατη έκρηξη των ελληνάδικων και η επιτυχία της πιο εστιατορικής τους εκδοχής, όπως το «Άσπρο Πιάτο».
Στο δικό τους παράλληλο σύμπαν τα clubs της dance σκηνής, όσο διαφορετικά κι αν είναι μεταξύ τους, σε μια προσπάθεια να διαμορφώσουν τη δική τους ταυτότητα συχνά εγκλωβίζονται σε επιμέρους κοινά, ανάλογα με το τι κυριαρχεί στα charts του Beatport, τι θεωρείται καυτό στο Βερολίνο ή, τέλος, ποια μορφή της house γλυκαίνει τα mainstream αφτιά. Επιπλέον, άρκετά από τα ήδη υπάρχοντα dance club υποφέρουν ακόμα από σοβαρές lifestyle ασθένειες όπως τα πολλά τραπέζια, η ψευτογκλαμουριά και το... συμπιεσμένο dancefloor. Ασφαλώς και γίνονται ενδιαφέροντα parties και events, όμως τα επιμέρους κοινά της dance μουσικής δεν δείχνουν να επικοινωνουν ιδιαίτερα μεταξύ τους. Σπάνια για παράδειγμα θα διακρίνεις τους ίδιους θαμώνες ανάμεσα για παράδειγμα στο club «Playground» και στο «Six dogs», κι ας απέχουν το ένα από το άλλο μόλις 10 λεπτά με τα πόδια. Την ίδια στιγμή, σε αυτό το μάλλον πολωμένο κλίμα, είναι διάχυτη η αντίληψη ότι στην Αθήνα «δεν υπάρχουν clubs», φράση η οποία διατυπώνεται όχι μόνο από τους παλαίμαχους του clubbing που θυμούνται με νοσταλγία τις νύχτες του «Faz» και του «U-Matic», αλλά και από τους νεότερους, οι οποίοι νιώθουν ότι δεν βρίσκουν τον εαυτό τους στα ήδη υπάρχοντα μοντέλα διασκέδασης.
Γι’ αυτό και κάποια από τα πιο ξέφρενα και μαζικά νεανικά events, όπως τα Open Partara ή Neon parties, γίνονται σε χώρους που δεν λειτουργούν ως night clubs. Όπως επίσης και οι μεγάλες dance υπερπαραγωγές των ομάδων Evolution και Blend. Περισσότερο από ποτέ φαίνεται να λείπει από την πόλη μας ένα πολυταξικό, πολυσυλλεκτικό, ανοιχτόμυαλο και μαζικό club, το οποίο θα απευθύνεται σε όλους και θα ενώσει τις φυλές του clubbing μέσα από ένα πιο πρωτότυπο (και όχι απαραίτητα ελιτίστικο) soundtrack. Εσείς δεν θα πηγαίνατε σε ένα τέτοιο club;